Οι boomers θα τη θυμούνται για πάντα ως «Κοκορόμυαλη» από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά της ΥΕΝΕΔ που έσπαγε ταμεία στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Οι millennials τη γνώρισαν και την αποκρυστάλλωσαν στο νου τους ως Κατερίνα Σοφιανού, την ηρωίδα που επαναλάμβανε δις τις ατάκες της, από το καλτ αλλά διαχρονικό «Ρετιρέ» του MEGA.
Οι νεότεροι zennials ίσα που πρόλαβαν να πάρουν μυρωδιά της κωμικής στόφας της από δύο guest τηλεοπτικές εμφανίσεις της. Μέσα από το ρόλο της ως «Φιλιώ, που όλους τους φιλιώνει» στο σήριαλ «Κωνσταντίνου & Ελένης» και λίγο αργότερα από τη συμμετοχή της στις «7 Θανάσιμες Πεθερές» του MEGA. Μάλιστα, ο χαρακτήρας της «μηχανοράφτρας» πεθεράς, στην οποία έδωσε σάρκα και οστά με τον παροιμιώδη απροσποίητο τρόπο της το 2008, έμελλε να είναι και ο τελευταίος της καριέρας της.
Στην πραγματικότητα όπως κι αν θυμάται κανείς την αείμνηστη Κατερίνα Γιουλάκη η οποία πέθανε σε ηλικία 87 ετών, γκρεμίζοντας με τον πιο σκληρό τρόπο την πεποίθηση που λίγο πολύ όλοι τρέφουμε, πως δηλαδή οι αγαπητοί και οικείοι ηθοποιοί δεν πεθαίνουν ποτέ, τα περισσότερα μπορεί να τα καταλάβει για εκείνην όχι από την παρουσία της αλλά από την απουσία της.
Μια αθόρυβη αναχώρηση
Ναι, η Γιουλάκη ερμήνευσε και σφράγισε ρόλους, οι οποίοι έμειναν τελικά διαχρονικοί, όμως το ποια στ’ αλήθεια ήταν, τη στάση της απέναντι στην τέχνη της και την ζωή μπορεί να την αντιληφθεί κανείς καλύτερα από τη συνειδητή απόφασή της να αποσυρθεί εδώ και χρόνια από το προσκήνιο. Και μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες και πομπώδεις δηλώσεις. Η αποχή της ήταν αθόρυβη, ήσυχη και διακριτική. Αντιστρόφως ανάλογη δηλαδή της εντύπωσης που έκανε κάθε φορά που αποφάσιζε να καταπιαστεί με ένα ρόλο. Ποιος αμφιβάλει ότι θέλει κότσια να σιωπήσεις όταν όλοι μιλούν για σένα;

Με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο
Μπορεί οι περισσότεροι να την είχαμε έντονα χαραγμένη στο μυαλό μας και να τη θεωρούσαμε λίγο πολύ ως ένα μέλος της ευρύτερης οικογένειάς μας, όμως η αλήθεια είναι πως η Κατερίνα Γιουλάκη (ή Γιουβαρλάκη, όπως ήταν το πραγματικό επώνυμό της) υπήρξε ακραία επιλεκτική στις συνεργασίες και τους χαρακτήρες, με τους οποίους αποφάσιζε να καταπιαστεί. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν πρώτα απ’ όλα η συγκρότηση της ηρωίδας και βέβαια ο άνθρωπος που θα είχε το σκηνοθετικό πρόσταγμα.

Στιγμιότυπο απο το φιλμ «Οι κυρίες της αυλής» του 1966
Κι αυτό ήταν μάλλον μια λογική αλληλουχία για μια γυναίκα που αγάπησε το θέατρο από παιδί – είχε μάλιστα νεανικό ίνδαλμα τον Βασίλη Λογοθετίδη-, που σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και που είχε για μέντορές της δύο τοτεμικές φυσιογνωμίες της υποκριτικής: τον Ντίνο Ηλιόπουλο, στο πλευρό του οποίου έκανε το θεατρικό ντεμπούτο της το 1959, και τον Δημήτρη Χορν, έναν άνθρωπο με καθοριστική επιρροή πάνω της.
Ο Χορν, ο Ηλιόπουλος & η Νέζερ
Η Κατερίνα Γιουλάκη έλεγε πάντα πως ήταν ευλογημένη αλλά και πως η ζωή υπήρξε γενναιόδωρη μαζί της. Κυρίως γιατί κατάφερε να συνεργαστεί και να συνυπάρξει στο θέατρο και τον κινηματογράφο με σπουδαίους συναδέλφους της, εκείνους που κοιτούσε με δέος και θαυμασμό. Με τον Ηλιόπουλο και με τον Χορν, με την Μαίρη Αρώνη και την Μαρίκα Νέζερ – είχαν αμφότερες έφεση στις μιμήσεις-, με τον Κωνσταντάρα και τον Αλεξανδράκη.

