Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ετοιμάζεται για τα 70χρονα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, ολοκληρώνοντας έτσι, ως καλλιτεχνική του διευθύντρια, τον κύκλο που άνοιξε το καλοκαίρι του 2019. Και κάνει στο ΒΗΜΑ Talks έναν πρώτο, άτυπο, απολογισμό, καλλιτεχνικό και προσωπικό. Απ’ τον φθινόπωρο θα επιστρέψει στις σκηνοθεσίες της, εντός και εκτός Ελλάδος -αφού κάνει λίγες διακοπές.

Κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου, μεγάλωσε κυριολεκτικά στην Επίδαυρο, ανάμεσα σε πρόβες και παραστάσεις. Και από εκεί πιάνουμε το νήμα της κουβέντας μας.

Τι κρατάτε απ’ την Επίδαυρο των παιδικών σας χρόνων;

Η Επίδαυρος είναι μέσα σ’ όλες τις φάσεις της ζωής μου, όλα τα καλοκαίρια, ξεκινώντας από βρέφος που πήγαινα για τις παραστάσεις των γονιών μου. Αργότερα, άρχισα να διαλέγω εγώ τις παραστάσεις που ήθελα να δω. Η διαμονή στο Ξενία ήταν μαγική. Παίζαμε με άλλα παιδιά καλλιτεχνών, όπως με τις κόρες του Θάνου Μικρούτσικου, ιδιαίτερα τη Σεσίλ. Θυμάμαι ακόμα την κυρία Νίκη, μια γλυκιά γυναίκα που καθάριζε τα δωμάτιά μας, όπως και τη γεύση απ’ την πορτοκαλάδα στο Ξενία και πόσες μέλισσες είχε τριγύρω -δεν μπορούσες να την πιεις. Στις αναμνήσεις μου είναι και ο «Λεωνίδας», βέβαια, το σταθερό μας στέκι.

«Για μένα η Επίδαυρος ήταν πάντα ένας μυθικός τόπος και παραμένει».

Πήγαινα πάντα με χαρά στην Επίδαυρο. Ήταν και ένας τρόπος να είμαι μαζί με τους γονείς μου.

Για μένα ήταν πάντα ένας μυθικός τόπος και παραμένει. Όχι μόνο γιατί είναι ένας θεατρικός και πολιτιστικός μύθος της χώρας, αλλά και διότι εκεί βρίσκεται ένα τεράστιο κομμάτι της οικογενειακής μας ιστορίας. Έχω αναμνήσεις σχεδόν σε κάθε γωνιά. Σήμερα, κοιτάζοντας τα κυπαρίσσια πίσω απ’ το Ξενία σκέφτομαι την οικογένειά μου, την πορεία, το ρίζωμά τους και την διαρκή τους παρουσία εκεί. Τη λαχτάρα τους κάθε χρόνο για την προσωπική τους κατάθεση και την πίκρα τους όποτε αποκλείστηκαν. Ο τόπος φέρει μέσα μου και ένα κομμάτι της προσωπικής μου ιστορίας, των σκηνοθετικών μου καταθέσεων και βέβαια των έξι χρόνων μου στο Φεστιβάλ.

Ήταν δεδομένος για σας ο δρόμος του θεάτρου;

Έξι χρόνων ζήτησα απ’ τους γονείς μου να παίξω στους «Επιτρέποντες», σε μια απ’ τις επαναλήψεις στο Αρχαίο Ωδείο Πάτρας, όταν έψαχναν ένα παιδάκι, για βουβό ρόλο στα ιντερμέδια.

