Κοινός τόπος είναι πως το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας, υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, ενώ συγκαταλέγεται στα κορυφαία εθνικά/υπαρξιακά ζήτημα της χώρας. Από τις κατά καιρούς μελέτες εγχώριων τραπεζών όπως των Eurobank και Alpha Bank, διεθνών οίκων όπως της PwC, καθηγητών Δημογραφίας όπως του Βύρωνα Κοτζαμάνη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, της Κομισιόν και των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και μελετών του ΙΟΒΕ και άλλων δεξαμενών σκέψης, κοινή είναι η εκτίμηση βάσει των δημογραφικών προβολών πως την επόμενη 10ετία θα είμαστε ο πιο γερασμένος λαός της Ευρώπης, ενώ ο πληθυσμός της χώρας θα υποχωρήσει κάτω των 9 εκατομμυρίων ως το 2050 και λίγο πάνω από τα 8 εκατομμύρια (8,1 συγκεκριμένα) ως το τέλος του αιώνα.

Αρνητικό ισοζύγιο

Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία 10ετία ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 450.000 περίπου άτομα, απόρροια κατά 60% στο αρνητικό φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι) και κατά 40% στο επίσης αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς οι έξοδοι από τη χώρα, κυρίως αυτές των περίπου 450 χιλιάδων νέων και μορφωμένων Ελλήνων που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, απόρροια και της 10ετούς κρίσης χρέους, υπερκάλυψαν τις εισόδους αλλοδαπών.

Οι προβολές αποτυπώνουν μια αρνητική εικόνα και για τα φυσικά ισοζύγια της επόμενης εικοσαετίας, καθώς σε εθνικό επίπεδο θα παραμείνουν αρνητικά, αφού οι θάνατοι την περίοδο 2021-2040 εκτιμάται πως θα είναι κατά περίπου 950.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις για δύο λόγους:

α) οι θάνατοι, έπειτα από μια πρώτη μείωσή τους τα επόμενα της πανδημίας έτη, θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της δημογραφικής γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του πλήθους και του ποσοστού των 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό) και

β) οι γεννήσεις δεν αναμένεται να ανακάμψουν, ακόμη και αν οι νεότερες γενιές σταματήσουν να κάνουν λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: η μείωση των σε αναπαραγωγική ηλικία γυναικών, που έχει αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 στη χώρα μας, θα συνεχιστεί (οι 20-49 ετών ήταν 2,35 εκατομμύρια το 2010, μειώθηκαν στα 1,95 το 2021 και δεν θα υπερβούν κατά τις εκτιμήσεις τα 1,7 εκατομμύρια το 2041).

Λιγότερες γεννήσεις

Το αρνητικό φυσικό ισοζύγιο μεταξύ θανάτων και γεννήσεων εκτιμάται πως θα παραμένει αρνητικό τουλάχιστον μέχρι το 2045. Η πανδημία μάλιστα, που ήρθε αμέσως μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, επιδείνωσε το προϋπάρχον αρνητικό περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού, με αποτέλεσμα να εκτιμάται πως μόνο την τρέχουσα δεκαετία σε ένα αισιόδοξο σενάριο αναμένονται κατά περίπου 13% λιγότερες γεννήσεις σε σχέση με αυτές της δεκαετίας 2010 – 2019. Ταυτόχρονα, ενώ το 1980 η μέση ηλικία κατά την οποία μια γυναίκα έκανε το πρώτο της παιδί ήταν τα 24 χρόνια, σήμερα είναι 31, την ώρα που για να κρατηθεί σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας ο μέσος αριθμός γεννήσεων πρέπει να είναι περίπου στο 2,1%, ενώ σήμερα στην Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το 1,4%.

Η δυναμική της μείωσης του πληθυσμού – που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φθάνοντας στο 2011 όπου για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30.000 – δεν θα αναστραφεί γρήγορα. Πλέον, εδώ και τέσσερις δεκαετίες ο αριθμός των φοιτητών και των μαθητών μειώνεται, όπως και ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός, και αυξάνεται παράλληλα ο ηλικιακός μέσος όρος του, ενώ σήμερα οι μισοί Ελληνες είναι άνω των 50 ετών, και σε λιγότερο από 10 χρόνια η χώρα μας θα είναι η γηραιότερη στην Ευρώπη.

Ο πληθυσμός γηράσκει

Καθώς οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους και ταυτόχρονα ο πληθυσμός γηράσκει, οι άνω των 65 ετών θα αυξηθούν από 22% ως 23% σήμερα στο 32% τα επόμενα 30 χρόνια και οι άνω των 85 ετών που από 0,7% τη 10ετία του ’50 που ανήλθαν στο 3,8% σήμερα, θα είναι πολύ περισσότεροι, καθώς παρατηρείται «γήρανση μέσα στη γήρανση», την ώρα που και το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται ταχύτερα, εκτοξεύοντας και το ποσοστό των υπερηλίκων.

