Ο Φωκάς Ευαγγελινός δεν κρύβει τη χαρά του για την «Αλεξάνδρεια»: Μια παράσταση για την πόλη που τον συγκινεί, τον Ελληνισμό που χάθηκε, τις μνήμες, τον Καβάφη. Και φτιάχνει έναν ολόκληρο κόσμο στη σκηνή, με ένα ξεχωριστό σκηνικό-έκπληξη του Μανόλη Παντελιδάκη, για να διηγηθεί την ιδέα του μέσα από το κείμενο της Ζέτης Φίτσιου, σε δική του σκηνοθεσία. Χορογράφος μεγάλων θεαμάτων, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, εμπνέεται παρατηρώντας τα πάντα γύρω του και, κυρίως, ξέρει να τα μοιράζεται.
Εχετε σχέση με την Αλεξάνδρεια;
«Οχι. Η ιδέα ήρθε διαβάζοντας ιστορικά βιβλία για την Αλεξάνδρεια, για την Αίγυπτο – είχα ταξιδέψει και πρόσφατα. Με συγκίνησε βαθιά αυτός ο Ελληνισμός που άνθησε σε μια κοινωνία με επιφανείς Ελληνες, σε όλες τις τέχνες, σε όλα τα επαγγέλματα, και που έχει πλέον χαθεί. Δεν σκέφτηκα τίποτα άλλο εκτός από μια θεατρική παράσταση με τον τίτλο “Αλεξάνδρεια”. Αρχίσαμε από το μηδέν. Ηξερα τα ιστορικά στοιχεία, έψαξα σε αρχεία για τα πραγματικά γεγονότα, έκανα έρευνα, βρήκα φωτογραφίες της εποχής, λευκώματα. Ενας ολόκληρος θησαυρός, πολύτιμος, με κορυφαίο βέβαια τον Καβάφη. Εχω λατρέψει την Αλεξάνδρεια και μέσα από την ποίησή του. Με γοήτευε το πολυπολιτισμικό, το πώς οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους, με τα ήθη και τα έθιμά τους. Και πώς οι μεγάλες δυνάμεις, κάτι που με ιντρίγκαρε πέρα από το ελληνικό στοιχείο, ρυθμίζουν τις ζωές ανθρώπων, κοινωνιών και τοποθετούν τα πράγματα ανάλογα με το συμφέρον τους. Από τη μία άκουγες τον μουεζίνη να καλεί τους πιστούς και από την άλλη την καμπάνα του Αγίου Σάββα που χτυπούσε για να καλέσει τους χριστιανούς. Και αυτή η αρμονία διαταράχθηκε, όπως έχει διαταραχθεί και στις μέρες μας, με τις διαχωριστικές γραμμές. Οπως λέμε και στο κείμενο, όλα τα μεγάλα εγκλήματα στην ανθρωπότητα γίνονται με τη συνδρομή των μεγάλων δυνάμεων. Είναι αυτοί που έχουν προαποφασίσει για κάποιους λαούς – πόσο λυπηρό. Γιατί οι λαοί μεταξύ τους μπορούν να συνυπάρχουν, με τη διαφορετικότητά τους. Και αυτό είναι που προσπάθησα, μαζί βέβαια με την καταπληκτική Ζέτη Φίτσιου που έγραψε το κείμενο, να υπάρχει και να διατρέχει το έργο μας μέσα από μια ερωτική ιστορία».
Πείτε μου την ιστορία.
