Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε την Ελλάδα βαθιά διαιρεμένη, με την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου αποκλεισμένη από το κέντρο λήψεως των αποφάσεων, καθώς εκτός από τον απόλυτο περιορισμό της ανερχόμενης κομμουνιστικής Αριστεράς η βασιλική δικτατορία Μεταξά είχε περιθωριοποιήσει τόσο τους βενιζελικούς όσο και την πλειοψηφία του Λαϊκού Κόμματος.
Και όμως, μέσα σε λίγες ώρες το περίφημο «Όχι» έλαβε παλλαϊκές διαστάσεις. Λειτούργησε, δε, ως ενοποιητική ουσία του λαού, του έθνους και δι’ αυτών του κράτους.
Κύριο συστατικό στοιχείο της ενοποίησης ήταν η πηγαία ανάγκη απάντησης στον φασισμό. Μια απάντηση που δεν μπόρεσαν να δώσουν πολύ μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι από τους Έλληνες, με πλέον κραυγαλέο παράδειγμα τη Γαλλία.
Οι Γερμανοί χρειάστηκαν μόλις λίγα 24ωρα για να φθάσουν έως το Παρίσι. Όχι και τόσο παραδόξως, η αφετηρία του χιλιοτραγουδισμένου έπους εντοπίζεται στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στο γεγονός ότι 18 χρόνια μετά εκείνη την ανείπωτη τραγωδία, οι Έλληνες κλήθηκαν να πολεμήσουν για πρώτη φορά πίσω από αυτά που πλέον είχαν εμπεδώσει ως τα δικά τους εθνικά σύνορα.
Να πολεμήσουν, μετά τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας, υπέρ βωμών και εστιών.
Διότι αυτό που διακυβεύθηκε το 1940 ήταν οι κόποι μιας ζωής που είχε χτιστεί μέσα στις συνθήκες του σχεδόν ανέφικτου. Εξίσου ανέφικτη φάνταζε αρχικά η επικράτηση του «Όχι». Πώς να κερδίσεις έναν στρατό που υπερτερούσε σε όλα τα μεγέθη.
Το πέτυχαν, όμως, από κοινού και πανηγυρικά οι Παλαιοελλαδίτες και οι πρόσφυγες, οι βενιζελικοί και μοναρχικοί, οι κομμουνιστές και οι μεταξικοί, κραδαίνοντας τα εθνικά όπλα υπό τις οδηγίες άριστων αξιωματικών με γνώση τόσο των ιδιαιτεροτήτων του εδάφους, όσο και της ιδιοσυγκρασίας των ανδρών που διοικούσαν.
Στη νίκη έναντι των Ιταλών δεν μετρά τόσο η αναλογία μεταξύ υψηλής στρατηγικής και ελληνικής ψυχής. Πέραν της αντιστασιακής πτυχής του «Όχι», αυτή που μένει χαραγμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι η αξία της ενότητας- εξ ου και η 28η Οκτωβρίου 1940 εορτάζεται σήμερα εν συνόλω και με περηφάνεια. Εορτάζεται, τουλάχιστον υπόρρητα, ως «νικηφόρος ενότητα».
Η εθνική μνήμη, άλλωστε, δεν βρίθει τέτοιων γεγονότων. Μαζί με την Επανάσταση και τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι και το έπος του ελληνοαλβανικού μετώπου. Κοινός παρονομαστής σε αυτές διακριτές στιγμές του έθνους είναι ο στρατός: ως βασικός πυλώνας ανεξαρτησίας, επέκτασης, άμυνας.
Η ελληνική περίπτωση, όμως, διαφέρει σε πολλά ακόμα από το ευρωπαϊκό παράδειγμα της δεκαετίας του 1940. Μετά την καταστροφική ήττα από τους Γερμανούς και την υποχώρηση, ο στρατός ουσιαστικά τριχοτομήθηκε- μαζί του και η πολιτική τάξη.
Ένα τμήμα του λειτούργησε ως δεξαμενή για την όρθωση των αντιστασιακών οργανώσεων, δίνοντας αξιωματικούς είτε στον ΕΛΑΣ είτε στις αστικές- εθνικόφρονες οργανώσεις. Ένα άλλο, πέρασε μετά κόπων και βασάνων στην Κρήτη και έπειτα στη Μέση Ανατολή, συνοδεία του βασιλιά Γεωργίου Β’ και της κυβέρνησης Τσουδερού.