Από μικρή είχα συνειδητοποιήσει τη δουλειά των γονιών μου. Πέρασα και φάσεις που έλεγα ότι δεν θ’ ασχοληθώ ποτέ με το θέατρο, από αντίδραση. Πριν δώσω στη σχολή του Εθνικού, σπούδασα στη Φιλοσοφική. Ήθελα να κάνω πιο σφαιρικές σπουδές. Άλλωστε δεν υπήρχαν σχολές σκηνοθεσίες. Ο δρόμος ήταν να σπουδάσω ηθοποιός και μετά να κάνω αυτό που έκανα τελικά,  να σπουδάσω σκηνοθεσία στο εξωτερικό και να θητεύσω δίπλα σε σκηνοθέτες ως βοηθός. Δεν υπήρξα τυπικά βοηθός του πατέρα μου, έζησα ωστόσο την διαδικασία από μέσα από παιδί, έμαθα πολλά απ’ την λειτουργία του Αμφι-Θεάτρου και φυσικά ως ηθοποιός παίζοντας σε τρεις παραστάσεις του -«Ευγένα», «Μάνφρεντ», «Μήδεια». Θα προσθέσω και το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» όπου έκανα μέσα σ’ ένα απόγευμα αντικατάσταση όταν αρρώστησε μια ηθοποιός -ήμουν στο πρώτο έτος της σχολής. Μεγάλη εμπειρία.

Πως ακούσατε την πρόταση για το Φεστιβάλ, το 2019;

Ειλικρινά ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ, ούτε το διεκδίκησα. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν μία έκπληξη. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να πω ναι. Νομίζω ότι όταν άρχισα να το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα, μετά την πρώτη ταραχή, και αφού συμβουλεύτηκα τους δικούς μου ανθρώπους, επικράτησε η σκέψη ότι είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει πολύ και ότι μάλλον θα μπορούσα να το κάνω καλά. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι χρήσιμη και θέλησα να αφοσιωθώ στον θεσμό.

«Δεν έχει υπάρξει ποτέ τηλεφώνημα να μου πει «βάλε αυτόν στο πρόγραμμα» -πολύ σημαντικό».

Η επαφή σας με το δημόσιο πως ήταν;

Ως σκηνοθέτης, είχα μεγάλη παρουσία στο ελεύθερο θέατρο, αλλά και στα κρατικά, κι αυτό μου έδωσε μια σημαντική εμπειρία για τη λειτουργία αυτού του οργανισμού. Δεν με τρόμαζε. Ήξερα ότι πηγαίνω σ’ έναν χώρο με πολλές απαιτήσεις, ευθύνες, ενδεχομένως και πολλούς περιορισμούς, ίσως και κινδύνους, αλλά δεν ένιωθα άσχετη.

Είχατε παρεμβάσεις;

Καθόλου, ούτε στο ελάχιστο. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τηλεφώνημα να μου πει «βάλε αυτόν στο πρόγραμμα» -πολύ σημαντικό.

Ενοχλήσατε;

Ναι, ίσως κάποιους συγκεκριμένους κύκλους ανθρώπων, που δεν έχουν καμία εξοικείωση με τις σύγχρονες παραστατικές τέχνες ή δυσκολεύονται να ευχαριστηθούν νέες προσεγγίσεις. Ορισμένες παραστάσεις, πρωτοποριακές στην Επίδαυρο ταρακούνησαν, ενόχλησαν -ίσως έφεραν κάποια παράπονα. Θεωρώ ότι δουλειά του Φεστιβάλ είναι και να ενοχλεί, να διαταράσσει τα κατεστημένα, να προχωράει μπροστά την τέχνη και τον τρόπο που κυρίως εμείς οι Έλληνες την βλέπουμε.

Θέλω να πιστεύω ότι οι αλλαγές που προτείναμε τα τελευταία χρόνια στο πρόγραμμα της Επιδαύρου -και στα δυο θέατρα, διεύρυναν την αντίληψη του κοινού για το Αρχαίο Δράμα.

Το κάνατε όμως σταδιακά…

Σταδιακά και απόλυτα συνειδητά. Γιατί ξέρω καλά τι είναι η Επίδαυρος, από βρεφική ηλικία. Έχω θερμομετρήσει και σφυγμομετρήσει τις ανοχές του κοινού. Ξέραμε ότι οι αλλαγές εκεί έπρεπε να γίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχε μελέτη πίσω από κάθε βήμα μας, μια συνολική προσέγγιση -συνδυασμός καλλιτεχνικών γλωσσών, διαφορετικών προσεγγίσεων, νέων και αρχαίων έργων, συνεργασιών.

