Ο Νικόλας Παπαγιάννης έχει έναν τρόπο να ξεχωρίζει από τότε που ξεκίνησε, προ 25ετίας. Απλώς με την τηλεόραση τα πράγματα φάνηκαν στη μεγάλη διάσταση. Και αν οι ρόλοι του «κακού» τον χαρακτηρίζουν, η υποκριτική του βεντάλια δεν περιορίζεται. Φέτος είναι στο «Ακρωτήρι» του Σαρ Γουάιτ πλάι στη Μαρία Ναυπλιώτου, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Γιος του ηθοποιού Δημήτρη Παπαγιάννη, τέταρτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας (έξι αδέλφια), είναι παντρεμένος με τη Δανάη Σκιάδη και έχουν έναν γιο.
Πώς αντιμετωπίζετε το θέμα του έργου;
«Το κομμάτι της απώλειας, όσο μεγαλώνω, με δυσκολεύει – η αίσθηση του θανάτου, του μετά. Ο χρόνος δουλεύει παράξενα. Στην παράσταση συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα δεν είναι ειδικό αλλά γενικό. Πολλά σπίτια φέρουν αυτό το τεράστιο βάρος της απώλειας της μνήμης. Γιατί στην πραγματικότητα βλέπεις έναν άνθρωπο που χάνεται πριν χαθεί. Και είναι οδυνηρό. Το Αλτσχάιμερ είναι μια ασθένεια που ξεκινάει από νωρίς και απλά μια μέρα εκδηλώνεται και είναι μη αναστρέψιμο. Η ηρωίδα πράγματι ξέρει ότι αυτό της συμβαίνει. Υπάρχει το κομμάτι της συνειδητότητας. Και ο σύζυγός της όπως και οι θεατές ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα, χωρίς την εμπειρία ή την ψυχραιμία να το αντιμετωπίσουμε».
Μιλήστε μου για τον Ιαν.
«Για κάποιον λόγο πιστεύω πολύ στα ζευγάρια. Ενιωσα το νήμα αυτής της σχέσης ιδιαίτερα συνεπές. Ο Ιαν δεν την άφησε, συνεχίζει, γιατί υπάρχει παρελθόν. Οσο κι αν ο άλλος απέναντί σου αλλάζει, δεν το συνειδητοποιείς, δεν υπάρχει χρόνος. Και ο Ιαν είναι συνεπής σε αυτή τη σχέση ως σύζυγος και ως άνθρωπος. Πάντα νιώθω ότι ο συγγραφέας πίσω από το προφανές φτιάχνει κάτι άλλο. Και νομίζω ότι “Το ακρωτήρι” δεν είναι για το Αλτσχάιμερ αλλά για το ζευγάρι. Αγαπάω τα ζευγάρια – και ο συγγραφέας τα αγαπάει. Μένουν ως το τέλος, χέρι-χέρι – η δύναμη της αγάπης. Μου φαίνεται πιο ωραίο αυτό το σήμα παρά μια σπουδή πάνω στο Αλτσχάιμερ. Τα ωραία έργα ρίχνουν μια παγίδα και μετά σε οδηγούν κάπου».
Από πού πηγάζει η πίστη σας στο ζευγάρι;
«Νομίζω ότι έχει να κάνει με την παρατήρησή μου στην κοινωνία. Οι άνθρωποι που επιλέγουν να μοιράζονται τη ζωή τους έχουν μια άλλη μαλακότητα. Για να είσαι με κάποιον σημαίνει ότι έχεις μάθει να υποχωρείς, να συνυπάρχεις, να μοιράζεσαι, να διεκδικείς. Οι σχέσεις είναι από μόνες τους μια μάχη και οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν έχουν ήδη ένα παράσημο –πορεύονται με αυξημένη αίσθηση των γύρω τους».
Και στο θέατρο ισχύει το μοίρασμα.
«Ναι. Ο ηθοποιός είναι ένας μηχανισμός άμεσα εξαρτώμενος από τον άλλον. Γίνομαι καλύτερος όσο καλύτερος γίνεται ο παρτενέρ μου και τούμπαλιν. Ετσι και στα ζευγάρια, όταν εξελίσσονται ο ένας κάνει καλύτερο τον άλλον και όσο δίνεις χώρο τόσο τελικά χτίζεις και τον δικό σου. Οπότε έχεις φύγει από τον εγωισμό να περιφρουρήσεις, να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Το απέναντι έχει μεγάλη σημασία».
Κομβικό σημείο στην πορεία σας η παράσταση;
«Είναι η συνέχεια μιας πορείας, αλλά αυτή η πορεία έχει περάσματα. Για εμένα αυτή η παράσταση έχει κάτι άλλο σημαντικό. Οτι την κάνω με τη Μαρία και τον Οδυσσέα. Είναι ένα στάδιο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς το προηγούμενο. Εχω κάνει θέατρο αλλά η τηλεόραση είναι αυτή που δημιουργεί μεγαλύτερες εμπορικές προϋποθέσεις. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι τα πράγματα έχουν γίνει με έναν τρόπο ηθελημένο και ερήμην ταυτόχρονα. Δεν βρίσκομαι τυχαία τώρα σε αυτό το θέατρο, δεν έκανα τυχαία τηλεόραση αυτή την περίοδο της ζωής μου. Ούτε έκανα τυχαία το θέατρο που έκανα όλα αυτά τα χρόνια, ένα θέατρο που με γύμνασε, που με κάνει να νιώθω ασφαλής στη σκηνή, στα “ναι” και τα “όχι” μου. Πιστεύω στον χρόνο, τον εμπιστεύομαι. Πιθανότατα, αν δεν είχα κάνει τηλεόραση, να μην έκανα τώρα “Το ακρωτήρι”».
