Η δύση της Μεταπολίτευσης και η ανάδυση του 21ου αιώνα

Του Μάρκου Καρασαρίνη

Επισκοπώντας την ελληνική πεζογραφία από το 1974 και μετά, τρεις διακεκριμένοι κριτικοί σε ισάριθμες εκδόσεις (Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς, εκδ. Πόλις, 2019· Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική πεζογραφία 1974-2010· Δημοσθένης Κούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά, εκδ. Πατάκη, 2021) έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις συνέχειες που χαρακτηρίζουν την ευρύτερη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Διαβάζοντας κανείς και τις τρεις προσεγγίσεις παρατηρεί πώς στα ύστατα όρια του χρονικού τους ανύσματος οι συγγραφείς εντοπίζουν μετασχηματισμούς, μεταμορφώσεις, μετατοπίσεις.

Η πεζογραφία του 21ου αιώνα αθόρυβα αρχικά, πιο ευδιάκριτα στη συνέχεια, απομακρύνεται από εκείνη του προηγούμενου. Αν αντιστρέψουμε τη ροή, αν από τη δική μας προεξοχή του 2025 στρέψουμε το βλέμμα στο τοπίο όπως ήταν είκοσι χρόνια πριν, οι μεταβολές μοιάζουν ακόμη πιο ανάγλυφες. Πεδία τα οποία είχαν ήδη αναδειχθεί, όπως το αστυνομικό και το ιστορικό μυθιστόρημα, σήμερα ακολουθούν διαφορετικές επιταγές. Πεδία τα οποία κινούνταν σε μακρινές τροχιές με απήχηση σε περιορισμένο κοινό, όπως το φάνταζι και η επιστημονική φαντασία, σήμερα εντάσσονται στο κυρίως ρεύμα τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς τη διάδοση. Η λογοτεχνία με έμφυλο πρόσημο, η λογοτεχνία του autofiction, η λογοτεχνία του παραλόγου της κοινωνικής και ψυχικής ζωής έρχονται στο προσκήνιο.

Για όσους ήταν εξοικειωμένοι με τις θεματικές, τους προβληματισμούς, τις στοχεύσεις του mainstream της ελληνικής πεζογραφίας των δεκαετιών του ’80 και του ’90, της ώριμης Μεταπολίτευσης, ας πούμε, η σαφέστερη διαφοροποίηση συνίσταται στην εμφανή επικοινωνία με το διεθνές περιβάλλον. Επικοινωνία που έχει να κάνει με διαφαινόμενες αναγνώσεις, με την ώσμωση των τάσεων, με το σκηνικό συχνά της ίδιας της μυθοπλασίας. Αν ο ελληνικός μικρόκοσμος ήταν ο φυσικός κόσμος της πρότερης στιγμής, τώρα τα όριά του φαντάζουν πολύ λιγότερο ορατά σε σχέση με ό,τι τον περιβάλλει.

Το αν αυτή η νέα εικόνα ταυτίζεται με μια αντίστοιχη πραγματική άνθηση της εγχώριας λογοτεχνίας είναι ένα άλλο ερώτημα, χωρίς μονοσήμαντη απάντηση: απέναντι στις καταφάσεις μπορούν να κατατεθούν ενστάσεις, αμφότερες με τη δική τους αξιοπρόσεκτη επιχειρηματολογία. Το παρόν ωστόσο της ελληνικής πεζογραφίας είναι πολυποίκιλο, πολύχρωμο και ανοικτό σε πολλαπλές επιρροές, κάτι που αποτελεί εχέγγυο για μελλοντικές προσδοκίες.

Λογοτεχνία ή πραγματικότητα

Της Αννας Γρίβα

Καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων εξελίξεων – από τη γεωπολιτική αστάθεια έως την κλιματική αλλαγή και την κυριαρχία της τεχνητής νοημοσύνης – παρατηρώ μια «ανταπόκριση» μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας, αν και όχι πάντα με έναν τρόπο άμεσο και προφανή. Επιπλέον, εύκολα διαπιστώνει κανείς πως οι τάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας συνομιλούν διαρκώς με διεθνείς λογοτεχνικές τάσεις λόγω της επαφής των σύγχρονων συγγραφέων με ξένες γλώσσες, των άφθονων μεταφράσεων, αλλά και του brain drain που έχει ως αποτέλεσμα πολλοί συγγραφείς να διαβιούν στο εξωτερικό.

