«Οι ποιητές προβλέπουν τα μελλούμενα και λένε πάντα την αλήθεια. Το γράφει έξοχα άλλωστε και ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Αξιον εστί»: «Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;»» αναφέρει. Ο Μανώλης Μητσιάς στέκεται απέναντί  μου. Πάντα σεμνός – όποιο σχόλιο και αν τολμήσω να κάνω για τη θεϊκή φωνή του το προσπερνά αυτομάτως -, η κάθε συζήτηση μαζί του μοιάζει με κατάδυση στο χρυσωρυχείο του ελληνικού καλού τραγουδιού.

Αυτή τη φορά συναντηθήκαμε ώστε να μιλήσουμε για ποίηση. Στην ποίηση είναι άλλωστε αφιερωμένη η συναυλία που πραγματοποιεί στις 21 Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μαζί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, σταθερή συνοδοιπόρο του από τα αφιερώματα που πραγματοποίησαν στον Νίκο Γκάτσο και έφθασαν μέχρι και το Πανεπιστήμιου του Χάρβαρντ το 2018, συναντώνται ξανά με αφορμή στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και υμνούν στίχους των Μανόλη Αναγνωστάκη, Νίκου Γκάτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Κ. Π. Καβάφη, Νίκου Καββαδία, Τάσου Λειβαδίτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Σεφέρη, οι οποίοι μελοποιήθηκαν από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Σπανός κ.ά..

Δίπλα στον Γκάτσο

Ο Μανώλης Μητσιάς έζησε δίπλα σε μεγάλες μορφές. Εδωσε πνοή στα έργα τους. Αν κάποιος από όλους τους ποιητές τον καθόρισε πιο πολύ αυτός ήταν ο Νίκος Γκάτσος. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε το 1968 θυμάται, όταν κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον Δήμο Μούτση. Τον βρήκε στην Columbia, όπου έγραφε τη μουσική της ταινίας «Ενας μάγκας στα σαλόνια» και εκεί γνώρισε και τον μεγάλο Νίκο Γκάτσο. «Οταν τον αντίκρισα κάτι ένιωσα. Αυτός ο άνθρωπος μου άνοιξε τους ορίζοντες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που με πήρε τηλέφωνο να πάω στου «Φλόκα» να πιούμε καφέ. Κατέρρευσα. Ημουν νέος, φαντάρος. Τον θαύμαζα τόσο» αναφέρει.

Μέντορας λοιπόν αλλά και πατρική φιγούρα για εκείνον ο Γκάτσος. «Σου έλεγε πολλά πράγματα, άλλα όχι σαν δάσκαλος. Είχε έναν δικό του τρόπο να σου μαθαίνει τον κόσμο. «Κύριε Γκάτσο, εσείς τι λέτε για αυτό;» τον ρώταγα. «Εσύ ξέρεις» μου απαντούσε. Τότε δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Αντιλήφθηκα το νόημα των λόγων του πολύ αργότερα όταν άκουσα τον στίχο του «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής» στο τραγούδι «Δίχτυ» του Ξαρχάκου. Αυτή ήταν η κοσμοθεωρία του».

Ο Γκάτσος ακόμη ήταν και εκείνος που τον έπιασε από το χέρι και τον σύστησε στον Χατζιδάκι για πρώτη φορά, όπως θυμάται. «Ο Μάνος τότε είχε έρθει από την Αμερική. Ολοι τον κυνηγούσαν. Θυμάμαι πήγαμε και ήπιαμε έναν καφέ δίπλα στη Σχολή Ευελπίδων για να κουβεντιάσουμε και να μη μας δουν. Ηθελε να δει από κοντά ποιος είμαι. Γιατί την ώρα που έπινες τον καφέ μαζί του αυτός σε τέσταρε, να δει τι είσαι, αν αξίζεις να τραγουδήσεις το έργο του. Δεν είναι μια φωνή μόνο ο τραγουδιστής. Είναι και το ήθος του, η ζωή του. Δεν μπορείς δηλαδή να συνεργάζεσαι με τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι και να τραγουδάς και στα σκυλάδικα ή να πέφτεις στα ναρκωτικά, για παράδειγμα. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω».