Με τον Ντίνο Ηλιόπουλο στο ανέβασμα του «Καμπαρέ» τη σεζόν 1972-3
Στον κινηματογράφο δεν έγινε ποτέ το πιο λαμπρό αστέρι και δεν έζησε την αίγλη της απόλυτης πρωταγωνίστριας, όμως υπηρέτησε τους χαρακτήρες της με πίστη και τιμιότητα, όχι διεκπεραιώνοντας, αλλά ζώντας τους. Γι’ αυτό και οι πιο μικρές ή σύντομες εμφανίσεις της ήταν τόσο κομβικές που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί φιλμ όπως το «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» ή οι «Κυρίες της Αυλής» χωρίς εκείνην.
Μια λαϊκή σταρ γεννιέται
Αν όσο βρισκόταν εν ζωή είχε κάποιος την ευκαιρία να τη ρωτήσει -πράγμα σχεδόν απίθανο, αφού η Γιουλάκη απέφευγε τις συνεντεύξεις, ίσως ως αντίδοτο στην αναπόληση και τη νοσταλγία- ποια θεωρούσε η ίδια την κορυφαία στιγμή της, πιθανότατα θα πρόκρινε την «Κοκορόμυαλη». Σε μια από τις σπάνιες τοποθετήσεις της η ίδια θυμόταν πολλά χρόνια μετά την πρώτη της συνάντηση με τον Κώστα Πρετεντέρη, τον άνθρωπο που υπέγραφε τα κείμενα της viral τότε σειράς, σε ένα καφέ της οδού Βαλαωρίτου αλλά και τον ενθουσιασμό που η ίδια ένιωσε όταν της είπε πως επρόκειτο για μια τρόπον τινά ελληνική εκδοχή της Λουσίλ Μπολ.

Με τον Κώστα Βουτσά στην ταινία της Finos Film «Οι Κληρονόμοι»
Τα γυρίσματα γίνονταν κάθε βράδυ, αμέσως μετά το θέατρο – από τα μεσάνυχτα ως τις 6 το πρωί. Το βαθμό δυσκολίας ανέβαζε το γεγονός πως η ίδια και οι συμπρωταγωνιστές της (Ορφέας Ζάχος, Σωτήρης Τζεβελέκος, Αρτέμης Μάτσας, Τώνης Γιακωβάκης, Τζένη Ζαχαροπούλου) έπρεπε να θυμούνται μέχρι κεραίας τα λόγια τους. Ελλείψη μοντάζ κάθε λάθος επανεκκινούσε το γύρισμα από την αρχή.
Τίποτα βέβαια δεν μπορούσε να την προϊδεάσει για όσα θα ακολοθούσαν, όταν η σειρά ξεκίνησε να προβάλλεται τον Οκτώβριο του 1971 στην ΥΕΝΕΔ. Η Γιουλάκη, η πρώτη γυναίκα πρωταγωνίστρια της ελληνικής τηλεόρασης, αγαπήθηκε τόσο πολύ μέσα από το ρόλο-ορόσημο της καριέρας της, ώστε όταν το 1973 έφερε στην ζωή την κόρη της προκάλεσε το αδιαχώρητο στο μαιευτήριο «Έλενα» από τηλεθεατές που έσπευδαν για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι εάν η αγαπημένη τους επιπόλαιη ηρωίδα με την ακατάσχετη φυλαρία είχε τωόντι γεννήσει και δεν επρόκειτο απλώς για σεναριακό εύρημα. Η σειρά τελικά ολοκληρώθηκε έπειτα από τρις σεζόν και 202 συνολικά επεισόδια.
Η Κατερίνα του «Ρετιρέ»
Η καριέρα της είχε πάρει πια μπροστά. Η Γιουλάκη πέτυχε αυτό που δεν της είχε δώσει ο κινηματογράφος. Έγινε μια πρωταγωνίστρια πρώτης γραμμής, μια λαϊκή ηρωίδα με ενδιαφέροντες και μεγάλους ρόλους σε σειρές της δημόσιας τηλεόρασης τη δεκαετία του ‘80, όπως «Τα παιδιά του Ζεβεδαίου», «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», «Τα λιονταράκια του κυρ Ηλία», «Η κυρία μας». Όμως τον πιο χαρακτηριστικό ρόλο της πορείας της κι εκείνον από τον οποίο δεν κατάφερε ποτέ να δραπετεύσει τον ερμήνευσε δέκα μήνες μετά το άνοιγμα του πρώτου ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού της Ελλάδας, του MEGA.