Κατά τη γνώμη μου, το «άνοιγμα» αυτό προς τη διεθνή καλλιτεχνική πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να λειτουργεί θετικά και εκ παραλλήλου με την αφομοίωση της εντόπιας λογοτεχνικής παράδοσης. Θα προσπαθήσω παρακάτω να σκιαγραφήσω τάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας τις οποίες θεωρώ δυναμικές ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εξελιχθούν – γνωρίζοντας πως το θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ένα σύντομο κείμενο. Για κάθε τάση θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό έργο, επιλέγοντας μεταξύ νεότερων συγγραφέων, δηλαδή όσων άρχισαν να δημοσιεύουν μέσα στον 21ο αιώνα.

Μια πρώτη κατηγορία πεζογραφημάτων περιλαμβάνει έργα που αξιοποιούν στοιχεία της δυστοπικής λογοτεχνίας, της λογοτεχνίας του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας. Αυτά τα έργα αφθονούν ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια: υποθέτω, μεταξύ άλλων, πως η κρίση της πανδημίας, η τεχνολογική πλημμυρίδα και η περιβαλλοντική κρίση ήγειραν μια γενικευμένη «αφύπνιση» της φαντασίας για το μέλλον της ανθρωπότητας. Τα έργα αυτής της κατηγορίας έχουν φανατικούς αναγνώστες και μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχουν πολυπληθείς κύκλοι συγγραφέων, αναγνωστών και φεστιβάλ που συχνά κινούνται ανεξάρτητα από το υπόλοιπο λογοτεχνικό πεδίο. Εχουν όλα τα έργα αυτής της κατηγορίας αισθητικές αξιώσεις; Οχι, καθώς πολλά πάσχουν από θεματικά κλισέ και ελλιπή φροντίδα της γλώσσας. Υπάρχουν όμως και έργα αξιολογότατα, τα οποία φέρουν μια σοβαρή αισθητική πρόταση. Ενδεικτικά αναφέρω το Αίμα μηχανή του Γιώργου Λαμπράκου, μυθιστόρημα πολυεπίπεδο, το οποίο ανταποκρίνεται στις υφολογικές και διακειμενικές προθέσεις που θέτει.

Δεύτερη ενδιαφέρουσα κατηγορία αποτελούν κείμενα που αναδεικνύουν το παράλογο της κοινωνικής και ψυχικής ζωής, αντανακλώντας ευρύτερους προβληματισμούς για την υπαρξιακή κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου. Σε αυτά τα έργα συχνά η επεξεργασία του θέματος συγκροτείται στη βάση μιας πρωτότυπης γλώσσας, η οποία καθρεπτίζει εσωτερικές συγκρούσεις και απωθημένες αλήθειες. Οταν τα έργα αυτά ξεφεύγουν από τον εύκολο εντυπωσιασμό και την αυτοαναφορικότητα του κόσμου που δημιουργούν, θέτουν με πολύ ουσιαστικό τρόπο ζητήματα που απασχολούν όλους μας, ενώ συγχρόνως «πλάθουν γλώσσα», πράγμα σημαντικό και ποτέ ανεξάρτητο στη λογοτεχνία από το περιεχόμενο. Ενδεικτικά: το μυθιστόρημα Το μέλος φάντασμα της Μαρίας Γιαγιάννου, το οποίο αποδίδει, μέσα από τη δημιουργία ενός υβριδικού κειμένου, κόσμους που φαίνονται παράδοξοι αλλά αποδεικνύονται οικείοι σε όλους μας.