«Συναντάμε την ηρωίδα μας, πρωταγωνίστρια στην Αθήνα του ’60 – ευγνώμων γιατί είναι η Αννα Μάσχα –, όταν ένας δημοσιογράφος έρχεται να της πάρει συνέντευξη. Εκείνη αρνείται να μιλήσει για την Αλεξάνδρεια, αλλά με έναν τρόπο την καταφέρνει να κάνει ένα φλας μπακ στη ζωή της και να θυμηθεί τον πρώτο της έρωτα. Η Εριέττα Μανούρη την υποδύεται σε μικρή ηλικία και με έναν ιδιαίτερο τρόπο μάς γυρνάει στην Αλεξάνδρεια του ’30 όπου μεγάλωσε. Ολα ήρθαν και έδεσαν με το μαγικό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και την documentation του Παντελή Μάκκα. Και είμαι τυχερός γιατί σε αυτό το εγχείρημα τη μουσική γράφει η Ευανθία Ρεμπούτσικα, που ούτως ή άλλως με τη μουσική της συνδέει πολιτισμούς, κουλτούρες, σε στίχους Αρη Δαβαράκη. Ενα άρωμα Μεσογείου μαζί με το καθαρό φως. Φτιάχνοντας αυτή την παράσταση γοητεύτηκα γιατί είδα πόσους κύκλους κάνει η Ιστορία. Κι αυτό που γινόταν το ’30 επαναλαμβάνεται σήμερα, όπως συμβαίνει στην Παλαιστίνη – από τότε υπέβοσκε».
Ο Καβάφης πώς αποτυπώνεται;
«Δεν ήθελα να έχω έναν ηθοποιό που να υποδύεται τον Καβάφη, αλλά να είναι μέσα στα κείμενα και την πλοκή. Η ποίηση όχι ως ποίηση αλλά ως λόγος πια, καθαρός, μπαίνει μέσα στη δραματουργία και είναι όμορφο γιατί δεν το ξεχωρίζεις. Πιστεύω ότι αν υπάρχει σήμερα η μνήμη της Αλεξάνδρειας υπάρχει μέσα από τον Καβάφη, τουλάχιστον για τον πολύ κόσμο που δεν έχει ψάξει ή δεν την έχει επισκεφθεί. Και μέσα από την ποίησή του γεύεσαι την ατμόσφαιρα και μπαίνεις κινηματογραφικά σε έναν κόσμο που ο ίδιος περιγράφει με τόσο υπέροχο τρόπο».
Η Αλεξάνδρεια θα μπορούσε να είναι γυναίκα;
«Για εμένα, η Αλεξάνδρεια ήταν, είναι γυναίκα. Μια όμορφη γυναίκα που κοιμάται και το σώμα της είναι το λιμάνι της, η παρέλασή της, η αύρα της Μεσογείου. Ενα σώμα αρχαίο, φθαρμένο από τον χρόνο, που έχει παρεμβάσεις από το χθες, προαιώνιο σύμβολο από τότε που χτίστηκε, με ρωγμές. Εχει μυστήριο, λαγνεία, απαγορευμένη ίσως. Θέλω να φέρω στη σκηνή τα αρώματά της, ενώ από την εποχή το μόνο που κρατάω είναι τα κοστούμια. Ολα τα άλλα συμβαίνουν μπροστά μας χωρίς να γίνονται περιγραφικά».
Υπάρχει μια ανάγκη επιστροφής, μια νοσταλγία, για κάτι που νομίζαμε ότι ήταν καλύτερο;
«Αυτό το “νομίζαμε” είναι πολύ σημαντικό γιατί δεν ξέρω κατά πόσο ήταν καλύτερο. Αλλά η λέξη “νοσταλγία”, όπως κι η ομορφιά που είχε τότε δημιουργηθεί στην Αλεξάνδρεια από τους Ελληνες, ίσως είναι και λίγο άγνωστη στο ευρύ κοινό. Ξέρουμε την Αλεξάνδρεια ως ελληνική κοινότητα που αναγκάστηκε να φύγει. Ξέρουμε τον Καβάφη. Δεν ξέρουμε όμως τα σπουδαία έργα που δημιουργήθηκαν εκεί και στήριζαν την κοινωνία, την ελληνική, την αραβική, την αιγυπτιακή. Για εμένα, η Αλεξάνδρεια δεν είναι μόνο η πόλη, είναι και οτιδήποτε χάνουμε αναγκαστικά στη ζωή μας και το αναπολούμε, όχι πάντα με θλίψη – κάτι όμορφο».
