Ήμουν δεν ήμουν 18 χρονών όταν είδα για πρώτη φορά clochards. Όχι εδώ, στην Ελλάδα. Στο Λονδίνο. Ένας κύριος είχε τοποθετήσει τα σκεπάσματά του στην είσοδο ενός κτηρίου. Δίπλα στο μαξιλάρι του είχε έναν σάκο. Με όλα του τα υπάρχοντα, φαντάζομαι. Οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα και ένα μπουκαλάκι νερό για να ξεπλύνει το στόμα του πριν ξαπλώσει. Τον κοιτούσα αποσβολωμένη. Ήταν συνηθισμένος στα αδιάκριτα βλέμματα. Δεν μου έδινε σημασία.

Σε αυτό το σημείο, να ενημερώσω όσους ήταν μικροί ή αγέννητοι τη δεκαετία του ΄80, ότι αστεγία στην Ελλάδα, σε αυτή τη μορφή, δεν υπήρχε τότε. Φτώχεια, ναι, υπήρχε. Πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Δυστυχώς. Όμως, δεν έβλεπες άστεγους στο δρόμο, όπου κι αν κυκλοφορούσες. Και ιδίως στην πρωτεύουσα. Άρα, η έκπληξή μου ήταν αναμενόμενη. Διαδίκτυο επίσης δεν υπήρχε, για να «βρίσκεσαι» οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, που σημαίνει ότι η ενημέρωση που είχαμε για τις συνθήκες ζωής σε άλλες χώρες και τα ερεθίσματα που λαμβάναμε, ουδεμία σχέση έχουν με το σήμερα.

Δυστυχώς, οι clochards δεν άργησαν να έρθουν και στη χώρα μας. Ιδίως μέσα στην παγκόσμια οικονομική ύφεση, που «χτύπησε» ανελέητα την Ελλάδα, αυξήθηκαν. Και συνεχίζουν να αυξάνονται. Η δε, Πολιτεία αδρανεί. Και δεν είναι μόνο οι κλασικοί clochards, που συναντά κανείς σε κάθε σημείο της πρωτεύουσας δίπλα σε εκατοντάδες ανέμελους τουρίστες. Είναι και οι χρήστες τοξικών ουσιών οι οποίοι έχουν δημιουργήσει άβατα συγκεκριμένους δρόμους στην καρδιά της πόλης. Αν κάνει κανείς το λάθος και διασχίσει, μέρα μεσημέρι καθημερινής, δρόμους μεταξύ πλατείας Ομονοίας και πλατείας Καραϊσκάκη, θα έρθει αντιμέτωπος με εικόνες που θα μείνουν ανεξίτηλες στο μυαλό του. Εξαθλιωμένοι άνθρωποι κάθε ηλικίας «χτυπάνε» ενέσεις, μικρά κορίτσια και αγόρια «σέρνονται» στα σοκάκια. Υπάρχουν δρόμοι που δεν μπορείς να διαβείς, αφού τελούν «υπό κατάληψη».

Και το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι: μα καλά, αστυνομία δεν υπάρχει; Υπάρχει, λίγο πιο πάνω, επί της Αγίου Κωνσταντίνου, ώστε αν συμβεί κάποια συμπλοκή σε αυτό το άντρο ανομίας, σε αυτό το κολαστήριο, να παρέμβουν. Κατά τα άλλα, κάνουν τα στραβά μάτια…

Δεν χρειάζεται να κατονομάσουμε τους δρόμους – άβατα. Όλοι τους γνωρίζουν. Ακόμη και τουρίστες που άθελά τους μπορεί να βρεθούν μπροστά σε δυσάρεστες καταστάσεις, ιδίως αν μένουν σε κοντινό ξενοδοχείο. Κανείς όμως, δεν κάνει κάτι. Όλοι αρέσκονται να μιλούν για την τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας και δη της Αθήνας, και να καμαρώνουν γι’ αυτή, να «πουλάνε» την μία όψη της πόλης, χωρίς να ασχολούνται στο ελάχιστο με τη δεύτερη, «σκοτεινή», όψη της. Αυτή για την οποία δεν μπορείς να καμαρώνεις.