Μια τρίτη κατηγορία πεζογραφημάτων που γνωρίζουν άνθιση είναι όσα έχουν «έμφυλο πρόσημο», θέτοντας ζητήματα ταυτότητας και αμφισβητώντας παγιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα. Μεταξύ αυτών των έργων πολλά πέφτουν στην παγίδα των εύκολων αλληγοριών ή ενός καταγγελτικού/διδακτικού λόγου. Στις περιπτώσεις όμως που ανταποκρίνονται σε μια πολυεπίπεδη λογοτεχνική γλώσσα και σε ουσιαστικές καταδύσεις στον σύνθετο ψυχικό κόσμο των ηρώων αποτελούν σημαντική συμβολή στη σύγχρονη λογοτεχνία, όπως στην περίπτωση του μυθιστορήματος Ρου της Μαριαλένας Σπυροπούλου, όπου μέσα από την περιπέτεια της ηρωίδας ανιχνεύονται ψυχικές διεργασίες και επίπονες μεταβάσεις.

Ερχόμενη τώρα στην ιστορική μυθοπλασία, το είδος που με ενδιαφέρει προσωπικά ως συγγραφέα, θεωρώ πως το ιστορικό μυθιστόρημα, όταν δεν εγκλωβίζεται σε αφηγηματικά κλισέ, όχι μόνο δεν είναι ένα στατικό πεδίο αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα είδος που διαρκώς ανανεώνεται, μέσα από επιλογές και τεχνικές όπως η πολυφωνική προσέγγιση γεγονότων του παρελθόντος, η αφομοίωση πρωτογενούς υλικού μέσα στη μυθοπλασία αλλά και η διάθεση να αρθούν αποσιωπημένα τραύματα που όρισαν το παρελθόν διαμορφώνοντας το παρόν και το μέλλον μας. Αυτές τις τεχνικές προσπάθησα να διαχειριστώ γράφοντας την Ελληνίδα σκλάβα και ενσκήπτοντας στον κόσμο της γυναικείας σκλαβιάς του 19ου αιώνα και των διαγενεακών τραυμάτων που αυτή γέννησε.

Πάντως, πίσω από τη θαυμαστή ποικιλομορφία των σύγχρονων αξιόλογων πεζογραφημάτων υπάρχουν αξιοσημείωτα ενοποιητικά στοιχεία: η αποφυγή των μελοδραματισμών, η ψύχραιμη παρατήρηση, κάποτε ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ – στοιχεία που ελλείπουν από την κοινωνία μας, κι όμως τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ.

Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ιστορικός της λογοτεχνίας. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2024 για την ποιητική συλλογή της «Η χαμένη θεά» (εκδ. Μελάνι).

Μια νέα οινοθήκη

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

Τα δύο ρεύματα που κυριάρχησαν στην πεζογραφία της Μεταπολίτευσης κατά τα χρόνια της μακράς της διάρκειας (χρησιμοποιώ τον όρο «Μεταπολίτευση» χωρίς εσωτερικές περιοδολογήσεις, μόνο ως χρονικό δείκτη για την περίοδο από το 1974  και ύστερα) είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα στο πλαίσιο των διεθνών του εξελίξεων και το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα. Ηδη κανένας από τους δύο πόλους δεν είναι ακριβώς όπως τον ξέραμε. Το αστυνομικό μυθιστόρημα άνοιξε το φάσμα των μεταμορφώσεών του (θεματικών και ειδολογικών), κοιτάζοντας εσχάτως και προς την τεχνητή νοημοσύνη, ενώ το ανανεωμένο ιστορικό μυθιστόρημα οδεύει κιόλας πέρα από την ιστορική μεταμυθοπλασία και από τη δεξίωση της πολιτισμικής ετερότητας με τις οποίες είχε ξεκινήσει. Η ιστορική ύλη που σχηματίζει τη νεότερη βάση του επικεντρώνεται όλο και συχνότερα σε περιστατικά σημαντικών αθλητικών, συγκοινωνιακών και υγειονομικών δυστυχημάτων ή βιομηχανικών και οικονομικών επιτυχιών (δεν είναι τυχαία σίγουρα η στροφή της κοινωνιολογίας προς αντίστοιχες κατευθύνσεις).