Είναι η πρώτη πρόζα που σκηνοθετείτε;
«Ναι. Και θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιάννη Κεντ που έχει το Παλλάς γιατί τυχαία του είπα την ιδέα μου. Μόλις άκουσε για την Αλεξάνδρεια και τον Ελληνισμό που ξεριζώθηκε, που αναγκάστηκε να φύγει, αναίμακτα, συμφώνησε».
Σας αρέσουν οι μεγάλες σκηνές, οι μεγάλες παραγωγές. Δεν σας δυσκολεύουν;
«Είναι αλήθεια ότι στα μεγάλα έχω μια ευκολία. Τα έμαθα νωρίς πλάι στον Σταμάτη Φασουλή, που ήταν σχολείο για εμένα, και στον Κώστα Τσιάνο – οι δάσκαλοί μου. Η μεγάλη παραγωγή έχει να κάνει με το πολυπληθές και πόσο γρήγορα μπορείς να κινήσεις σώματα είτε υποκριτικά είτε κινησιολογικά σε σχέση με ένα πλήθος. Αυτό νομίζω ότι έχει έρθει μέσα από την εμπειρία και το μέτρο που απαιτεί το μεγάλο. Γιατί το μεγάλο μπορεί να είναι θέαμα, αλλά μπορεί να είναι και ανούσιο θέαμα. Αν έρθει μέσα από ουσία και γείωση, αποκτά άλλη οντότητα. Δηλαδή στην Αλεξάνδρεια υπάρχει θέαμα, αλλά σημασία έχει το γιατί συμβαίνει».
Ο χορός τι σας έμαθε;
«Πέρα από το κινησιολογικό μέρος, το τεχνικό ή την ευκολία που έχω στο να κινώ πολύ κόσμο, ο ρυθμός είναι το Α και το Ω. Και αυτό το λέω πάντα και στους μαθητές μου. Από την ώρα που γεννιόμαστε υπάρχει ρυθμός σε όλα – από τον τρόπο που περπατάμε ως τον τρόπο που θα πιούμε τον καφέ μας. Αρα ο χορός με βοήθησε στο να παρακολουθώ το κείμενο με έναν ρυθμό».
Και να βάζετε μέτρο;
«Βεβαίως. Και ηχητικό μέτρο και χρωματικό μέτρο, όπως λέμε στη θεατρική γλώσσα. Είναι σημαντικό πώς θα ειπωθούν τα πράγματα, είτε έμμετρα είτε μη έμμετρα. Πάντα υπάρχει ρυθμός, μέτρο».
Διδάσκετε πάντα στη Σχολή του Εθνικού;
«Ναι, για εμένα αυτό είναι λειτούργημα. Δεν θα μπορούσα να αφήσω τα παιδιά με τίποτα. Λατρεύω τους νέους ανθρώπους γιατί εμπνέομαι. Βλέπω τη διαφορετική τους οπτική. Βλέπω τα νέα παιδιά περισσότερο μορφωμένα και υποψιασμένα από εμάς όταν ξεκινούσαμε. Θεωρώ ότι έχω τεράστια ευθύνη απέναντί τους, γιατί η δουλειά μου δεν έχει να κάνει μόνο με το σώμα, αλλά και με την ψυχή. Μόνο η ευγένεια και η αγάπη μπορούν να φέρουν ένα όμορφο αποτέλεσμα. Ο,τι ξέρω από ένστικτο και γνώση προσπαθώ να τους το μεταδώσω. Και βέβαια μαθαίνω και εγώ από τα παιδιά. Εχουν άποψη, αμφισβητούν – είναι ωραίο που αμφισβητούν».
Εχετε αναλάβει και την ιστορική Μέδουσα.