Η δυσβάσταχτη προπολεμική κληρονομιά έριχνε ήδη βαριά τη σκιά της πάνω στο πολιτικό σύστημα και το στράτευμα. Σε τέτοιο βαθμό που η μνήμη 40 έμοιαζε να θόλωσε εν μια νυκτί. Δεν μπόρεσε ποτέ να απομονωθεί από αυτά που προηγήθηκαν αλλά και όσα θα ακολουθούσαν.
Λίγους μήνες μετά το «Όχι», που σήμερα τόσο συστηματικά επαινούμε, ο έλεγχος των ίδιων όπλων κατέστη βασική αιτία της μακρόχρονης, αιματηρής εμφύλιας διαίρεσης.
Στα βουνά ο ΕΛΑΣ στράφηκε τον χειμώνα του 1943 έναντι αυτών που θεωρούσε ότι τον υπονόμευαν, επιχειρώντας να μονοπωλήσει τη μεταπολεμική εξουσία και το έδαφος. Στη Μέση Ανατολή οι εμφυλιακές συγκρούσεις με το βλέμμα στραμμένο στην Ελλάδα της πολυπόθητης «επόμενης μέρας» ξέσπασαν αρκετά νωρίτερα.
Η εύθραυστη ενοποίηση ης πολιτικής τάξης και κυρίως του στρατού, δεν επετεύχθη παρά τις εργώδεις αλλά και υστερόβουλες προσπάθειες των Βρετανών, με τραγικό αποτέλεσμα το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών του 1944. Διαβλέποντας τις δεύτερες σκέψεις του Λονδίνου, το ΚΚΕ ουσιαστικά αρνήθηκε να διαλύσει τον ΕΛΑΣ, στηρίχθηκε ματαίως στη Μόσχα, και εν τέλει έχασε τον πλέον κομβικό γύρο του Εμφυλίου.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Έπειτα από την έως τότε απρόσμενη επιστροφή του Γεωργίου Β’ και καθώς οι λαϊκοί εθνικόφρονες φρόντισαν να ελέγξουν κράτος και στρατό, η ηγεσία του Ζαχαριάδη οδήγησε σε ένα νέο κύκλο αίματος. Σε αυτήν που αργότερα αποκλήθηκε η πρώτη θερμή σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου.
Με τον Εθνικό Στρατό να κρατά τη στήριξη της Δύσης- μαζί και τις δάφνες του 40- και τον Δημοκρατικό Στρατό (της Ελλάδας κι αυτός) να στρέφεται προς την Ανατολή, αποσπώντας για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες τη ρετσινιά του «συμμορίτη».
Έξι χρόνια μετά το έπος, η παρένθεση της ενότητας είχε πια κλείσει οριστικά- η χώρα επέστρεψε μοιραία, όχι όμως τόσο άβουλα, στο 1935 και ίσως ακόμα παραπίσω. Ενώ ο στρατός, όπως το Παλάτι, αντί για σύμβολα ενότητας του έθνους μετατράπηκαν στους πιο σκληρούς μηχανισμούς της διαίρεσης.
Έτσι, η 28η Οκτωβρίου γιορτάστηκε ξανά συλλογικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80. Όταν και επί της ουσίας νοηματοδοτήθηκε εκ νέου.
Έως τότε το «Όχι» δεν ήταν και τόσο παλλαϊκό, απέκλειε από τους κόλπους του πολλούς που πολέμησαν, σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι στην οροσειρά της Πίνδου και τις αλβανικές πεδιάδες.
Το έπος του 40, λοιπόν, έγινε μόνο προσωρινά η συγκολλητική ουσία λαού, έθνους και κράτους. Όσο ο εχθρός εντοπιζόταν ως έξωθεν απειλή, πολλώ δε μάλλον υπό τη μορφή του χυδαίου φασισμού- ναζισμού, η απάντηση ήταν κοινή, ενιαία.
Όταν ο εχθρός έγινε εσωτερικός, πέρασε δηλαδή εντός των τειχών- πραγματικός ή κατασκευασμένος- τότε το αποτέλεσμα ήταν μια νέα διαίρεση.
Σε άλλο δίπολο, με την ίδια όμως ουσία. Εξ ου και οι Έλληνες είμαστε οι μόνοι που ουδέποτε γιόρτασαν τη λήξη αλλά μόνο την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Φαινόμενο παράδοξο και αντιφατικό μόνο για τους άλλους, όχι για τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία.