Δεν είναι λίγο άδικο αυτό;
«Δεν είναι θέμα δίκιου ή άδικου. Είναι μια πραγματικότητα. Καλώς ή κακώς η τηλεόραση βρίσκεται μέσα στα σπίτια των ανθρώπων. Δεν είχα ποτέ στεγανά για ηθοποιούς τηλεόρασης ή θεάτρου. Ετυχε τα τελευταία χρόνια να γίνει καλή τηλεόραση και για εμένα το τάιμινγκ ήταν προκλητικό. Οταν ήρθε ο “Σιωπηλός δρόμος” ένιωσα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή. Μετά το ένα έφερε το άλλο (“Η παραλία”). Δεν είναι άδικο. Είναι μια πραγματικότητα και η ζωή είναι γεμάτη από μικρές πραγματικότητες. Το θέατρο για τον έλληνα ηθοποιό είναι ο μόνος χώρος σπουδής, προσωπικής έρευνας, εξέλιξης. Οσοι έχουν δαπανήσει χρόνο στο θέατρο είναι καλά γυμνασμένοι. Ο καλά γυμνασμένος και έξυπνος καλλιτέχνης καλύπτει μεγάλες αποστάσεις, γρήγορα, με έναν τρόπο που έχει ενδιαφέρον».
Εχετε κάπως ταυτιστεί με τους ρόλους του «κακού»;
«Νομίζω ότι υπήρχε πολλή φαντασία στους ανθρώπους που με σκέφτηκαν για αυτούς τους ρόλους – ρόλοι που στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι εμπεριέχουν κάτι δραματικό. Με ιντριγκάρει να δω τι συμβαίνει πίσω από αυτό που φαίνεται. Βάζουμε εύκολα ταμπέλες, αλλά εγώ πιστεύω στις δεύτερες ευκαιρίες. Δεν με ενδιαφέρει ένας κακός ως το τέλος, γι’ αυτό και έχω πει πολλά “όχι”».
Επεται, τηλεοπτικά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος…
«Ενθουσιάστηκα με την πρόταση, αλλά όσο περνάει ο καιρός τρομάζω. Αυτές οι βιογραφικές σειρές έχουν πάντα έναν κίνδυνο, τη δοσολογία ανάμεσα στο κομμάτι του ντοκιμαντέρ και της τέχνης, της μυθοπλασίας. Οσον αφορά τον ρόλο, θα ήθελα ο Βενιζέλος να είναι ένα πρόσωπο απόρροια τέχνης, όχι μίμησης. Και μπορεί να είναι τρισδιάστατος μόνο αν εγώ ενσωματωθώ με το πρόσωπο και δεν το κυνηγάω. Πιστεύω ότι όταν κάνεις τον Βενιζέλο πρέπει να δίνεις το σήμα – κάτι που να σε αρπάζει χωρίς να σε εγκλωβίζει. Δύσκολο εγχείρημα».
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, με έξι αδέλφια…
«Είναι κάτι ιδιαίτερο. Είμαστε τρεις μεγάλοι και τρεις μικροί, οπότε στην πραγματικότητα ποτέ δεν ζήσαμε όλοι μαζί. Στην Ελλάδα η πολυτεκνία, άδικο κι αυτό, είναι συνυφασμένη με μια μιζέρια. Η αλήθεια είναι ότι ο τόπος είναι αποτρεπτικός για να έρχονται πολλά παιδιά. Επαναστατική πράξη να γίνεσαι γονιός».
Ο πατέρας σας Δημήτρης Παπαγιάννης είναι ηθοποιός. Επηρέασε τις επιλογές σας;
«Δεν είναι άμεσα συνδεδεμένο. Είμαι καλλιτέχνης από μόνος μου, αυτόνομος. Η άνεση όμως να εκφράζω τις καλλιτεχνικές μου επιθυμίες, έχω σπουδάσει και μουσική, έχει να κάνει με το σπίτι. Υπήρχε μια καλή ροή μέσα μου, δεν είχα αντίσταση. Μου ήταν δε ξεκάθαρο ότι θα γίνω μουσικός, αλλά όταν ανακάλυψα τις λέξεις κατάλαβα ότι με συγκινούν περισσότερο από τις νότες, πιο βαθιά. Απαξ και άνοιξα αυτή την πόρτα δεν ξαναγύρισα πίσω».
Παντρεμένος με τη Δανάη Σκιάδη, συνεχίζετε οικογενειακώς καλλιτεχνικά.
«Με τη Δανάη έχουμε έναν λειτουργικό συγχρονισμό, αλλά η βασική μας ιδιότητα είναι ζευγάρι. Τη θαύμαζα πριν να τη γνωρίσω. Θυμάμαι, έβλεπαν οι δικοί μου μια ταινία στην τηλεόραση όταν πρωτάκουσα τη φωνή της και γύρισα να κοιτάξω την οθόνη».
Και πατέρας…
«Ο,τι πιο σημαντικό, μια σχέση διαρκώς εν εξελίξει. Αλλάζω βλέποντας τον γιο μου να μεγαλώνει κάθε μέρα. Τώρα είναι σαν να έχει ηρεμήσει κάτι μέσα μου και να μη βρίσκεται στο μεθεπόμενο, αλλά να περιμένει με χαρά το επόμενο και να απολαμβάνει το τώρα».






