Ο Παντελής Βούλγαρης είναι φτιαγμένος από το σινεμά του, τις εικόνες, τους ήρωες, τις ιστορίες του. Ενας γνήσιος μάστορας του είδους. Τα τελευταία χρόνια η αγάπη του για την Ανδρο γέννησε το Διεθνές Φεστιβάλ, που εφέτος γίνεται 11 χρόνων.

Ποια η σχέση σας με την Ανδρο, προ και μετά Φεστιβάλ;

«Την Ανδρο την αγαπούσα πολύ και όταν δεν τη συνέδεα άμεσα με τη δουλειά μου. Λέω άμεσα, γιατί έμμεσα σίγουρα έπαιξαν ρόλο αρκετοί ντόπιοι, ιδιαίτερες, ευαίσθητες υπάρξεις, για το πώς βλέπω τους ανθρώπους, πώς νιώθω την ανθρώπινη περιπέτεια. Πάντως γυρίζοντας τη “Μικρά Αγγλία” έγινα πιο Ανδριώτης και μετά, κάνοντας το Φεστιβάλ, έγινα πια όσο δεν πάει άλλο. Η Ανδρος αρέσει πολύ τουριστικά, αλλά αγαπιέται αληθινά και βαθιά επειδή ό,τι υπάρχει κάτω από την ωραιότατη επιφάνεια αξίζει ακόμα περισσότερο».

Πώς διαμορφώνετε το πρόγραμμα; Με ποιον στόχο;

«Κατ’ αρχήν δεν είμαι “αφεντικό” που αποφασίζει και διατάζει. Το κουβεντιάζουμε με τους συνεργάτες, πολύτιμη η Αναστασία Καβαλλάρη, με φίλους γνώστες των πραγμάτων, δεν το “ξεπετάμε”, θέλει χρόνο. Βάζουμε κάτω την εμπειρία, τις επιθυμίες, τις αιτήσεις, την περιέργεια για το νέο αεράκι, την τιμή σε καλλιτέχνες που έχουν γράψει χιλιόμετρα και βεβαίως το κόστος. Κάθε χρόνο προσπαθούμε για το καλύτερο».

Τι κρατάτε από προηγούμενα φεστιβάλ;

«Πολλά. Την ιέρεια Φαραντούρη να τραγουδάει και να έχω βουρκώσει για χίλιους λόγους. Τον Μητσιά που ποτέ δεν χορταίνω το ηχόχρωμα της φωνής του και το ήθος του. Το εκρηκτικό διήμερο με τον μεγάλο Σταύρο Ξαρχάκο μάς “έφτιαξε” καλύτερους ανθρώπους. Τον μάγο Βασίλη Παπαβασιλείου στην “Ελένη” του Ρίτσου, χρόνια πήγαινα και έβλεπα αυτή την παράσταση. Την πολυαγαπημένη μου Αννέζα Παπαδοπούλου, στόφα κορυφαίας ηθοποιού. Τον εκρηκτικό Θάνο Μικρούτσικο να βάζει τη σκηνή στην τσέπη του, να ξεσηκώνει, να το “ζει” μαζί με τον κόσμο. Το αφιέρωμα στις μικρού μήκους ταινίες συναδέλφων της παλιοσειράς μου, στο “Σινέ-Αυλή” ή το αφιέρωμα στον Φεντερίκο Φελίνι. Την τοπική Φιλαρμονική, κυρίως από πολύ νέα παιδιά, να διασχίζει παίζοντας όλη την πόλη, προτού φτάσει στο πέτρινο θέατρο. Τις αντιδράσεις των θεατών στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας αλλά και σύγχρονου θεάτρου, συγκίνηση, δέος. Και πόσα ακόμα…».