Η Κούλα Αγαγιώτου και η Κατερίνα Γιουλάκη στο θρυλικό δίδυμο κυρίας Σοφίας και Κατερίνας του «Ρετιρέ»
Η Γιουλάκη κατένευσε στην πρόταση του Γιάννη Δαλιανίδη και μπήκε στα παπούτσια της νουνεχούς, δαιμόνιας και μια ιδέα οξύθυμης Κατερίνας Σοφιανού. Της ηρωίδας που τα έβαζε από τότε με παθογένειες που ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει και με την οποία έκτοτε όλοι περνάμε τα καλοκαίρια μας.
Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εάν η ίδια ήταν ευχαριστημένη που όλοι τη νιώθαμε δικό μας άνθρωπο και αν τη συναντούσαμε στο δρόμο μάλλον θα την αντιμετωπίζαμε ως την κυρία Κατερίνα του «Ρετιρέ». Πάντως, η ίδια αρνήθηκε το 2015 να συμμετάσχει στο reunion των πρωταγωνιστών που ενορχήστρωσε γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό ενώ σε δήλωσή της λίγα χρόνια μετά είχε χαρακτηρίσει τη σειρά του Γιάννη Δαλιανίδη ως «σηριαλάκι».
Για όσους τη γνώριζαν δεν επρόκειτο για επικριτικό αφορισμό ή αποποίηση των πεπραγμένων της. Αλλά για τοποθέτηση του πράγματος στη ρεαλιστική, ορθολογική του βάση. Μια άλλη δήλωσή της, που ενδεχομένως ξάφνιασε ακόμα περισσότερο από την άποψή της για το «Ρετιρέ», ήταν εκείνη για τα 100 χρόνια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος το 2018. Ήταν η πρώτη φορά που η Γιουλάκη, η οποία έδινε πάντα το «παρών» στις απεργίες για τα δικαιώματα των ηθοποιών, εξέφρασε ανοιχτά την πολιτική τοποθέτησή της.

Κατερίνα Γιουλάκη, Κώστας Χατζηχρήστος, Μαίρη Χρονοπούλου στην επιθεώρηση «Σκάει Νύφη, Σκάει γαμπρός»
Όσο για την οικειότητα που γεννούσε στους άλλους; Αυτό ήταν μάλλον το πιο αστραφτερό παράσημο και η μεγαλύτερη περηφάνια της. Αν κάτι επιθυμούσε η ίδια και το σμίλευε μεθοδικά μέσα από τους ρόλους της ήταν να ενσαρκώνει ένα πρόσωπο προσιτό, κοντινό, έναν αναγνωρίσιμο άνθρωπο που θα σου ανταπέδιδε το χαιρετισμό που θα του έκανες στο δρόμο.
Η Γιουλάκη ήθελε να μείνει στη μνήμη μας ως μια γυναίκα της διπλανής πόρτας, ζυμωμένη με τα υλικά της αληθινής ζωής. Διατηρώντας πάντα το αναφαίρετο δικαίωμά της να ανοίγει και να κλείνει την πόρτα όταν υπήρχε λόγος. Και μόνο τότε.
Κεντρική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από την ταινία «Ο Επαναστάτης Ποπολάρος» του Γιάννη Δαλιανίδη, 1971, Finos Film