Μια παράμετρος ελάχιστα ή περιθωριακά αξιοποιημένη κατά τη μεταπολιτευτική εποχή, όπως η φαντασία, ενισχύει πλέον συστηματικά την πεζογραφική της παρουσία. Φαντασία με εναλλασσόμενους και εις βάθος αναπτυγμένους κόσμους και πολιτικές, πολιτισμικές και υπαρξιακές προεκτάσεις. Φαντασία επιστημονική, μελλοντολογική και δυστοπική με παραπομπές στην τεχνολογία και στην πολιτειακή και στην κοινωνική οργάνωση επόμενων σταδίων στη συλλογική ζωή της ανθρωπότητας τα οποία δεν εμπεριέχουν το παραμικρό αισιόδοξο μήνυμα για όσα πιθανολογείται ότι θα ακολουθήσουν. Καμία, βέβαια, από αυτές τις μελλοντικές εικόνες δεν είναι μονοδιάστατη και μονότροπη και καμία επίσης δεν μοιάζει άσχετη με τους φόβους ή με κάποιες από τις πραγματικότητες των ημερών μας. Οπως σοφά το είχε προβλέψει ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς, κάθε μελλοντολογική φόρμουλα συνιστά ένα είδος προβολής του άγχους του παρόντος. Ας προσθέσω στη φαντασία και τη φαντασία του τρόμου, είδος που ανθεί με απρόβλεπτη συχνότητα και ένταση στα ελληνικά δεδομένα, επιστρέφοντας μάλιστα σε δοξασίες, σε επινόηση ακριβέστερα δοξασιών αντλημένων από μια λαογραφική παράδοση της οποίας η χρήση αποκτά αίφνης μετανεωτερικό χαρακτήρα.

Στο πολυδοκιμασμένο πλέγμα των ακανθωδών οικογενειακών και διαπροσωπικών σχέσεων έρχονται να προστεθούν σχεδόν επί καθημερινής βάσεως επιφάνειες ή και πυρήνες θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και με τις κατηγοριοποιήσεις των φύλων ή με τις γυναικοκτονίες (ας καλωσορίσουμε στο κοινωνικό μας λεξιλόγιο έναν πρωτόφαντο ορισμό, πολύ ειδικά σεσημασμένο). Στο σημείο αυτό αναγόμαστε οπωσδήποτε στα ζητούμενα της παγκόσμιας κουλτούρας, όπως τη βλέπουμε να αποκτά σάρκα και οστά στα καθ’ ημάς, απαλλαγμένη ευτυχώς (στην πλειονότητα τουλάχιστον των περιπτώσεων) από ιδεολογικές, ηθικολογικές ή και ακτιβιστικές προδιαθέσεις.

Να ονομάσω πεζογραφία της ιθαγένειας μια τάση που μολονότι δεν είναι νεότευκτη (μπορούμε να εντοπίσουμε την αφετηρία της στη δεκαετία του 1980) εξακολουθεί να αναπαράγεται σε διαρκώς διευρυνόμενους κύκλους; Μιλώ για συγγραφείς και έργα που αναδεικνύουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό ενός τόπου απομακρυσμένου κατά κανόνα από οιοδήποτε κρίσιμο γεωγραφικό κέντρο. Η καταφυγή σε τοπικά ιδιώματα έχει από καιρό προκαλέσει ορισμένες κριτικές ενστάσεις, είτε για την υπερπροβολή και την κατάχρησή της είτε για τον συνεπακόλουθο τοπικισμό της, το κυριότερο παρ’ όλα αυτά πρόβλημα είναι εν προκειμένω κατά τη γνώμη μου οι χαρακτηρισμοί που τείνουν να επικρατήσουν για την υποδοχή και τον σχολιασμό παρόμοιων φαινομένων. Για ποιον λόγο να ονομάσουμε τέτοιες προσπάθειες «νεοηθογραφικές προσεγγίσεις»; Για να υποτιμήσουμε τη μεταρρυθμιστική τους σημασία ή για να υπερτονίσουμε τον ανακαινιστικό τους ρόλο; Μα, η «ηθογραφία» έχει βαρύ αμφίστομο παρελθόν και μας μπερδεύει ούτως ή άλλως. Οι απόπειρες για τις οποίες συζητάμε δεν ηθογραφούν κατά κανέναν (παλαιότερο ή νεότερο) τρόπο. Αποκαλύπτουν, αντιθέτως, μεταμοντέρνα παιχνίδια που δεν μιλούν ούτε για τα ήθη και για τη γλώσσα των τόπων ούτε για τον πολιτισμό τους. Σκοπός εδώ δεν είναι καν το «παλιό κρασί σε καινούργια μπουκάλια»,  αλλά η δημιουργία μιας νέας, ριζικά διαφορετικής οινοθήκης.