Μια συνεπής πορεία

Και πράγματι ο Μανώλης Μητσιάς κλείνοντας 50 χρόνια ιστορίας στο ελληνικό τραγούδι είχε πάντα μια συνεπή πορεία που δεν πρόδωσε ποτέ την τέχνη του. «Ακριβώς γιατί δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους γαλουχήθηκα. Τι ήμουν άλλωστε τότε; Ενα παιδί 19 ετών ήμουν» λέει. Ετσι έκλεισε τα αφτιά στις επίμονες σειρήνες από τις μεγάλες πίστες. «Οταν έρχονταν οι προτάσεις από τα παραλιακά μαγαζιά έλεγα όχι. Αν είχα πει το ναι θα είχα εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά μου για τρεις γενιές. Αλλά είμαι πανευτυχής που δεν το έκανα. Τραγουδούσα στις μπουάτ, έλεγα τα τραγούδια της «Αθανασίας» του Χατζιδάκι και δεν ερχόταν άνθρωπος να με ακούσει. Εφευγα θυμάμαι πολλά χρόνια νύχτα από το Ζουμ στην Πλάκα και δεν πληρωνόμουν γιατί έλεγα Χατζιδάκι. Και αυτό το λέω με μεγάλη πικρία. Αργότερα κατάλαβαν τι τραγούδια ήταν αυτά. Εγώ όμως εκεί, επέμενα».

Η Ελλάδα τού σήμερα

Στις ημέρες μας υπάρχει ταλέντο στο ελληνικό τραγούδι; «Φυσικά. Και καλοί δημιουργοί και καλοί ερμηνευτές υπάρχουν. Η πλειονότητα όμως των ΜΜΕ σερβίρει άθλια πράγματα» λέει.

Μήπως όμως ευθύνεται και το κοινό; «Εγώ νομίζω ότι το κοινό γαλουχείται σε αυτά που του δίνεις» απαντά. «Επίσης, βλέπετε, δεν υπάρχουν σήμερα μπουάτ. Ψάχνω μια μπουάτ από πέρυσι να τραγουδήσω και δεν υπάρχει. Στην Πλάκα όλες κλείσανε ή γκρεμιστήκανε. Θα μου πείτε βέβαια «γιατί δεν πας σε μια μουσική σκηνή;». Γιατί και οι περισσότερες μουσικές σκηνές πλέον έγιναν και εκείνες χορευτικά κέντρα που οι άνθρωποι κουνιούνται και λυγίζονται επάνω στα τραπέζια. Εγώ έναν χώρο απλό, μικρό θέλω, ακόμα και σε σκαμπό να κάθονται οι άνθρωποι, για να τραγουδήσω αυτά που δεν μπορώ να τραγουδήσω σε άλλους χώρους, καθώς συχνά τα καλά τραγούδια είναι αυτά που δεν ακούστηκαν πολύ. Είναι η άλλη πλευρά του φεγγαριού που λέμε, η άλλη πλευρά του δίσκου. Εχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να αναβιώσω την μπουάτ της δεκαετίας του ’60-’70. Δεν θα ησυχάσω αν δεν το κάνω. Εναν χώρο θέλω και δύο όργανα. Οχι, κάτι παραπάνω…».

Η συζήτηση δεν μπορεί παρά να έρθει στην επικαιρότητα και στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. «Είναι ό,τι χειρότερο έχω δει στη ζωή μου» αναφέρει. «Θλίβομαι, λυπάμαι. Σκέφτομαι αυτούς τους γονείς των παιδιών που χάθηκαν. Ενα μήνα πριν έλεγα στη γυναίκα μου να πάμε στη Θεσσαλονίκη, να ταξιδέψουμε με το τρένο. Για σκέψου. Από τη μια στιγμή στην άλλη…».

Οι εκλογές πάλι σε λίγο καιρό έρχονται και εκείνος, όπως λέει, με την ενεργό πολιτική δεν θέλησε ποτέ να ασχοληθεί, μολονότι δέχθηκε πολλές προτάσεις. «Γιατί δεν μου αρέσει καθόλου το «θα». Θυμάμαι πάντα τα λόγια που μου είχε πει στην τελευταία τάξη του τότε Γυμνασίου, σήμερα Λυκείου, ο γυμνασιάρχης μου, ένας καταπληκτικός άνθρωπος: «Παιδί μου στη ζωή σου ποτέ να μη χρησιμοποιείς το «θα» γιατί υπάρχει μια κινέζικη παροιμία που λέει ότι ο δρόμος τού «θα» οδηγεί στην πόλη τού «ποτέ». Την κράτησα αυτή την κουβέντα του. Και η πολιτική στην Ελλάδα είναι όλο «θα» και «θα». Για αυτό φτάσαμε στο σημείο να θρηνούμε τόσους νεκρούς στα Τέμπη από αυτά τα «θα»…».