Πώς οργανωθήκατε;

Καταρχάς υπήρχε ένα μακροπρόθεσμο πλάνο και κάποια απ’ τα βασικά σημεία του τα είχα αναφέρει απ’ την αρχή. Ένα απ’ αυτά ήταν η ανανέωση της κληρονομιάς του αρχαίου δράματος. Ήδη απ’ την δεύτερη χρονιά -η πρώτη ήταν του COVID, δημιουργήσαμε τον κύκλο Contemporary Ancients και φέραμε στην Επίδαυρο νέα συγγραφέα, την Μάγια Τσάντε, που έγραψε τον δικό της «Οιδίποδα» με τον Τόμας Οστερμάιερ.

«Ελπίζω πως καταφέραμε να δείξουμε ότι δεν είναι ένα πράγμα το Αρχαίο Δράμα».

Πήγαμε μαλακά. Η μετατόπιση που προσπαθήσαμε να πετύχουμε ήταν σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο στο κομμάτι του Αρχαίου Δράματος. Σε κάποιους, ας πούμε, φάνηκε παράξενο που φέραμε τον Καβάκο να παίξει μόνος στην Επίδαυρο το 2020. Φέτος έχουμε τον Κουρεντζή. Κάναμε την εικαστική εγκατάσταση στη μικρή Επίδαυρο με την Αιμιλία Παπαφιλίππου. Όμως βάλαμε μόνο δύο συναυλίες στα έξι χρόνια. Συνειδητά. Θα είναι λάθος να γίνει η Επίδαυρος ένα ακόμα φθινοπωρινό Ηρώδειο, με λίγο απ’ όλα. Για εμάς είχε ενδιαφέρον ν’ανοίξουμε το ρεπερτόριο δραματουργικά, πάντα με άξονα το αρχαίο δράμα  και την μετεξέλιξή του. Φέραμε κάποιους απ’ τους μεγαλύτερους θεατρικούς οργανισμούς της Ευρώπης.

Επίδαυρος σημαίνει αρχαίο δράμα;

Ή αρχαίοι μύθοι, έπη, ή νέα έργα, εμπνευσμένα απ’ τους κύκλους αυτούς. Κάναμε πολλά τέτοια γιατί ήταν μέσα στους βασικούς μας στόχους -Ροντρίγκεζ, Μουαουάντ, Τσάντε, ακόμα κι ο Κάστορφ, κι ας ανήκει σε μια άλλη δραματουργική σχολή. Το κάναμε σταδιακά, αλλά πιστεύω ότι κερδίσαμε την εμπιστοσύνη του κοινού -φαίνεται και στα νούμερα, η αύξηση είναι θεαματική. Θέλω να ελπίζω πως καταφέραμε να δείξουμε ότι δεν είναι ένα πράγμα το Αρχαίο Δράμα -κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Ένιωσα την δύναμη ότι μπορώ να προτείνω αυτές τις αλλαγές, επειδή αγαπώ και μελετώ αυτό το είδος, στο οποίο επιστρέφω και εγώ ως σκηνοθέτιδα, μ’ αφορά καλλιτεχνικά. Δεν το θεωρώ πεθαμένο.

Υπήρξε λοιπόν συνολική προσέγγιση γύρω απ’ το Αρχαίο Δράμα, ακόμα και τον χειμώνα, το εργαστήρι «Morphés» για τη μόδα. Έλεγαν κάποιοι με δυσπιστία «η Ευαγγελάτου έφερε τη μόδα στο Φεστιβάλ…». Μα την έφερα για να κάνει διάλογο με το αρχαίο δράμα –όπως και το κόσμημα, η κεραμική, οι τέχνες του χαρτιού και άλλα εργαστήριά μας. Εξαπλώσαμε ένα πλάνο σε πολλές δραστηριότητες και νομίζω πως μια απ’ τις αλλαγές που έγιναν εμφανείς είναι ότι είχαμε δραματουργία στο Φεστιβάλ.

