Χάσαμε τον Γκι-χουν στοπ. Ο παίκτης 456, λίγο πριν τινάξει για δεύτερη φορά στον αέρα τη γουρουνίσια μπάνκα με τα 45,6 δις γουόν, κάνει ηρωική έξοδο από τον αιματηρό κόσμο του «Squid Game» εκτινασσόμενος αυτοβούλως από καμιά δεκαριά μέτρα ύψος, στο τελευταίο παιχνίδι της τρίτης και τελευταίας (με ένα κούτσικο ερωτηματικό) σεζόν.

Από τον Σεπτέμβριο του 2021, που πρωτοσυναντήθηκε με το κοινό του Netflix, έως τον φετινό Ιούνιο, που τον αφήσαμε να αναπαυθεί εν ειρήνη, ο πρωταγωνιστής Σέονγκ Γκι-χουν μεταμορφώθηκε από αφελή, χαμογελαστό και -στα πρότυπα του μέσου ανθρώπου- αγύμναστο φτωχοδιάβολο με τζογαδόρικο μενταλιτέ σε γραμμωμένο και περίφροντι προστάτη των αδυνάτων και επίδοξο τιμωρό των διεστραμμένων εκπροσώπων του αδηφάγου καπιταλισμού (έννοια που λατρεύει ο δημιουργός της σειράς Χουάνγκ Ντονγκ-χιουκ), οι οποίοι σπονσοράρουν και απολαμβάνουν το απεχθές παιχνίδι-θέαμα.

«Θα σου δείξω ότι ο κόσμος δεν πάει πάντα όπως θες εσύ», τον βλέπουμε να λέει στον εκπρόσωπο του φονικού συστήματος, τον Χουάνγ Ιν-χο, όταν στο δεύτερο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου (ανέβηκε στην πλατφόρμα τον Δεκέμβριο του 2024) του ζητά να τον ξαναβάλει στο παιχνίδι.

Squid Game Season 3: Ήταν μια νέα σεζόν;

Είναι πλέον πάμπλουτος καθότι νικητής του προηγούμενου γύρου, ψυχικά και συνειδησιακά ισοπεδωμένος, προτίθεται ωστόσο να επιστρέψει για να του αποδείξει προσωπικά ότι ούτε τον ίδιο ούτε τους κάθε φορά νέους συμμετέχοντες πρέπει να συνεχίσουν, αυτός και τα αφεντικά του, να τους εξισώνουν με άλογα κούρσας και να τους χειρίζονται σαν ανθρώπινα σκουπίδια.

«Επανέρχεται ο παίκτης 456 στις οθόνες μας ως ήρωας χολιγουντιανών προδιαγραφών».

Παρενθετικά, και για να ξεμπερδεύουμε με την αγγαρεία της επισήμανσης που κάνουν άπαντες σε όλα τα διαθέσιμα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, τρίτος κύκλος υπάρχει μόνο στο φαντασιακό του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Χουάνγκ Ντονγκ-χιουκ· τυπικά πρόκειται για το β΄ μέρος της σεζόν 2.

Το βρέφος και το CGI του Squid Game

Επανέρχεται λοιπόν ο παίκτης 456 στις οθόνες μας ως ήρωας χολιγουντιανών προδιαγραφών. Να και ο ηγετικός ρόλος, να και ο ζηλευτός τακτικισμός, να και τα οπλοπολυβόλα… Να και ένα μωρό. Ευτυχώς, ένα εξόφθαλμα CGI νεογνόˑ διότι η ιδέα της παρουσίας οποιουδήποτε απροστάτευτου πλάσματος στις συγκεκριμένες συνθήκες, ακόμη και με αδιάλειπτη επίγνωση του ότι «όλα είναι Τέχνη», θα μας έπεφτε εξόχως βαριά.

Πάλι καλά που δαπάνησαν το ανάλογο διαθέσιμο -από τον προϋπολογισμό της παραγωγής- ποσό στα σκηνικά και στις κατασκευές των παιχνιδο-αρένων, όπως ας πούμε στις γιγάντιες διαβολόκουκλες που γυρίζουν το σχοινάκι στο επεισόδιο 3, οι οποίες από τη μέση και πάνω είναι CGI, παρά στο να κάνουν μια αληθοφανή απεικόνιση βρέφους.