Εξήντα χρόνια σινεμά: Νιώθετε πλήρης; Τι θα διορθώνατε; Θα θέλατε να ξαναπεράσετε την περιπέτεια μιας (επόμενης) ταινίας;

«Σε ό,τι έκανα παλιά, ήμουν ατόφιος ο τότε εαυτός μου, οι ιδέες μου, οι γνώσεις και οι αμφιβολίες μου σε αισθητικό, ιδεολογικό και τεχνικό επίπεδο. Δεν μου πάνε οι εκ των υστέρων “διορθώσεις”. Είναι ασέβεια στα νοήματα, τις νοοτροπίες, τις αλήθειες, την εγκυρότητα εποχών που έχουν παρέλθει. Αλλωστε στα πρόσφατα αφιερώματα στη δουλειά μου είδα αίθουσες κατάμεστες από εικοσάχρονους. Νιώθω τυχερός. Υπήρξα ανθεκτικός στις δυσκολίες, δεν την κοπάνησα από το σινεμά. Οσο για την προοπτική μιας επόμενης ταινίας, τώρα κάθε νύχτα γυρίζω και από μία, με τη φαντασία, το πείσμα και την επιθυμία που δεν λέει να σβήσει…».

Πώς γεννιέται μια ταινία; Μια τυχαία αφορμή, ένα πρόσωπο-ένα βλέμμα, ένα προσωπικό βίωμα, ένα αίσθημα;

«Ακριβώς. Ολα αυτά μαζί, ή κάποια ή έστω ένα. Αλλά υπάρχει “ψαχνό” στο μυαλό μου, αναπάντητα ερωτήματα, ατελείς εικόνες, πόθος για συναντήσεις πάλι στην “πιάτσα” του γυρίσματος, που γυρεύουν ένα σινιάλο. Δηλαδή το βλέμμα που σημαίνει τόσα, το σιωπηλό τοπίο που ψιθυρίζει την ιστορία του».

Πώς η ιστορία γίνεται τέχνη; Μέσω της συγκίνησης, ίσως;

«Της συγκίνησης που δεν έχει σχέση με το μελό. Της συγκίνησης που αποκαλύπτει τα αποσιωπημένα. Τέχνη βέβαια γίνεται αν βρεθεί και ο τολμηρός παραγωγός που ρισκάρει κι αυτός, που το λέει η περδικούλα του».

Πότε είπατε στον εαυτό σας, «ναι, είμαι σκηνοθέτης»; Η αναγνώριση έρχεται από τους άλλους ή από εμάς τους ίδιους;

«Από το σινάφι, κυρίως. Αλλά δεν θυμάμαι να χασομερούσα και τόσο πάνω σε τέτοιες “ζυγαριές”. Μέσα μου ήξερα, ήξερα πολύ καλά. Και γρήγορα στρωνόμουν σε ένα επόμενο σενάριο. Ηθελα να ξανακάνω ταινία. Εάν δεν γινόταν, κυνηγούσα ό,τι δουλειά έβρισκα, για βιοπορισμό».

Ο ηθοποιός στο σινεμά είναι…

«Αυτός που υπάρχει στο πανί. Το βλέμμα του είναι η αρχή της αφήγησης. Το ταλέντο του δίνει πνοή στην πλοκή. Οι θεατές στην αίθουσα δεν βλέπουν στην οθόνη τον σκηνοθέτη, τον σεναριογράφο, τον σκηνογράφο, τον μοντέρ, τον χρηματοδότη της ταινίας. Ηθοποιούς βλέπουν. Είναι ο ούριος άνεμος για το ταξίδι της κινηματογραφικής τέχνης. Υποκλίνομαι σε πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, κομπάρσους. Τους οφείλω πολλά».