Και μια διασύνδεση με τη Μικρή Επίδαυρο…

Βεβαίως, με τον κύκλο Contemporary Ancients, από το 21. Αναθέσεις συγγραφής νέων έργων, εμπνευσμένων απ’ το Αρχαίο Δράμα. Μια ολόκληρη εκδοτική σειρά πια, πάνω από 15 έργα! Φέτος  μάλιστα, ο κύκλος διευρύνεται στο μουσικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Μια συναρπαστική ταινία πάνω στην «Ηλέκτρα», που φτιάξαμε με την Ακαδημία Κινηματογράφου, από επτά σκηνοθέτες.

«Δεν έχουμε αποκλείσει κανέναν θεατή απ’ την Επίδαυρο. Έχουμε ανοίξει, όμως, τη βεντάλια, έρχεται περισσότερος νέος κόσμος».

Υπήρξε καχυποψία;

Καταρχάς προσπάθησα -και κάθε χρόνο προσπαθώ, ακόμα και τώρα που είναι ο έκτος, να υπάρχουν ποιοτικές παραστάσεις για όλους. Ο θεατής που προτιμάει ένα πιο κλασικότροπο -ας το πούμε- ανέβασμα, θα το βρει, κάθε χρόνο, στο πρόγραμμά μας. Αν προτιμάει ένα καινούριο έργο, ή μια πιο «λοξή» σκηνοθεσία, θα τα βρει επίσης. Δεν έχουμε αποκλείσει κανέναν θεατή απ’ την Επίδαυρο. Έχουμε ανοίξει, όμως, τη βεντάλια, έρχεται περισσότερος νέος κόσμος. Επίσης προσπάθησα να ’χω εναλλαγή στους σκηνοθέτες, να μην βλέπουμε τους ίδιους κάθε χρόνο.

Η Επίδαυρος είναι ο μεγάλος κριτής;

Η Επίδαυρος λόγω κλίμακας ακούγεται περισσότερο, ιδίως αν δημιουργηθεί ενόχληση. Στην πραγματικότητα όμως, κρίνεσαι απ’ την συνολική δουλειά. Επίσης να προσθέσω ότι η Πειραιώς 260 έχει φανατικό κοινό όλων των ηλικιών. Εκεί τα έργα είναι πιο προστατευμένα, γιατί ο χώρος δεν συνδέεται με την αρχαία κληρονομιά -τότε αρχίζουν τα προβλήματα.

Αρχαιολαγνεία;

Υπάρχει μια τεράστια στροφή συντηρητική, το παρατηρούμε διεθνώς, ιδιαιτέρως όμως στην Ελλάδα. Συνδέεται με την ανάγκη να διατηρούμε αλώβητους τους αρχαίους ημών προγόνους, να ανατρέχουμε σε ιδεώδη, να βολευόμαστε με επιτεύγματα του παρελθόντος, να φοβόμαστε το νέο, το διαφορετικό. Αυτά έχουν δημιουργήσει πολλές παρεξηγήσεις, όπως το τι είδους τέχνη «μπορούμε» να παρουσιάζουμε στα αρχαία θέατρα. Και βλέπω μια όλο και μεγαλύτερη δυσκολία τα τελευταία χρόνια, ως ένα φαινόμενο όμως που αντικατοπτρίζει γενικά τη στροφή της κοινωνίας σ’ έναν νεοσυντηρητισμό, ακόμα και στα 20χρονα παιδιά. Με σοκάρει -όλους μας, νομίζω, και δεν ξέρω πού θα οδηγήσει.

Στο Ηρώδειο πάντως δεν άλλαξαν πολλά…

Προσπαθήσαμε να το αλλάξουμε, να το ταρακουνήσουμε λιγάκι. Βάλαμε νέα, σύγχρονη μουσική, εκτός φυσικά απ’ τους κύκλους τζαζ ή σύγχρονης ελληνικής, που υπήρχαν ήδη. Δεν ήταν πάντα επιτυχημένο αυτό, γιατί και το κοινό που πάει σ’ αυτές τις συναυλίες δεν ευχαριστιέται αν δεν μπορεί να σηκωθεί, να χορέψει. Οπότε δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό το πείραμα. Έτσι φέτος επικεντρωθήκαμε σ’ έναν τεράστιο κύκλο κλασικής μουσικής με φοβερά ονόματα, κορυφαίους ερμηνευτές απ’ όλο τον κόσμο. Για τα πιο χορευτικά  έχουμε φέτος τον Λυκαβηττό.

