Είκοσι οκτώ μέρες. Αυτό είναι το διάστημα που μεσολάβησε από την έναρξη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974 έως και τη 16η Αυγούστου – όταν δηλαδή τα στρατεύματα του Αττίλα έθεσαν υπό κατοχή το 37% του νησιού.

Παραδόξως η τελική έκβαση του πολέμου κρίθηκε ουσιαστικά μόλις λίγες ώρες μετά την έναρξή του: το βράδυ της 21ης Ιουλίου, όταν αποδείχθηκε ότι οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς αδυνατούσαν να διασπάσουν τον θύλακα μεταξύ Λευκωσίας και Αγύρτας και να φθάσουν στο προγεφύρωμα που είχαν στήσει οι Τούρκοι στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας.

Το επόμενο απόγευμα κηρύχθηκε εκεχειρία, η οποία όμως παραβιάστηκε κατά κόρον από τις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις επί του πεδίου συνεχίστηκαν, ενώ παραλλήλως οι δυνάμεις ενισχύονταν διά του προγεφυρώματος με χιλιάδες άνδρες, άρματα και τεθωρακισμένα οχήματα. Οι Ελληνοκύπριοι στροβιλίζονταν ακόμα στη δίνη του διχασμού. Ηλεκτρισμένοι από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και τη μακρόχρονη αντιπαράθεση Αθήνας – Λευκωσίας.

Η δε Ελλάδα, επικεντρωμένη στη θωράκιση της Μεταπολίτευσης και υπό την απειλή της επέκτασης του πολέμου στο Αιγαίο, διαπίστωνε με τρόπο τραγικό ότι δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει στην άμυνα της Κύπρου.

Οι μέρες του Αυγούστου κυλούσαν βασανιστικά. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες που βρέθηκαν τότε στην πρώτη γραμμή περιγράφουν, σαν άλλη αντίστροφη μέτρηση, στιγμές που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη συλλογική μνήμη της Κύπρου. Στα αρχεία της ελληνικής ΚΥΠ μεταξύ 1ης και 15ης Αυγούστου 1974 αποτυπώνονται οι δυσχέρειες και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις σε Αθήνα και Λευκωσία, αλλά και οι τακτικισμοί της Αγκυρας.

Η αναφορά της ΚΥΠ την 1η Αυγούστου με την πληροφορία της σύλληψης έξι Μακαριακών, «μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός του Λυσσαρίδη»

Βαριά τετελεσμένα

Παρά τις προειδοποιήσεις του ελλαδικού κλιμακίου της ΚΥΠ αλλά και τα μηνύματα που έφθαναν από ελλαδίτες αξιωματικούς στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), η Αθήνα, άρα και άμυνα της Κύπρου, πιάστηκαν κοιμώμενες. Ακόμα και λίγο πριν ξημερώσει η 20ή Ιουλίου, και καθώς ο τουρκικός στόλος πλησίαζε τις κυπριακές ακτές, η χούντα του Ιωαννίδη καθησύχαζε: οι Τούρκοι κάνουν άσκηση.

Πέραν του πανικού που επικράτησε τις πρώτες ώρες της εισβολής, αλλά και της ανεξήγητης αναποφασιστικότητας των Αθηνών, το μείζον ήταν ότι οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις ακροβατούσαν στο φάσμα της πλήρους διάλυσης: Καταρρακωμένο ηθικό εξαιτίας της εμφύλιας σύρραξης, νεκροί και τραυματίες αξιωματικοί, μονάδες μακριά από τα στρατόπεδα και τις θέσεις διασποράς τους, αποσαρθρωμένη ιεραρχία, με τον διοικητή της Εθνικής Φρουράς στρατηγό Ντενίση να είναι παγιδευμένος στην Αθήνα καθώς το καθεστώς φοβόταν ότι θα έφερνε αντιρρήσεις στην επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου. Αυτά ήταν τα θλιβερά απότοκα του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.

Τα σχέδια άμυνας της Κύπρου ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν.