«Θα ανοίξει εκεί που ήταν η παλιά Μέδουσα, εκεί που ήταν ο Γιώργος Μαρίνος. Οταν μου έγινε η πρόταση από τον Διονύση Παναγιωτάκη, το είδα λίγο σαν σημάδι. Γιατί η πρώτη μου δουλειά, όταν σπούδαζα στην Κρατική Σχολή, ήταν με τον Γιώργο Μαρίνο και τον Δημήτρη Παπάζογλου, ως χορογράφο τότε, στη Μέδουσα. Εκεί άνοιξε ένας μαγικός κόσμος, όπως η πρώτη μου δουλειά, όταν με πήρε η Ζουζού Νικολούδη από την Κρατική και με έβαλε στο θέατρο, στους “Ορνιθες” του Αριστοφάνη. Αυτοί οι κόσμοι με μάγεψαν, ήταν σχολείο για εμένα. Και τώρα το είδα σαν μια επανεκκίνηση. Στη Μέδουσα θέλω να είναι ένα βαριετέ σημερινό, ένας κόσμος ολόκληρος που θα έχει μάλιστα γυναικεία υπόσταση: Θα είναι πέντε γυναίκες, μια γυναικεία υπόθεση, χωρίς να ξεχνάω σε ποιον χώρο βρίσκομαι. Είναι πρόκληση για εμένα όλο αυτό, αυτό το άρωμα που ένιωσα όταν μπήκα στον χώρο και δούλεψα με τον Μαρίνο».
Με ελληνικά στοιχεία;
«Ναι. Θέλω να είμαι περήφανος για τα πράγματα που συμβαίνουν στην Ελλάδα. Υπάρχει μία νοοτροπία να ντρεπόμαστε για τη φουστανέλα, για το παραδοσιακό. Οχι. Γιατί; Είχα δάσκαλο τον Δρανδάκη από το Λύκειο Ελληνίδων. Είναι η ταυτότητά μας. Μου αρέσει, την αγαπάω, την τιμώ».
Από πού εμπνέεστε;
«Από την παρατήρηση. Είναι κάτι που λέω και στα παιδιά μου, τους μαθητές μου. Παρατηρώ τα πάντα σαν να με αφορούν όλα, ακόμα και αυτά που προκαλούν απέχθεια. Δεν μπορώ να κάνω ότι δεν υπάρχουν και ότι ζω σε έναν μαγικό κόσμο. Δεν έχω στερεότυπα, ούτε βάζω ταμπέλες. Τα αντιμετωπίζω όλα σαν λευκή σελίδα. Δεν κάνω τον έξυπνο. Ετσι λειτουργώ και για να μη βαριέμαι κιόλας. Γιατί τα πράγματα τα ξέρω, άρα μπορώ να βαρεθώ πολύ εύκολα μεταφέροντας ένα μιούζικαλ του εξωτερικού, όπου λόγω δικαιωμάτων πρέπει να το κάνω copy».
Ποιο μιούζικαλ ονειρεύεστε;
«”Το φιλί της γυναίκας-αράχνης”. Είναι μαγικό. Θέλω να το κάνω κάποια στιγμή και μπορεί και να το κάνω. Θα δούμε».
Η Αλεξάνδρεια με μία λέξη είναι…
«Συνύπαρξη. Είναι αυτό που πάνε όλοι τώρα να καταστρέψουν, ενώ ο απλός κόσμος ζει χωρίς προβλήματα μεταξύ του. Και ξαφνικά μπαίνουν άλλοι άνθρωποι και αλλάζουν τη ροή επειδή έτσι θέλουν, έτσι πρέπει ή επειδή τα συμφέροντα θέλουν τα πράγματα σε άλλους δρόμους. Το βλέπουμε κατά κόρον σήμερα. Γι’ αυτό και λέω ότι η Αλεξάνδρεια ως έργο του ’30 είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει σήμερα και ο θεατής θα ταυτιστεί».
INFO
«Αλεξάνδρεια»
Παίζουν: Αννα Μάσχα, Εριέττα Μανούρη, Ιωάννης Παπαζήσης, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Χριστίνα Αλεξανιάν, Ελένη Καρακάση, Αλίνα Κοτσοβούλου, Δημήτρης Δεγαΐτης, Φωτεινή Παπαθεοδώρου, Λήδα Ματσάγγου, Γιώργος Ψυχογυιός, Γιάννης Στόλλας κ.ά.
Από 14 Νοεμβρίου στο Παλλάς.





