Η κρίση των θεσμών έχει πλέον αγγίξει και τη Δικαιοσύνη. Και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Γιατί η Δικαιοσύνη είναι ο τελικός κριτής της εφαρμογής των νόμων και το «τελευταίο καταφύγιο» («ultimum refugium») του πολίτη. Οταν λοιπόν ο πολίτης έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στα πάντα.

Οπως συνήθως συμβαίνει στις θεσμικές κρίσεις, τα αίτια και εδώ είναι πολυπαραγοντικά. Υπάρχει βέβαια το γνωστό πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης. Μόνο που αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται πράγματι προσπάθειες – και από την ίδια τη Δικαιοσύνη – για την αντιμετώπισή του.

Τα αίτια είναι λοιπόν βαθύτερα και περισσότερα.

Κατ’ αρχάς, υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα με την ασφάλεια του δικαίου λόγω του ότι ο νόμος μπορεί να κριθεί αντισυνταγματικός από τα δικαστήρια μετά την έναρξη εφαρμογής του, με καταστροφικές συνέπειες ακόμα και για τον καλόπιστο διοικούμενο. Το πρόσφατο παράδειγμα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό.

Επειδή λοιπόν δεν είναι δίκαιο να επιβαρύνεται ο πολίτης τις συνέπειες ενός αντισυνταγματικού νόμου, θα πρέπει να αναθεωρηθεί το Σύνταγμά μας και να εισαχθεί υπό προϋποθέσεις η δυνατότητα προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων (πριν δηλαδή από την εφαρμογή τους), είτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας είτε από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είτε από κάποιο άλλο Δικαστήριο που θα προβλεφθεί στο Σύνταγμά μας. Αλλωστε και τώρα το Συμβούλιο της Επικρατείας διεξάγει προληπτικό έλεγχο των κανονιστικών προεδρικών διαταγμάτων.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα πρέπει όμως να επεκταθεί και στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων. Το ισχύον σύστημα επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξαντλήσει τα όριά του και επιτείνει τη δυσπιστία των πολιτών στη Δικαιοσύνη, αδικώντας έτσι κυρίως τους άξιους δικαστές που επιλέγονται.

Θα πρέπει επομένως να προβλεφθεί ένα σύστημα με αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων των δικαστών, όπου η τελική επιλογή θα ανατίθεται σε ένα άλλο όργανο (π.χ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας), ενδεχομένως και με συμβουλευτική συμμετοχή εκπροσώπων των λοιπών συλλειτουργών της Δικαιοσύνης (π.χ. δικηγόρων).

Δεν είναι όμως τα πάντα θέμα συνταγματικής αναθεώρησης. Είναι και θέμα καθημερινής άσκησης και «θεσμικού τακτ». Και εδώ τα θέματα είναι πολλά και σοβαρά. Ανακύπτει λ.χ. το ερώτημα πώς ο πολίτης μπορεί να εμπιστευθεί τη Δικαιοσύνη, όταν οι ίδιοι οι λειτουργοί της διαφιλονικούν έντονα μεταξύ τους με οξείς χαρακτηρισμούς. Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ δικαστών, δικαστικών ενώσεων και ηγεσιών των δικαστηρίων που ξεπερνάει ένα όριο, πλήττει την ίδια τη Δικαιοσύνη και κανέναν άλλον.

Ανακύπτει επίσης το ερώτημα πώς ο πολίτης μπορεί να εμπιστευθεί τη Δικαιοσύνη, όταν τη βλέπει να αντιδρά με αστραπιαία ταχύτητα (που δεν υπάρχει σε άλλες περιπτώσεις) προκειμένου να ικανοποιήσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Οι άμεσες εντολές για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης λόγω της μη προφυλάκισης κατηγορουμένων σε υποθέσεις που απασχολούν την επικαιρότητα, αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα. Και σε τελική ανάλυση οι ενέργειες αυτές αποκτούν τα χαρακτηριστικά «μπούμερανγκ», αφού αυξάνουν τη δυσπιστία των πολιτών στη δικαστική ανεξαρτησία.

Η Δικαιοσύνη δεν είναι ο αδύναμος κρίκος. Είναι όμως ο τελικός κρίκος της κρατικής εξουσίας που δυστυχώς εμφανίζει ρωγμές. Και εάν ο κρίκος αυτός σπάσει, θα έχει καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου.

Ο κύριος Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.