Πρακτικά σημαίνει ότι θα μειωθεί ο πληθυσμός της εργάσιμης ηλικίας και θα έχουμε μεγαλύτερο κόστος για τη συντήρηση και την καλή επιβίωση των ηλικιωμένων, που σημαίνει επενδύσεις στον τομέα της Υγείας και της Πρόνοιας, ενώ για την ελληνική οικονομία η γήρανση του πληθυσμού ισοδυναμεί και με περαιτέρω δημοσιονομική επιβάρυνση, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου τμήματος του πληθυσμού που λαμβάνει συντάξεις.

Να βρεθούν λύσεις

Επειδή η ιδέα που πρότεινε πρόσφατα ο βοηθός καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, Γιουσούκε Ναρίτα, πως μια καλή λύση στην αυξανόμενη γήρανση του ιαπωνικού πληθυσμού θα ήταν όλοι οι ηλικιωμένοι να κάνουν «σεπούκου» (η τελετουργική αυτοκτονία των ατιμασμένων σαμουράι, που στη χώρα μας είναι ευρύτερα γνωστή ως «χαρακίρι»), δεν συνάδει με ελληνικά δρώμενα, ίσως είναι καλό να αναζητηθεί ένα πραγματικά μακροπρόθεσμο εθνικό σχέδιο δράσης με ευρύτατη διακομματική συναίνεση για το δημογραφικό πρόβλημα που θα ταλανίζει για πολλές ακόμη 10ετίες τη χώρα μας, αν και μεσοπρόθεσμα σύμφωνα με τους ειδικούς δεν υπάρχουν και πολλές λύσεις, εκτός, όπως αναφέρουν, από τη μετανάστευση, που σημαίνει αρχικά να ανακοπεί η φυγή των νέων Ελλήνων, αλλά και την ενσωμάτωση στη χώρα, στην κοινωνία και στην οικονομία και ορισμένων παραγωγικών ανθρώπων που έρχονται από τρίτες χώρες.

10 δισ. άνθρωποι θα κατοικούν στον πλανήτη λίγο πριν από τα τέλη του αιώνα, σύμφωνα με το «ενδιάμεσο» σενάριο των δημογραφικών προβολών των Ηνωμένων Εθνών, από μόλις 1 δισεκατομμύριο το 1800 ενώ είχε ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια τον Νοέμβρη του 2022. Ωστόσο, θα συνεχίσει να αυξάνεται με όλο και πιο αργούς ρυθμούς, καθώς ο ρυθμός αύξησής του, που έφτασε το μέγιστο (πάνω από 2% ετησίως) πριν από εξήντα χρόνια, μειώθηκε στο μισό (0,9 %) το 2022 και θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι την πιθανή σταθεροποίησή του στα τέλη του αιώνα μας.

400.000 λίγότεροι εργαζόμενοι μέχρι το 2030

Η συρρίκνωση του αριθμού των ατόμων εργάσιμης ηλικίας (15 έως 64 ετών) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διαστάσεις των δημογραφικών αλλαγών στην Ελλάδα σήμερα, εκτίμησε ο Χρήστος Μπάγκαβος, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Οι πιο πρόσφατες προβολές δείχνουν ότι από σήμερα μέχρι το 2030 οι 25-54 ετών θα μειωθούν κατά περίπου 400 χιλιάδες. Η μείωση αυτή, με δεδομένο ότι τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας της ηλικιακής αυτής ομάδας είναι σχετικά υψηλά (γύρω στο 85%), εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στη μείωση του συνολικού εργατικού δυναμικού κατά 350 χιλιάδες περίπου.

Με βάση το δεδομένο αυτό, η περαιτέρω μείωση του συνολικού εργατικού δυναμικού δύσκολα θα αποτραπεί από τις μεταβολές στις άλλες δύο ηλικιακές ομάδες, δηλ. στους 15-24 ετών και 55-64 ετών, αφού στην πρώτη ο αριθμός των ατόμων θα μειωθεί κατά περίπου 50 χιλιάδες έως το 2030, και στη δεύτερη η αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στην αγορά εργασίας κατά 100 χιλιάδες περίπου δεν θα αντισταθμίσει τη μείωση του εργατικού δυναμικού στις ηλικίες 25 έως 54 ετών.
Η εξέλιξη του μεγέθους του εργατικού δυναμικού θα μπορούσε πάντως να επηρεαστεί από έναν υψηλότερο αριθμό μεταναστών και από μία περαιτέρω αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.