Σε παράλληλο επίπεδο, η πολυπόθητη βοήθεια από την Ελλάδα δεν έφτασε ποτέ – εξαιρουμένης της αιματοβαμμένης αποστολής της Α’ Μοίρας Καταδρομών από το Μάλεμε της Κρήτης. Χτυπημένη από φίλια πυρά, μέτρησε 32 νεκρούς πριν ακόμα τα δυσκίνητα Νοράτλας τροχοδρομήσουν, τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου, στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κύριος αντικειμενικός στόχος της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ ήταν να πλήξουν αρχικά τον βαριά εξοπλισμένο τουρκοκυπριακό θύλακα στο Κιόνελι. Αποδείχθηκε αδύνατο.

Οι ελλαδίτες αξιωματικοί και οι ελληνοκύπριοι οπλίτες της 31, 32 και 33 Μοίρας Καταδρομών μάχονταν παραλλήλως για τον έλεγχο των πολύτιμων υψωμάτων του Πενταδάκτυλου. Αν περνούσαν από εκεί, ίσως να έφταναν και στο προγεφύρωμα, το οποίο έπρεπε πάση θυσία να διαλυθεί. Ο αγώνας τους αποδείχθηκε μάταιος. Από τη στιγμή που οι Τούρκοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τμήμα της βόρειας ακτής της Κύπρου, η επέκτασή τους προς όλες τις κατευθύνσεις ήταν απλώς θέμα χρόνου.

Εγγραφο της ΚΥΠ από τις 3 Αυγούστου 1974, όπου περιέχεται η αποστροφή Κληρίδη ότι η μετάβασή του στη Γενεύη είναι «λίαν προβληματική» λόγω της υφισταμένης έριδος των Ελληνκυπρίων

«Πήγα μόνος μου να “καταταγώ”»

Στις 22 Ιουλίου ο Βάσος Χρίστου θα παρουσιαζόταν ως νεοσύλλεκτος στην Εθνική Φρουρά. Μόλις είχε συμπληρώσει τα 18 κι έμενε ακόμα στο πατρικό του, στο Μπέλλα Πάις, περίπου 6 χιλιόμετρα μακριά από την Κερύνεια. Κατά τις πρώτες ώρες της εισβολής, ενώ επικρατούσε το απόλυτο χάος, πήγε μόνος του στο στρατόπεδο της 33 Μοίρας Καταδρομών για να «καταταγεί». Οταν ο αξιωματικός τον ρώτησε τι θέλει, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Να βοηθήσω σε ό,τι μπορώ» λέει στο «Βήμα».

Δεν θα ξεχάσω τη ζέστη, είχε πάνω από 40 βαθμούς, δεν μας άφηναν να πιούμε νερό παρά μόνο μέσα από ένα βαρέλι το οποίο έκαιγε από τον ήλιο

Βάσος Χρίστου

«Τελικά μου έδωσαν μια άσπρη ρόμπα και συνέδραμα στην περίθαλψη των τραυματιών που έφταναν σιγά-σιγά από τα γύρω πεδία μάχης. Σταδιακά στο χωριό οργανώθηκε νοσοκομείο, ήρθαν γιατροί και νοσοκόμοι από την Κερύνεια. Σε τρεις μέρες συνολικά από το Μπέλλα Πάις πρέπει να πέρασαν πάνω από 6.000 άνθρωποι, πολλοί είχαν χτυπηθεί από τους Τούρκους» αφηγείται ο κ. Χρίστου. «Ντρέπομαι να χρησιμοποιήσω το ρήμα “πολέμησα”, αλλά επί τρεις μέρες προσέφερα ό,τι μπορούσα» προσθέτει.

Τα νέα που έφταναν στο Μπέλλα Πάις το πρωί της 23ης Ιουλίου δεν ήταν ενθαρρυντικά. Παρά την υποτιθέμενη εκεχειρία, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν περικυκλώσει το χωριό. «Οι άνδρες των Ηνωμένων Εθνών μας είπαν ότι οι Τούρκοι θα εισβάλουν και απαιτούν να μην υπάρξει η παραμικρή αντίσταση» αφηγείται ο Βάσος Χρίστου, ο οποίος μαζί με περίπου 20 ακόμη συγχωριανούς του επιχείρησε να εγκαταλείψει την περιοχή. Καθώς δεν φορούσε κατάλληλα παπούτσια, επέστρεψε στο σπίτι του. Η μητέρα του τον παρακάλεσε να μείνει εκεί.