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο συνδετικός κρίκος ολόκληρου του έργου σας; Τι σας διαφοροποίησε από τους άλλους σκηνοθέτες της εποχής σας;

«Η ανθρωποκεντρική ματιά ανεξαρτήτως θέματος, ιστορικού, κοινωνικού, πολιτικού, μουσικοχορευτικού κ.λπ. Επίσης, ότι δεν σνομπάρισα τον τίτλο του “λαϊκού” σκηνοθέτη. Ηταν δύσκολος στόχος, αγωνίστηκα να τον κατακτήσω, να τον αξίζω. Χαιρόμουν την απήχηση των ταινιών μου και σε καθημερινούς, λαϊκούς ανθρώπους».

Είστε αισιόδοξος για τη νέα γενιά κινηματογραφιστών; Ο Λάνθιμος έπρεπε να φύγει έξω;

«Ο Γιώργος Λάνθιμος είχε από νωρίς επιλέξει τη διαδρομή του, αισθητική και “γεωγραφική”. Το “έξω” του πήγαινε πιο πολύ, το τόλμησε και η ξεχωριστή δουλειά του εκτιμήθηκε, έπιασε τόπο. Δεν παρακαλάει για τη χρηματοδότηση, ειδικές άδειες και διευκολύνσεις, απαραίτητες για την υλοποίηση μιας ταινίας. Αλλοι, επίσης, ταλαντούχοι, δεν το κουνάνε από την Ελλάδα. Φαίνεται πως ο τόπος μας ακόμα εμπνέει ή στοιχειώνει ή αγκιστρώνει. Θαυμάζω το κουράγιο και όσων μένουν ενώ οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές και τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται. Πιστεύω πως και οι νέοι κινηματογραφιστές μας είναι πλέον κατάλληλοι να μιλήσουν για το σήμερα μέσω των εικόνων τους, να αναδείξουν όσα εντοπίσει η κοφτερή και αδέσμευτη ματιά τους».

Η Αριστερά σάς καθόρισε: Πώς κρίνετε σήμερα την πορεία της; Σας απογοήτευσε;

«Την απάντηση λοιπόν στην ερώτησή σας τη δίνουν οι “ήρωες” των ταινιών μου, επιλεγμένοι προσεκτικά και συνειδητά –”Happy day”, “Eλευθέριος Βενιζέλος”, “Πέτρινα Χρόνια”, “Ψυχή Βαθιά”, “Τελευταίο σημείωμα”. Απάντηση σαφής, διαχρονική και μέσα από την καρδιά μου. Ξέρετε, κάποιοι σκηνοθέτες ψάχνουμε την ιδιαίτερη “γωνία λήψης” εικόνων στοχασμού και αναστοχασμού που συνήθως ουδόλως ενδιαφέρει τους πολιτικούς εν γένει, αφού δεν παράγει άμεσα, θεαματικά και βολικά για εκείνους αποτελέσματα».

Ο Εμφύλιος, ο διχασμός μάς καθορίσαν σαν λαό; Τα τραύματα επουλώθηκαν;

«Οι τρομερές εμπειρίες σφραγίζουν τις εξελίξεις για πολύ καιρό, για χρόνια. Το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν βοηθά, δεν μοιάζει άξιο να αντιμετωπίσει κομβικά ζητήματα».

Υπήρξε κάτι που σας κλόνισε και σας έκανε να σκεφτείτε να τα παρατήσετε;

«Στραπάτσα και στενοχώριες κάθε είδους ταλαιπώρησαν κι εμένα και την οικογένειά μου. Ετσι συμβαίνει και σε ουκ ολίγους δημιουργούς. Προσωπικά, οι περιπέτειες με διέλυαν, με λύγιζαν, αλλά μετά από λίγο καιρό ξανάπεφτα με τα μούτρα σε ένα επόμενο σενάριο. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν υπήρχα δίχως τις εικόνες που συνωστίζονταν στο κεφάλι μου».

Μοιράζεστε πολλές δεκαετίες τη ζωή σας και κομμάτια της δουλειάς σας με την Ιωάννα Καρυστιάνη: πώς είναι το αίσθημα της μακράς διάρκειας;

«Με τα όλα του».