Των Ιωάννας Καφρίτσα, Βασιλικής Σταυλιώτη, Γεωργίας Πέτσα

Η Λιβαδειά αποτελούσε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κέντρο εμπορίου με μεγάλη ανάπτυξη. Η καλλιέργεια του βαμβακιού σχεδόν μονοπωλούσε την εμπορική δραστηριότητα και μάλιστα η περιοχή καλλιεργούσε το βαμβάκι ως μοναδικό προϊόν σε όλη την Ελλάδα.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και την ανεξαρτησία της χώρας, και παρά τις καταστροφές που υπέστη η πόλη, η Λιβαδειά κατάφερε να αποκαταστήσει τα κέντρα παραγωγής και οι καλλιέργειες εντατικοποιήθηκαν. Είναι ενδεικτικό ότι το 1862 η πόλη παράγει τους 1.400 από τους 1.500 τόνους της εγχώριας παραγωγής εκκοκκισμένου βαμβακιού. Σε αυτή την ανάπτυξη συνέβαλαν τολμηροί επιχειρηματίες που δημιούργησαν εκκοκκιστήρια, νηματουργεία, πιεστήρια και κλωστήρια. Η παραγωγή προοριζόταν για την εγχώρια αγορά αλλά και για το εξωτερικό. Επίσης η αποξήρανση της Κωπαΐδας πρόσθεσε νέες γαίες για την καλλιέργεια του βαμβακιού και έτσι η παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Ταυτόχρονα οι βαμβακέμποροι της Λιβαδειάς που διαχειρίζονταν τον μεγαλύτερο όγκο του βάμβακος αποτελούσαν τους ευεργέτες του τόπου και με τα εργοστάσια που δημιούργησαν συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Ετσι η Λιβαδειά ήταν το πρώτο βιομηχανικό κέντρο βαμβακουργίας στην Ελλάδα.

Η διαδικασία επεξεργασίας του βαμβακιού στηρίχθηκε στα νερά του ποταμού της Ερκυνας, που αποκαλούνταν «λευκός άνθρακας» και η δύναμη των χειμάρρων του ήταν η κινητήρια δύναμη των εκκοκκιστηρίων. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία υδροκίνητων εκκοκκιστηρίων και νερόμυλων οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του ποταμού της Ερκυνας. Το 1838 ο γάλλος περιηγητής Segur Dupeyron, που επισκέφθηκε την πόλη, πρωτoαποκάλεσε τη Λιβαδειά «Μάντσεστερ της Ανατολής». Για πάνω από 90 χρόνια, μέχρι το 1953, η Λιβαδειά αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας. Σύμφωνα με τις πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας το 1864 ιδρύεται στην πόλη υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας με διευθυντή τον Χρ. Γερογιάννη. Η λειτουργία της τράπεζας διευκόλυνε την εξαγωγή του βαμβακιού στο εξωτερικό. Ηδη πάντως από τον 19ο αιώνα μεγάλες οικογένειες της Λιβαδειάς συνέδεσαν το όνομά τους με το βαμβάκι. Το 1868 ο Γεώργιος Ι. Λάππας με δική του πρωτοβουλία δημιουργεί εκκοκκιστήρια και νηματουργεία. Μετά τον θάνατό του αναλαμβάνει ο διάδοχός του Ιωάννης Λάππας. Υστερα από χρόνια η επιχείρηση μετονομάζεται σε Νηματουργείο-Βαφείο-Εκκοκκιστήριο-Υδροτριβείο των Θεόδωρου και Γεωργίου Καβρή, καθώς την ίδια περίοδο λειτουργούσαν κι άλλα εκκοκκιστήρια-νηματουργεία των αδερφών Γεωργίου, Ευθυμίου και Σπυρίδωνος Στράγκα. Σταδιακά όμως όλη αυτή η δραστηριότητα του παρελθόντος χάθηκε, καθώς πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν και σβήστηκε έτσι μια σειρά αναμνήσεων και μια ιστορία πολλών χρόνων.