Το παρόν μιας λογοτεχνικής ταυτότητας δεν προδίδει κατ’ ανάγκην και τις επερχόμενες προοπτικές της. Μπορεί, ωστόσο, σε κάποιον βαθμό να τις προδιαγράφει και αν όντως συμβαίνει κάτι ανάλογο (μολονότι δεν υπάρχουν ποτέ προβλέψιμες ατζέντες), τα πρόσφατα χαρακτηριστικά της ελληνικής πεζογραφίας, το ανοιχτό πεδίο των φύλων, η επιστημονική και η δυστοπική της φαντασία και οι ειδικές ιστορικές της έγνοιες, έχουν πολλά να μας πουν για το μέλλον της.

Ο κ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας.

Ποιος άραγε μας διαβάζει;

Του Δημήτρη Καρακίτσου

Η λογοτεχνία είναι μια οντότητα που δεν εξευμενίζεται και δεν ξεγελιέται – οι άνθρωποι της εποχής μας το ξεχνούν αυτό. Επιπλέον, έχει τη μανία της εκδίκησης. Κι αυτό το ξεχνούν οι άνθρωποι της εποχής μας – οι άνθρωποι του βιβλίου. Το ξεχνούν γιατί αν δεχτούν τη φύση της λογοτεχνίας, θα ξεχαστούν οι ίδιοι.

Αλλά το θέμα δεν είναι τι θέλεις, τι παιχνίδια σκαρώνεις, αλλά τι μπορείς να κάνεις. Κι όταν είναι λίγα αυτά που μπορείς να κάνεις, εννοώ να προσφέρεις ως θυσία στη λογοτεχνία, αναγκαστικά θα ξεχαστείς.

Τα βραβεία, π.χ., που έδωσες, θα έρθει το μέλλον και θα σου τα πάρει πίσω. Γιατί; Γιατί τα έδωσες για να συνεχίσεις να υπάρχεις. Ομως η λογοτεχνία δεν είναι στειρωμένο κατοικίδιο. Αλλά ούτε οι δημοσιογράφοι ούτε οι κριτικοί θέλουν να το συνειδητοποιήσουν αυτό. Θέλω να πω ότι αν ήμασταν έστω λιγάκι ειλικρινείς με τον εαυτό μας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για όλους. Προς το καλύτερο.

Δείτε τι γίνεται κάθε τέλος του έτους: Στην ουσία σχεδόν κανένα βιβλίο της σύγχρονης νεοελληνικής πεζογραφίας δεν ξεχώρισε, υπό την έννοια ότι δεν έμεινε σχεδόν κανένα να μην ξεχωρίσει, να μην πλαισιωθεί από ευμενείς κριτικές, ενίοτε και εγκώμια, ή μόνο από εγκώμια, να μην απολαύσει τα πέντε λεπτά της δημοσιότητας που του αναλογούν, να μην προταθεί για βράβευση (σε κάτι λίστες που είναι σαν τον κατάλογο του ΟΤΕ) ή να μην μπει στα εκατό της χρονιάς, στα εκατό του αιώνα, στα εκατό της φετινής σεζόν κ.ο.κ.