«Ολοι όσοι έφυγαν τότε είναι σήμερα αγνοούμενοι ή νεκροί» μας λέει. Οι κάτοικοι του Μπέλλα Πάις κλείστηκαν στα σπίτια τους υπό την προστασία, θεωρητικά, του ΟΗΕ. Στις 2 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις μπήκαν στο χωριό και άρχισαν να μαζεύουν τους Ελληνοκύπριους. Ο κ. Χρίστου άκουσε τον επικεφαλής των αποχωρούντων κυανόκρανων να εύχεται σε αυτόν και τους συντοπίτες του «καλή τύχη».

«Εκεί που θα πάτε δεν θα θέλετε νερό»

«Μας συνέλαβαν, ήμασταν πάνω από 80 άτομα, μας ξυλοκόπησαν και αφού μας φόρτωσαν με δεμένα χέρια και μάτια σε ένα φορτηγό, μας πέταξαν σε μια μάντρα κάτω από τον Αστυνομικό Σταθμό Αγύρτας. Δεν θα ξεχάσω τη ζέστη, είχε πάνω από 40 βαθμούς, δεν μας άφηναν να πιούμε νερό παρά μόνο μέσα από ένα βαρέλι το οποίο έκαιγε από τον ήλιο» εξιστορεί ο Βάσος Χρίστου. Εμειναν στην Αγύρτα έξι μέρες, χωρίς σχεδόν καθόλου φαγητό. Ενας τούρκος αξιωματικός τούς απείλησε στυγνά: «Εκεί που θα πάτε δεν θα θέλετε ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε τίποτα». Τότε, ο κ. Χρίστου πίστεψε ότι είχε έρθει το τέλος.

Η περιπέτεια της ζωής του, όμως, θα συνεχιζόταν. Στο τέλος Αυγούστου μεταφέρθηκε στα Αδανα της Τουρκίας, όπου και κρατήθηκε για περίπου 15 ημέρες. Απολύθηκε, τραυματισμένος σωματικά και ψυχικά, στις 25 Σεπτεμβρίου μετά τις συμφωνίες της Βιέννης περί ανταλλαγής αιχμαλώτων και επέστρεψε στη Λευκωσία. Η μητέρα του παρέμεινε εγκλωβισμένη επί δύο χρόνια στο Μπέλλα Πάις. Εφυγε κατόπιν εντατικής πίεσης των Τούρκων, οι οποίοι εξ αρχής στόχευαν να εκκαθαρίσουν τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό από τα κατεχόμενα εδάφη.

Σε παράλληλη πραγματικότητα

Παρότι οι Τούρκοι είχαν πια πατήσει πόδι στο νησί, οι Ελληνοκύπριοι αδυνατούσαν να ξεφύγουν από τα δίχτυα του εμφύλιου σπαραγμού. Σε έγγραφο της ΚΥΠ με ημερομηνία 1 Αυγούστου 1974 καταγράφονται συλλήψεις «μακαριακών, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός του Λυσσαρίδη», ενώ δύο μέρες μετά διαπιστώθηκε αδυναμία του εκτελούντος χρέη προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη να μεταβεί στον σχεδιαζόμενο δεύτερο γύρο των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη εξαιτίας «διασπάσεως του εσωτερικού μετώπου των Ελληνοκυπρίων εκ της υφιστάμενης έριδας επί του πολιτικού και του εκκλησιαστικού ζητήματος».

Στις 6 Αυγούστου η ΚΥΠ ενημέρωνε την Αθήνα ότι ο Σωκράτης Ηλιάδης, στενός συνεργάτης του Γρίβα, συνεπικουρούμενος από στελέχη της ΕΟΚΑ Β’ «εποφθαλμιά τη θέση του υπουργού Εσωτερικών – Αμύνης», ενώ κατά τραγική ειρωνεία στο ίδιο έγγραφο σημειώνεται η ύπαρξη «ισχυρής μερίδας ενωτικών» που επιθυμεί την «άμεση Ενωσιν μετά της Ελλάδος και ήρχισε να εργάζεται προς την κατεύθυνση ταύτη». Στις 10 Αυγούστου η «Μεσημβρινή» της Κύπρου ξεκαθάριζε ότι η ΕΟΚΑ Β’ δεν θα επιτρέψει την επιστροφή του Μακαρίου στο νησί. Η ματαιότητα μιας παράλληλης πραγματικότητας απλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο.