Είμαι χαρούμενη για το άνοιγμα στον Λυκαβηττό και θέλω να πιστεύω ότι στα χρόνια που έρχονται θα εγκαθιδρυθεί η συνεργασία, όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά και ενόψει των εργασιών στο Ηρώδειο.

«Υπήρχαν πράγματα που θα ’θελα να τα ’χω κάνει καλύτερα. Όταν, ας πούμε, αναθέτεις ένα έργο, προφανώς δεν μπορείς να ξέρεις το αποτέλεσμα. Αλλά αυτή είναι κι η γοητεία».

Τι δεν θα ξανακάνατε;

Δύσκολο ερώτημα. Γίνανε και λάθη σίγουρα, υπήρξαν και παραλείψεις. Δεν ήταν όμως από πρόθεση. Είναι ένα πολύ δύσκολο καράβι το Φεστιβάλ -με διαφορά ο δυσκολότερος πολιτιστικός οργανισμός της χώρας. Γιατί αγκαλιάζει όλα τα είδη, θέλει εξοικείωση με ολόκληρο το φάσμα των τεχνών και να χτίσει κανείς μια γερή ομάδα καλλιτεχνικών συνεργατών -αισθάνομαι τυχερή για τους ανθρώπους που ήταν στο πλάι μου αυτή την εξαετία. Το γεγονός ότι αγκαλιάζει όλες τις τέχνες είναι μαγικό, αλλά η τελική επιλογή είναι απαιτητική και σύνθετη διαδικασία. Απ’ την άλλη, δεν είναι μόνο δύσκολο το Φεστιβάλ, είναι και το πιο προβεβλημένο, εξαιτίας της διεθνούς του απήχησης, αλλά και των αρχαίων μνημείων. Άρα η έκθεση αλλά και η επιδραστικότητα είναι μεγαλύτερη.

Παίρνει λίγο χρόνο να μάθεις τα πράγματα, τις διαδικασίες, την λειτουργία του. Χρειάζεσαι χρόνο να τα αφουγκραστείς και να τα διαχειριστείς.

Τι δεν θα ξανάκανα; Δεν μπορώ να πω τώρα κάτι συγκεκριμένο. Υπήρχαν πράγματα που θα ’θελα να τα ’χω κάνει καλύτερα. Όταν, ας πούμε, αναθέτεις ένα έργο, προφανώς δεν μπορείς να ξέρεις το αποτέλεσμα. Αλλά αυτή είναι κι η γοητεία. Με εκατό παραγωγές μέσα σε τρεις μήνες, εννοείται ότι δεν μπορεί όλες να ’ναι το ίδιο επιτυχημένες.

Η δεύτερη τριετία λειτούργησε καλύτερα;

Ναι, σαφώς. Νομίζω ότι εκεί μπόρεσα να ολοκληρώσω τη δουλειά με τους συνεργάτες μου. Χωρίς την δεύτερη τριετία θα ήταν δυσκολότερο να καταλάβει κανείς τι θέλαμε να κάνουμε, γιατί ο πρώτος ενάμισης χρόνος χάθηκε με τον covid. Ήδη μια τριετία είναι λίγη, σε ‘μας ήταν μισή -εφιάλτης εκείνη η εποχή…  Καθοριστικής σημασίας η άψογη συνεργασία με το Διοικητικό Συμβούλιο, και πρώτα απ’ όλα με τον Πρόεδρό μας εδώ και έξι χρόνια, τον Δημήτρη Πασσά. Σπάνιος άνθρωπος.

«Δεν αδικώ κανέναν αν νιώθει στεναχωρημένος γιατί κι εγώ έτσι θα ένιωθα».