Μια χαρά είναι αυτό, που γεννήθηκε εντός δεκαλέπτου εν μέσω αλληλοσκοτωμών, η νεαρότατη μαμά του κατάφερε να το θηλάσει σε χρόνο dt, σε δύο μέρες χρειάστηκε να ταϊστεί άλλη μια φορά όλο κι όλο, πάνα δεν φόρεσε ποτέ και το διακριτικό, περιοδικό κλάμα του βάζει τα γυαλιά στα χειροκροτήματα-κονσέρβα των αμερικανικών, κωμικών σειρών της δεκαετίας του ΄80.

Το «κακό» είναι ότι ο Λι Τζονγκ-τζε, ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστή, παραείναι ταλαντούχος και έτσι ο τρόπος που κρατά, παρηγορεί και διαφυλάττει την εικονική μπεμπούλα την καθιστά τελικά πιστευτή – σε όποιον τουλάχιστον, μέχρι τη στιγμή που από το σενάριο το μωρό χρίζεται κεντρικό πρόσωπο του εκτυλισσόμενου δράματος, έχει επιτρέψει στον εαυτό του να εγκαταλείψει τις ορθολογικές άμυνές του και να αφεθεί στη δράση.

Χωρίς αυτό το κοριτσάκι και τον ιερό σκοπό να εξασφαλίσει τη δική της επιβίωση, ο Γκι-χουν δεν θα χρειαζόταν να αυτοκτονήσει, λογικά θα έβγαινε ξανά πρώτος, θα έδινε το αισιόδοξο μήνυμα ότι το καλό/ο καλός σωστά νικάει, όμως από ηρωισμό τζίφος. Θα ήταν απλώς, για άλλη μια φορά, για άλλα 45,6 δις γουόν, ένα ευσυνείδητο άλογο κούρσας. Και το βασικότερο, ο –σε ηθικό επίπεδο– αντίπαλός του, ο εκπρόσωπος Ιν-χο, ο οποίος ως ρόλος κερδίζει πάρα πολύ από το λιτό, εσωτερικό παίξιμο του ηθοποιού που τον ερμηνεύει, του Λι Μπιουνγκ-χουν, θα έμενε αμετακίνητος στις κυνικές απόψεις του για τον κόσμο και τους ανθρώπους-σκουπίδια.

Ερμηνείες που θες να ξεχάσεις

Όμως όλοι και όλα «μετακινούνται» μετά την αυτοθυσία του παίκτη 456. Το μωρό σώζεται και οι τηλεθεατές λαμβάνουν τη διαβεβαίωση ότι θα καταλήξει σε καλά χέρια. Ο ταλαίπωρος αστυνομικός, που από τον πρώτο κύκλο αγωνίζεται, με ασυρμάτους, drones και ψαροκάικα, να εντοπίσει το νησί της Κολάσεως, βγάζει τελικά άκρη και η νωχελική αστυνομία πείθεται να επέμβει. Μπόλικοι, μασκοφόροι φύλακες και εκτελεστές ξεπαστρεύονται όπως τους αρμόζει.

Η undercover Βορειοκορεάτισσα κομάντο, η οποία ευθύνεται κυρίως για το ως άνω ξεπάστρεμα, φαίνεται ότι σύντομα θα επανασυνδεθεί με το χαμένο της παιδί. Ένα άλλο παιδάκι ενός διασωθέντα συμμετέχοντα θεραπεύεται από τον καρκίνο. Οι ευεργετηθέντες από τα πλούτη του Γκι-χουν (η μητέρα του φίλου του, Σανγκ-γου, και ο μικρός αδελφός της Σε-μπιοκ για τους γνώστες) οδεύουν προς ένα ευτυχέστερο μέλλον. Ο Ιν-χο αναγνωρίζει την ηθική ήττα του και επιδιώκει (με έναν τρόπο που μόνο ο δημιουργός της σειράς δεν θεωρεί ανάλγητο) να αποκαταστήσει τον νεκρό Γκι-χουν στα μάτια της αποξενωμένης, έφηβης κόρης του.

Από την άλλη, οι σιχαμεροί, πάμπλουτοι VIPs καταφέρνουν να διαφύγουν της συλλήψεως (τι να σου κάνει και ο αστυνομικός, αυτός ερχόταν με την τράτα και οι άλλοι το έσκαγαν με τα τσόπερ), ώστε να συνεχίσουν τις διαστροφικές, καπιταλιστικές (μην ξεχνιόμαστε) ασχολίες τους από άλλο μετερίζι (βλέπε παρακάτω). Είναι όμως οι φουκαράδες τόσο καρτουνίστικα δοσμένοι και σε αυτόν τον κύκλο, όπως και στον πρώτο, που σχεδόν αυτοακυρώνονται. Ελπίζουμε ειλικρινά οι ηθοποιοί που τους ενσαρκώνουν να παραλείψουν να βάλουν στο βιογραφικό τους την εν λόγω συμμετοχή τους.