Στα έγγραφα αποτυπώνονται, ακόμα, το «ανθελληνικό μένος» που επικρατούσε στην Τουρκία, αλλά και οι κατηγορίες της αντιπολίτευσης κατά του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ με αντικείμενο την υπογραφή της εκεχειρίας. Στο δελτίο της 4ης Αυγούστου καταγράφονταν ρητά οι στόχοι της Αγκυρας: Κατάληψη όσο το δυνατόν περισσότερου εδάφους και δημιουργία αυτόνομου ομοσπονδιακού κράτους. Στις 6 Αυγούστου οι κωμοπόλεις στον Βορρά Καραβάς και Λάπηθος ετέθησαν υπό τουρκικό έλεγχο.

Παραλλήλως, ξεκινούσαν ξανά οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης, ενώ στην Αθήνα ο Καραμανλής αναζητούσε, εξίσου μάταια, τρόπους ενίσχυσης της άμυνας της Κύπρου. Η διαταγή του για αποστολή Μεραρχίας στο νησί έπεσε στο κενό, καθώς κρίθηκε ουσιαστικά ανεφάρμοστη από το Ανώτατο Επιτελείο. Οσο περνούσαν οι μέρες και καθώς διέθεταν το απόλυτο πλεονέκτημα επί του πεδίου, οι Τούρκοι εμφανίζονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλο και πιο αδιάλλακτοι, ενισχύοντας παραλλήλως τις δυνάμεις τους στα ήδη κατεχόμενα εδάφη. Ηδη από τις 11 Αυγούστου ήταν ολοφάνερο ότι επίκειται νέα τουρκική επιχείρηση. Το σύνθημα «εφαρμόσατε Νίκη» δόθηκε τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου.

Στις 6 Αυγούστου η ΚΥΠ ενημέρωνε την Αθήνα ότι «ισχυρά μερίς ενωτικών επιθυμεί την άμεσον Ενωσιν μετά της Ελλάδος και ήρχισε να εργάζεται προ την κατεύθυνση ταύτη»

Ο εφιάλτης στην Ασσια

Το καλοκαίρι του 1974 ο Γιάννος Δημητρίου ήταν 11 ετών. Ζούσε με την οικογένειά του στην Ασσια, το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της Μεσαορίας στην επαρχία της Αμμοχώστου. Εκείνο το πρωινό κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όσα θα ακολουθούσαν.

«”Η Ασσια δεν είναι μέσα στα σχέδια” ήταν η φράση που ακούσαμε τότε πολλές φορές. Υπήρχε εφησυχασμός. Το ίδιο πίστευαν και πολλοί κάτοικοι γειτονικών κοινοτήτων. Γνωρίζω ελάχιστους Ασσιώτες που έφυγαν πριν μπουν οι Τούρκοι στο χωριό» λέει στο «Βήμα». Θυμάται έως σήμερα τον πανικό που επικράτησε: «Αντίκρισα στα 100 περίπου μέτρα ένα “τέρας”, το πρώτο τουρκικό άρμα μάχης που μπήκε από τα δυτικά και πυροβολούσε αδιακρίτως».

Μέσα σε λίγες ώρες εκατοντάδες Ασσιώτες προσπάθησαν να φύγουν με κάθε τρόπο από το χωριό. Ο κ. Δημητρίου κρύφτηκε επί τρεις ημέρες, μαζί με τη μητέρα του, τη μόλις λίγων μηνών ξαδέρφη του και άλλους 25 συγχωριανούς του σε ένα υπόγειο.