Φεύγοντας απ’ το Φεστιβάλ, πώς περιμένετε να σας υποδεχτεί ο χώρος σας;

Αυτές οι θέσεις έχουν πολλά καλά, αλλά και πολλές δυσκολίες. Για μένα, ειλικρινά, μία απ’ τις μεγαλύτερες ήταν αυτό που περιέγραψα πριν ως χαρά: Η δυνατότητα να συμπεριλάβεις όλες τις τέχνες στο πρόγραμμα. Αλλά αυτό δημιουργεί και μεγάλη απογοήτευση, γιατί δεν μπορείς να τους έχεις όλους. Και φυσικά καταλαβαίνω ότι υπάρχουν πολλοί που πικράθηκαν, γιατί δεν καταφέραμε να βρούμε μία θέση για εκείνους και το έργο τους. Δεν αδικώ κανέναν αν νιώθει στεναχωρημένος γιατί κι εγώ έτσι θα ένιωθα.

Συχνά βέβαια γίνονται και προτάσεις που δεν ανήκουν στον κόσμο του Φεστιβάλ, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, που ίσως προορίζονταν για άλλους χώρους, άλλης κλίμακας, άλλο κοινό. Συχνά εξηγούσα εγώ η ίδια στους συναδέλφους καλλιτέχνες τις αιτίες για την μη συμμετοχή τους, ιδιαιτέρως σε ανθρώπους με μία ιστορία στα καλλιτεχνικά πράγματα. Γιατί δεν ήθελα να θεωρηθεί απόρριψη ή να το πάρουν προσωπικά.

Κάποιοι κατανοούσαν, άλλοι όχι. Καταλαβαίνω λοιπόν φεύγοντας από δω ότι προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που θα είναι στεναχωρημένοι, απογοητευμένοι -πολλοί το εκφράζουν και δημόσια, μέσα στο παιχνίδι είναι. Όμως θέλω να σταθώ στους χιλιάδες καλλιτέχνες που έγιναν μέλη της μεγάλης οικογένειας του Φεστιβάλ, μας εμπιστεύτηκαν, και δημιουργήσαμε μαζί για το κοινό αξέχαστες εμπειρίες.

Γυναίκα στο τιμόνι: Ενόχλησε;

Για να είμαι ειλικρινής δεν νομίζω ότι οι όποιες δυσκολίες, εμπόδια ή κριτική που μπορεί να δέχτηκα πήγαζαν πρωτίστως απ’ το φύλο μου. Στοιχεία που ενόχλησαν επίσης ήταν το νεαρόν της ηλικίας μου όταν ανέλαβα αλλά και το επώνυμό μου. Ωστόσο, εγώ έβαλα πάνω απ’ όλα το Φεστιβάλ, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όσα θελήσαμε να κάνουμε με τους συνεργάτες μου, και όλη την ομάδα, εξυπηρετώντας ένα μεγαλύτερο όραμα.

Όσα εξήγησα προηγουμένως για το Αρχαίο Δράμα, για την εξωστρέφεια με τους διεθνείς καλλιτέχνες που φέραμε, αλλά και με την δημιουργία του grape-Greek agora of performance, της πρώτης συστηματικής πλατφόρμας για την εξαγωγή των ελληνικών παραστάσεων -μέχρι σήμερα έστειλε τα έργα μας σε 40 πόλεις σ’ όλον τον κόσμο. Θελήσαμε να προσελκύσουμε ευρύτερο κοινό, να κάνουμε το Φεστιβάλ ν’ αφορά όλους και όλες, ν’ ανανεώσουμε το προφίλ του, να μιλήσουμε για την εποχή μας με τόλμη, να το κάνουμε πιο εξωστρεφές, να μιλήσουμε για τέχνες σε κύκλους που δεν είχαν συστηματική επικοινωνία μαζί μας -επιχειρηματικούς, λ.χ., και να γίνουν συνοδοιπόροι μας.

«Ως γυναίκα ειδικά, άκουσα σχόλια για την επιμονή μου, για τις πολλές ώρες που βρισκόμουν στο γραφείο, για την εμφάνισή μου».