Το αινιγματικό φινάλε

Κάτι που θα είχε πολύ ενδιαφέρον να δούμε αν θα πράξει η Κέιτ Μπλάνσετ. Με ένα έντονο βλέμμα, δύο παρατεταμένα νεύματα, δυο χαστούκια και τρεις (αγγλικές) λέξεις, η ποζάτη εμφάνιση της δις οσκαρικής σταρ ως στρατολόγου παικτών «Squid Game» σε αμερικανικό έδαφος (το άλλο μετερίζι που λέγαμε), περίπου για 35 δευτερόλεπτα πριν τους τίτλους τέλους, προκαλεί τεράστια έκπληξη και απορία.

«Με την τρίτη σεζόν, ο δημιουργός του θεωρεί ότι γίνεται ευκρινέστερη η πολύπλοκη συνύπαρξη του καλού και του κακού μέσα στον κάθε άνθρωπο».

Ο δημιουργός Χουάνγκ Ντονγκ-χιουκ διατείνεται ότι είναι το δώρο του στους πιστούς θεατές του. Κάποιοι, αντιθέτως, το βλέπουν ως το δώρο που το Netflix έκανε σε εκείνον, μια σφραγίδα χολιγουντιανής πιστοποίησης, για την ευτυχή έκβαση της συνεργασίας τους – όλο του το είναι έδωσε ο άνθρωπος, μέχρι και οχτώ δόντια λέγεται ότι έχασε λόγω του άγχους του να πάνε όλα όπως πρέπει.

Η κληρονομιά του Squid Game

Άλλοι μιλάνε για ένα κλείσιμο του ματιού σε όλους εμάς: Αρκετά με τους Κορεάτες, τώρα αναλαμβάνουν οι μεγάλοι παίκτες της βιομηχανίας του θεάματος. Προφανώς «Το Παιχνίδι του Καλαμαριού» διαθέτει τον βαθμό πρωτοτυπίας που θα το κάνει να διατηρηθεί στη μνήμη του κοινού ως κάτι μοναδικό. Αν έμενε σε μία μόνο σεζόν, με τον καιρό ίσως αποκτούσε και τηλεοπτική υπεραξία. Τώρα, ίσως αρχίσει να σκονίζεται δίπλα στα άλλα «μοναδικά» του τηλεοπτικού παρελθόντος, όπως το «X-Files», το «Lost», το «24».

Με την τρίτη σεζόν, ο άνθρωπος που το εμπνεύστηκε θεωρεί ότι γίνεται ευκρινέστερη η κοσμοθεωρία του για την πολύπλοκη συνύπαρξη του καλού και του κακού μέσα στον κάθε άνθρωπο. Δεν θα του το χαλάσουμε αποκαλύπτοντάς του ότι ο χρόνος κατά τη διάρκεια των τελευταίων παιχνιδιών δεν λέει να περάσει, οι σκηνές των ψηφοφοριών παρατραβάνε και ότι όλη αυτή η έμφαση στη λεπτομερή καταγραφή της βίας δημιουργεί κλειστοφοβικά συναισθήματα.

Οι ερμηνείες είναι αξιόλογες (εκτός από τους VIPs, μην ξεχνιόμαστε), το ότι οι δευτεραγωνιστές είναι λιγότερο χαρακτήρες και περισσότερο τύποι ανθρώπων (ο κακός, η παλαβιάρα, ο καλοκάγαθος, το τσογλάνι, ο άξεστος, η γλυκούλα, ο ύπουλος κ.ο.κ.) γίνεται αποδεκτό, η αγωνία τροφοδοτεί το ενδιαφέρον. Στενοχωρηθήκαμε, ζοριστήκαμε, παραβλέψαμε τις κοινοτοπίες, χαρήκαμε που το φτάσαμε ως το τέλος. Αλλά δεν συνταραχθήκαμε. Για τον απλούστατο λόγω ότι το «διά σπλάτερ και φρίκης περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» δεν επαρκεί. Χρειάζεται κάτι πιο αριστοτελικό.