Αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ρωσίας δείχνει η τηλεφωνική επικοινωνία, η τρίτη μέσα σε λιγότερο από πέντε μήνες, που είχαν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπένιαμιν Νετανιάχου τη Δευτέρα για να συζητήσουν τις τρέχουσες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με το Κρεμλίνο.

Όπως μεταδίδουν ισραηλινά μέσα, συζήτησαν την πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, με τον Πούτιν να επιβεβαιώνει τη θέση της Μόσχας «υπέρ μιας συνολικής διευθέτησης του παλαιστινιακού ζητήματος». Μίλησαν επίσης για την εξεύρεση λύσης στο ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και τον τρόπο επίτευξης περαιτέρω σταθεροποίησης στη Συρία.

Αυτή ήταν η τρίτη τηλεφωνική τους επικοινωνία μέσα στο 2025, με τις προηγούμενες να έχουν λάβει χώρα τον Αύγουστο και τον Μάιο. Τότε, επρόκειτο για την πρώτη φορά που οι δυο ηγέτες είχαν μιλήσει μετά από τον Δεκέμβριο του 2023, όταν ο Νετανιάχου είχε αποχωρήσει από μια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του για σχεδόν μια ώρα, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Yedioth Ahronoth, προκειμένου να μιλήσει με τον Πούτιν.

Εκείνη η συζήτηση φέρεται να έγινε σε τεταμένο κλίμα, αφού το Ισραήλ ανέφερε ότι επέκρινε τη συμμαχία της Μόσχας με το Ιράν και εξέφρασε δυσαρέσκεια για τη στάση της στον πόλεμο του Ισραήλ με τη Χαμάς. Το Κρεμλίνο, εν τω μεταξύ, τόνισε «την καταστροφική ανθρωπιστική κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας» και ότι ο Πούτιν επέμεινε ότι η στρατιωτική απάντηση του Ισραήλ στην τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς δεν μπορούσε να οδηγήσει «σε τόσο τρομερές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό».

Παλαιοί φίλοι

Πριν από το 2023 όμως, τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά. «Ισραήλ και Ρωσία: καλύτεροι φίλοι; Η εκκολαπτόμενη “κολλητή σχέση” του Νετανιάχου με τον Πούτιν», έγραφε η Washington Post το 2016. Εκείνη την εποχή, ο ισραηλινός πρωθυπουργός φερόταν να έχει μια ακανθώδη σχέση με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Ομπάμα. Αντ’ αυτού, είχε επενδύσει πολύ στον Πούτιν, τον οποίο εκείνη τη χρονιά συνάντησε τρεις φορές – ενώ τον Ομπάμα μόνο μία.

Πολλοί μιλούσαν για «αδελφική σχέση» μεταξύ του ρώσου προέδρου και του ισραηλινού πρωθυπουργού, με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz να σημειώνει πως «δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι δεσμοί μεταξύ Ισραήλ και Ρωσίας δεν ήταν ποτέ καλύτεροι».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η στάση του Ισραήλ το 2014 όταν, παρά την πίεση της Ουάσιγκτον, αρνήθηκε να συνταχθεί με τις δυτικές κυβερνήσεις στην καταδίκη της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία. Η Haaretz έγραφε τότε για «διατήρηση του καθεστώτος αυστηρής ουδετερότητας».

Ένα ακόμη παράδειγμα είναι όταν η Ρωσία ανέπτυξε για πρώτη φορά τον στρατό της στη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Συρία, τον Σεπτέμβριο του 2015, για να στηρίξει το αιματοβαμμένο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Νετανιάχου βρέθηκε στη Μόσχα ως επικεφαλής στρατιωτικής αντιπροσωπείας για μια απρογραμμάτιστη συνάντηση με τον Πούτιν.

Οι δύο ηγέτες κατέληξαν τότε σε συμφωνία σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ θα συνέχιζε να επιχειρεί στον εναέριο χώρο της Συρίας, αλλά θα επιτίθετο μόνο σε στόχους που συνδέονταν με τον εχθρό του, το Ιράν, αφήνοντας ανέπαφες τις δυνάμεις του Άσαντ. Μάλιστα για ευκολότερη συνεργασία, είχε δημιουργηθεί και ένας «μηχανισμός αποσυμφόρησης», συμπεριλαμβανομένης μιας τηλεφωνικής γραμμής μεταξύ του ρωσικού κέντρου διοίκησης στη Συρία και του αρχηγείου της αεροπορικής δύναμης του Ισραήλ, όπως μετέδιδε το CNN.

Ο Νετανιάχου ήταν τόσο περήφανος για αυτό, που το 2019 χρησιμοποίησε φωτογραφίες του με τον Πούτιν στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας. Άλλωστε ισχυριζόταν επανειλημμένα ότι η σχέση τους ήταν επωφελής για τα στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ.

Μετατόπιση του Νετανιάχου

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο Νετανιάχου δεν ήταν στο αξίωμα. Πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν ο Ναφτάλι Μπένετ, ο οποίος τήρησε την πολιτική της ουδετερότητας.

Ο Μπένετ είχε τότε εξηγήσει στη Haaretz ότι «δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση με άλλες χώρες. Έχουμε τη Ρωσία ακριβώς δίπλα στα σύνορά μας, στη Συρία. Πρέπει να λάβουμε υπόψη την παρουσία μεγάλων εβραϊκών κοινοτήτων τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεαστούν. Και επιπλέον, είναι χρήσιμο για όλους να έχουν μια κυβέρνηση όπως το Ισραήλ που έχει καλούς δεσμούς και με τις δύο πλευρές για να χρησιμεύσει ως μεσάζων».

Δέκα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή, ο Νετανιάχου επέστρεψε στο αξίωμα. Όμως ξαφνικά εμφανίστηκε πολύ λιγότερο φιλικός προς τον Πούτιν. Δέχτηκε ένα συγχαρητήριο τηλεφώνημα από αυτόν μια εβδομάδα πριν από την ορκωμοσία του, αλλά αυτό ήταν όλο. Εν τω μεταξύ, σε συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης, δήλωνε ότι επανεξέταζε την πολιτική του Ισραήλ στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Ένας πρώην αξιωματικός των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών είχε εξηγήσει στο CNN πως αυτό συνέβη για τρεις λόγους.

Πρώτον, η Ρωσία είχε αραιώσει σημαντικά τις δυνάμεις της στη Συρία, καθώς ήταν απαραίτητες στην Ουκρανία, «οπότε η απειλή για το Ισραήλ από αυτές ήταν πλέον αμελητέα» και δεύτερον, η Ρωσία χρησιμοποιούσε πλέον ιρανικά drones και πυραύλους στο πεδίο της μάχης. Τρίτον, φαίνεται να επρόκειτο για μια προσπάθεια αναθέρμανσης των ισραηλινο-αμερικανικών σχέσεων, αφού ο κυβερνητικός συνασπισμός του Νετανιάχου με ακροδεξιά κόμματα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία και δυσαρέσκεια από την κυβέρνηση Μπάιντεν.