Νομίζω ότι σ’ έναν μεγάλο βαθμό τα καταφέραμε -θα το δείξουμε αναλυτικά και στον απολογισμό. Αυτά όλα μπορεί να ξένισαν, να έφεραν αντιστάσεις. Δεν ήταν συνηθισμένα. Γνώμονας ήταν πάντα το υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Όταν τα συνυπολογίσει κανείς όλα -φύλο, ηλικία, καταγωγή αλλά και κάτι ακόμα, το γεγονός ότι είμαι ενεργή καλλιτέχνης με κάποιο, μικρό ή μεγάλο, αποτύπωμα, ίσως αντιληφθεί καλύτερα τους λόγους που κρύβονται πίσω από ορισμένα κακόβουλα σχόλια. Υπήρχε, στην αρχή ιδίως, αρκετά μεγάλη αντίσταση αποδοχής κάποιων πρωτοβουλιών, ή και επιτυχιών. Ως γυναίκα ειδικά, άκουσα σχόλια για την επιμονή μου, για τις πολλές ώρες που βρισκόμουν στο γραφείο, για την εμφάνισή μου. Αναρωτιέται κανείς γιατί τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά θεωρούνται προτερήματα σ’ έναν άνδρα- όχι επίμονος αλλά δυναμικός, όχι υστερικός με τη δουλειά, αλλά παθιασμένος και τελειομανής!

Σκεφτόσασταν συχνά τους γονείς σας;

Βέβαια. Συνέχεια. Μου κόστισε ότι δεν το ζήσαμε μαζί όλο αυτό.

«Ακούγατε» τις συμβουλές του Ευαγγελάτου;

Περισσότερο στη διοίκηση-οργάνωση του Φεστιβάλ, παρά στις σκηνοθεσίες. Οι γονείς μου δεν ήταν άνθρωποι που έδιναν συμβουλές. Μέσα απ’ τον τρόπο που ζούσαν περνούσαν τις αρχές τους, το πάθος τους για το θέατρο, την αγάπη τους για την τέχνη, την οικογένεια, την πίστη τους στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Μ’ επηρέασαν βαθιά. Τους άκουγα και τους ακούω. Είναι ωραίο, γιατί συνεχίζουν να ζουν.

Ήταν σαφές για εσάς ότι δεν θα κάνατε μια ακόμα τριετία;

Έξι χρόνια ήταν αρκετά για τη φάση στην οποία βρίσκομαι τώρα. Γενικώς είμαι υπέρ μιας μεγαλύτερης διάρκειας της θητείας των καλλιτεχνικών διευθυντών. Υπάρχουν διάφορα συστήματα στο εξωτερικό  (5+3, 4+4+2 χρόνια κ.ά.). Σίγουρα η τριετία δεν είναι αρκετή. Η συνέχιση αυτού του συστήματος, φανερώνει την απαξίωση που υπάρχει για τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα διαχρονικά στην Ελλάδα αλλά και την περιορισμένη αντίληψη του νομοθέτη αναφορικά με την συνθετότητα μιας τέτοιας διευθυντικής θέσης.

Φέτος το Φεστιβάλ έχει μεγάλους χορηγούς. Θα μπορούσατε να το αναπτύξετε περισσότερο στο μέλλον;

Προφανώς. Πολλά πράγματα θα μπορούσε κανείς να κάνει αν έμενε κι άλλο. Αλλά επειδή είμαι ενεργή καλλιτέχνις, και βρίσκομαι ίσως στη πιο παραγωγική δεκαετία της ζωής μου, όφειλα να σταθμίσω σοβαρά τις επιλογές μου. Και μου έλειπε τρομερά το θέατρο -αν και δεν σταμάτησα να σκηνοθετώ. Επειδή όμως ο τρόπος που εργαστήκαμε ήταν με 1000χλμ την ώρα και όχι με 200, πιστεύω ότι καταφέραμε αυτά που κάποιος θα κατάφερνε σε μεγαλύτερο διάστημα. Και κλείνω την θητεία μου με το επετειακό έτος που σχεδιάζαμε χρόνια και εύχομαι να ’χει μεγάλη επιτυχία.