Αντίκρυσα στα 100 περίπου μέτρα ένα «τέρας» το πρώτο τουρκικό άρμα μάχης που μπήκε από τα δυτικά και πυροβολούσε αδιακρίτως

Γιάννος Δημητρίου

Στην Ασσια οι Τούρκοι δεν ακολούθησαν τη λογική του Μπέλλα Πάις. Μετά τις ομαδικές συλλήψεις, στις 20 Αυγούστου, ακολούθησαν μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Σήμερα, η Ασσια κατέχει το θλιβερό ρεκόρ σε αναλογία κατοίκων/νεκρών και αγνοουμένων. 118 άνθρωποι εξαφανίστηκαν, με τους Τούρκους να ανοίγουν ομαδικούς τάφους και αργότερα να μεταφέρουν τα οστά σε άλλες περιοχές ώστε να καλύψουν το έγκλημα πολέμου. Διανύοντας την έβδομη ηλικία της ζωής του, ο Γιάννος Δημητρίου έχει αφιερωθεί στην εύρεση των συγχωριανών του.

«Αν χρειαστεί θα περάσουν από πάνω μας»

Τη νύχτα της 13ης Αυγούστου, ο λοχίας της ΕΛΔΥΚ Διονύσης Πλέσσας, επικεφαλής κλιμακίου που κινούνταν μεταξύ Λευκωσίας και αεροδρομίου, είδε περισσότερα από 30 τουρκικά άρματα να πλησιάζουν στον Γερόλακκο όπου βρισκόταν το στρατόπεδο της ελληνικής δύναμης.

«Οταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί το πρωί της 14ης Αυγούστου, οι Τούρκοι πίστεψαν ότι μέσα σε λίγες ώρες θα έχουν μπει στο στρατόπεδο. Τελικά, σε έναν άνισο πόλεμο, κρατήσαμε 66 ώρες»

Διονύσης Πλέσσας

Μετά την πρώτη εισβολή, δεκάδες Τούρκοι είχαν πέσει νεκροί στα συρματοπλέγματα της ΕΛΔΥΚ, καθώς παρά την εκεχειρία επιχειρούσαν λυσσωδώς να καταλάβουν τον χώρο. «Ηταν θέμα τιμής να πάρουν ΕΛΔΥΚ» μας λέει ο κ. Πλέσσας. Στο μεσοδιάστημα του Αυγούστου, ο ίδιος, μαζί με τους περίπου 300 συμμαχητές του είχαν καταλάβει επακριβώς τι μέλλει γενέσθαι.

«Οταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί το πρωί της 14ης Αυγούστου, οι Τούρκοι πίστεψαν ότι μέσα σε λίγες ώρες θα έχουν μπει στο στρατόπεδο. Τελικά, σε έναν άνισο πόλεμο, κρατήσαμε 66 ώρες» αφηγείται συγκινημένος. Δεν θα ξεχάσει ποτέ τον διάλογο με τον λοχαγό Σωτήριο Σταυριανάκο.

«Του είπα ότι αν πάθει κάτι, εγώ ως αρχαιότερος θα αναλάβω τον λόχο και ότι θα διατάξω τους στρατιώτες να φύγουν, καθώς οι περισσότεροι είναι μικρά παιδιά. “Αυτό δεν θα το κάνεις ποτέ” μου απάντησε. “Δεν θα φύγουμε ποτέ από τις θέσεις μας. Αν χρειαστεί θα περάσουν οι Τούρκοι από πάνω μας”». Οπως και τελικά συνέβη. Σε μια από τις πιο ηρωικές μάχες που έδωσε ποτέ ο ελληνικός στρατός, η ΕΛΔΥΚ άφησε πίσω της 75 νεκρούς. Συνολικά 105 ΕΛΔΥΚάριοι σκοτώθηκαν στην Κύπρο. 27 παραμένουν έως σήμερα αγνοούμενοι.

Ο Βάσος Χρίστου, ο Γιάννος Δημητρίου και ο Διονύσης Πλέσσας έζησαν, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλον, στο κοινό σύμπαν εκείνων των εφιαλτικών ημερών. Οταν γράφτηκε μια μαύρη σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας. Φέρουν έως σήμερα ανεξίτηλα τα τραύματα του 1974, διακρίνονται όμως αφενός από την πηγαία θέληση να μεταλαμπαδεύσουν την εμπειρία τους στις νεότερες γενιές, αφετέρου από την ελπίδα ότι κάποια μέρα η Κύπρος θα απελευθερωθεί. Οσο ρομαντικό και αν ακούγεται, κανείς δεν μπορεί να τους στερήσει το όνειρο.