Τι στ’ αλήθεια συμβαίνει, ζούμε άραγε μια δίχως προηγούμενο άνθιση της πεζογραφίας μας; Σίγουρα όχι, κι αυτό έχει να κάνει με το πώς έχουμε μάθει να πορευόμαστε: αρμενίζοντας στραβά. Στήνοντας καριέρες άνευ έργου, εξαργυρώνοντας φιλικά γραμμάτια, χτίζοντας γέφυρες και κάνοντας δημόσιες σχέσεις, υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου – αλλά γιατί όλα αυτά; Σημασία εν τέλει έχουν οι συγγραφείς ή τα βιβλία; Το προφανές είναι και το σωστό, το δεύτερο.

Και ιδού γιατί το πιστεύω: γιατί στο τέλος οι αναγνώστες στρέφονται στην ξενόγλωσση πεζογραφία, η οποία, αν μη τι άλλο, έχει να τους προσφέρει ένα μίνιμουμ ψυχαγωγίας.

Κι όχι έναν μοντερνισμό απλώς για τον μοντερνισμό – σαν να παίρνεις πόζα πάνω στα ξεροβούνια. Ούτε μια ηθογραφία για την ηθογραφία. Ούτε άλλη μια δόση εθνικού διχασμού και εμφυλίου, πακτωμένη σε 500 βαρετές σελίδες. Ούτε άλλη μια δόση Μικράς Ασίας. (Συν τοις άλλοις, δηλαδή, δίνουμε την αίσθηση ότι γράφουμε μπας κι επιτέλους τα βρούμε με την ιστορία μας. Αλλά ως πότε θα συμβαίνει αυτό;)

Η σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή μοιάζει σαν κτίριο που μόνο η πρόσοψη του έμεινε. Φρεσκοβαμμένη μεν, αλλά πιο πέρα δεν έχει, ή έχει λίγο, ελάχιστο, μέσα σε μια αφθονία δίχως προηγούμενο, ώστε να μπορεί το κάθε βιβλίο να απολαύσει τον σύντομο εκτυφλωτικό του βίο. Είναι προφανές ότι αυτό δεν εξυπηρετεί παρά μονάχα τους εκδότες, αλλά φαίνεται ότι οι συγγραφείς και οι αναγνώστες έχουν συμβιβαστεί με αυτό. Εξάλλου, όλα είναι υποκειμενικά, θα μπορούσε να πει κανείς, και ναι, η ομορφιά, πράγματι, είναι υποκειμενικό ζήτημα.

Η ισορροπία όμως μιας πρότασης είναι; Το ζύγισμα των λέξεων είναι κι αυτό κάτι το υποκειμενικό; Οι παρηχήσεις, ο ρυθμός, για να πω μόνο αυτά, είναι κι αυτά υποκειμενικά; (Ή δεν τα χρειάζεται αυτά η λογοτεχνία;) Κι όμως έχουμε πειστεί ότι είναι, γιατί το αντίθετο, το να κοιταχθούμε στον καθρέφτη είναι και το πιο δύσκολο.

Εκείνος, στην άλλη πλευρά, το φαινομενικά άβουλο είδωλό μας, ξέρει τα πάντα για εμάς, ενώ εμείς δεν ξέρουμε τίποτα ή σχεδόν τίποτα για εκείνον. Μόνο την εικόνα του αγαπάμε – δεν καθόμαστε να τον ακούσουμε.

Αν τον αφουγκραζόμασταν ίσως να καταλαβαίναμε το μάταιο του πράγματος: ποιος άραγε μας διαβάζει;

Μια χούφτα άνθρωποι. Γιατί; Γιατί δεν μας εμπιστεύονται. Γιατί δεν μας εμπιστεύονται; Γιατί δεν λέμε την αλήθεια. Και ποια είναι η αλήθεια; Οτι η λογοτεχνική κριτική είναι μια τέχνη που έχει σχεδόν εκλείψει στον τόπο μας. Και το κενό της, δυστυχώς, το κάλυψε η δοσοληψία.

Ο κ. Δημήτρης Καρακίτσος είναι συγγραφέας.