«Ήρθε η στιγμή που είπα ότι έχω ανάγκη τώρα ν’ αλλάξω και να βάλω το προσωπικό μου έργο σε προτεραιότητα».

Το Φεστιβάλ, έτσι όπως έχει μάλιστα ανθίσει και έτσι όπως δουλεύαμε εμείς, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Οπότε ήρθε η στιγμή που είπα ότι έχω ανάγκη τώρα ν’ αλλάξω και να βάλω το προσωπικό μου έργο σε προτεραιότητα. Αφήνω όμως έναν οργανισμό δυναμικό, εύρωστο και πλουραλιστικό. Οι επιλογές του νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή είναι πολλές…

Του Μιχαήλ Μαρμαρινού

Και είμαι σίγουρη ότι θα φέρει στο Φεστιβάλ όλες τις αρετές που διαθέτει. Έχει πολλή όρεξη. Έχουμε ήδη συνεργασία. Είναι άλλωστε πολύ σημαντικό ότι υπάρχει αυτή η έγκαιρη διαδοχή -δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Πρώτα είναι ο «Ιππόλυτος», τον Ιούνιο στο Ηρώδειο, με τη νέα διανομή που πήγαμε στον Χονγκ Κονγκ. Ακολουθεί η «Λυσιστράτη», τον Μάρτιο του 2026 στην Σανγκάη με κινέζους ηθοποιούς, μια ανάθεση-συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο της Σανγκάης και το Hong Kong Arts Festival. Δουλεύω ήδη στην διασκευή. Οι πρόβες θα γίνουν απ’ τον Ιανουάριο στη Σανγκάη, η πρεμιέρα στο Χονγκ Κονγκ -μετά η παράσταση θα επιστρέψει στην Σανγκάη. Είμαι ενθουσιασμένη μ’ αυτή την συνεργασία.

Σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το εξωτερικό;

Δεν μπορώ να πω ότι μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ την Ελλάδα, γιατί μου ’λειψε τρομερά να κάνω συχνότερα δουλειές εδώ. Υπάρχουν πράγματα που έβαλα στο πλάι, που προέκυψαν και δεν μπορούσαν να γίνουν. Δεν έκλεισαν όμως. Μετατέθηκαν, οπότε ανυπομονώ να τα βάλω μπροστά.

Μετά απ’ αυτή την εξαετία, νιώθω πλήρης. Νιώθω ότι φεύγω σε μια πολύ καλή στιγμή του Φεστιβάλ. Το αφήνω υγιές, δυνατό, με ανοιγμένα τα φτερά του στο εξωτερικό μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από ό,τι προηγουμένως. Με μεγάλες ευκαιρίες για τους Έλληνες καλλιτέχνες, με κάποιες πλατφόρμες και πρωτοβουλίες επιτυχημένες, που ελπίζω ότι θα παραμείνουν, με ενισχυμένη την διεθνή ακτινοβολία. Είναι ωραία να φεύγει κανείς έτσι. Δεν είμαι άλλωστε άνθρωπος που μένει στάσιμος.

Να ζήσετε και λίγο…

Αχ ναι! Μα δεν έζησα σχεδόν καθόλου! Είναι πολύ δύσκολο για την προσωπική σου ζωή να ’χεις μια τέτοια θέση. Απαιτεί την πλήρη αφοσίωσή σου -όλα τ’ άλλα μένουν πίσω.

Θα σας λείψει η ρουτίνα του;

Σίγουρα θα μου λείψει διότι εδώ και έξι χρόνια έχω αναπτύξει έναν πολύ συγκεκριμένο, ιλιγγιώδη τρόπο ζωής. Δεν μπορείς απ’ τα 1000 χλμ. την ώρα να πέσεις στο μηδέν. Βέβαια, ας μην κρυβόμαστε, δεν πρόκειται να πέσω στο μηδέν, δεν είναι στη φύση μου… Μετά τον Αύγουστο όμως, έχω ανάγκη να κάνω λίγες διακοπές και να κοιτάξω, ήρεμη, τη θάλασσα.

*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας