«Σιωπή, ηρεμία και ησυχία. Προηγείται η Επίδαυρος». Με αυτά τα λόγια ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σχολίασε στο «Βήμα» την ανάληψη των νέων του καθηκόντων. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, σαφώς χαρούμενος, ικανοποιημένος, αλλά και μετρημένος εν όψει της πρεμιέρας του στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ετοιμάζεται για τα νέα του καθήκοντα. Στο τέλος Αυγούστου θα παραλάβει από την προκάτοχό του τα ηνία του κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της χώρας, μετά την εξαετή επιτυχημένη πορεία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, η οποία και δήλωσε ότι αποχωρεί.
Την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ανακοίνωσε το όνομα του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ευχαριστώντας θερμά τη νυν καλλιτεχνική διευθύντρια για το έργο της, από το 2019 ως τώρα. Αλλωστε το φετινό επετειακό καλοκαίρι των 70 χρόνων του Φεστιβάλ αποτελεί δείγμα της δουλειάς που προηγήθηκε και θέτει το πλαίσιο για μια γόνιμη συνέχεια.
«ζ – η – θ / Ο Ξένος»
Ωστόσο, ως το τέλος του καλοκαιριού που θα γίνει η παράδοση – παραλαβή, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό περιμένει μια πρεμιέρα, γι’ αυτό και είναι ήδη στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα παραμείνει. Βρίσκεται στο στάδιο των προβών για τη νέα παράσταση με τον τίτλο «ζ – η – θ / Ο Ξένος» που θα ανέβει στην Επίδαυρο στις 11 και 12 Ιουλίου σε συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Οπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «αυτή η επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της «Οδύσσειας» είναι μια επιστροφή στις πηγές» και μαζί ένα ταξίδι στην προφορική αφήγηση, το πιο βαθύ μυστήριο του θεάτρου.
«Κάνω πολύωρες πρόβες, κι αυτή είναι τώρα η προτεραιότητά μου. Κάθε μέρα μας συναρπάζει ο Ομηρος, με τη θεματολογία και την ποίηση με την οποία ερχόμαστε σε επαφή». Αμέσως μετά την πρεμιέρα, θα ξεκινήσει την περιπέτεια του Φεστιβάλ, αφιερώνοντας το μυαλό, τη σκέψη, τον χρόνο, το ταλέντο και την έμπνευσή του.
Καλλιτέχνης που εδώ και σαράντα χρόνια έχει καταθέσει πολλή δουλειά στο θέατρο, ο Μαρμαρινός πιστεύει στη «δραματουργία ως σκηνοθεσία» και μέσα από αυτό το πρίσμα πορεύεται. Με τις παραστάσεις του έχει καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού, φέρνοντας την έκπληξη πάνω στη σκηνή, χωρίς να ενδίδει σε ευκολίες και εντυπωσιασμούς. Με μια προσωπικότητα που γοητεύει και προκαλεί, συγκροτημένος, με πλούσια φαντασία, ενέταξε πολλά νέα στοιχεία στις παραστάσεις του, φέρνοντας το προσωπικό σε δημόσια προβολή, ενίοτε μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο.
Ο καπετάνιος παππούς του
Θα μπορούσε να λέγεται Μιχάλης Τόλης. Προτίμησε όμως, αντί για το δισύλλαβο επώνυμό του, να διαλέξει το πατρικό της μητέρας του, που ήταν και το πλήρες ονοματεπώνυμο του καπετάνιου και μηχανικού της θάλασσας παππού του, κι ας μην πρόλαβε να τον γνωρίσει.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός γεννήθηκε την άνοιξη του 1956 στην Αθήνα, με καταγωγή από το Μεσολόγγι και την Ηπειρο, την Αίγινα και την Οδησσό. Ο πατέρας του ήταν υψηλόβαθμος στρατιωτικός της Χωροφυλακής. Αν και η οικογένειά του δεν είχε σχέση με την τέχνη, ο ίδιος απολάμβανε τις αφηγήσεις του πατέρα του, γι’ αυτό και η αφήγηση παραμένει, με έναν τρόπο, ισχυρό συστατικό της δουλειάς του. Θέατρο πρωτοείδε στην Ε’ Γυμνασίου – ήταν «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» με τον Μίμη Φωτόπουλο. Ωστόσο είχε ήδη σκηνοθετήσει μια σχολική παράσταση με έναν φίλο του, το «Σέργιος και Βάκχος» του Καραγάτση. Και αγάπησε βαθιά τον Καραγάτση.
Βιολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία
Σπούδασε Βιολογία στη Θεσσαλονίκη και στα κενά του παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας. Πτυχίο πήρε τελικά από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να επιστρέψει – με μεταγραφή.
Στην Αθήνα άρχισε να ασχολείται με την τέχνη. Πήγε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης αλλά στο δεύτερο έτος άλλαξε για τη σχολή Κατσέλη. Ο Πέλος και η Αλέκα Κατσέλη τον καθόρισαν. Σκεφτόταν να φύγει για μεταπτυχιακά στον Καναδά – ψυχόδραμα, αλλά τον «σταμάτησε» ο «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, εκείνη η πρώτη παράσταση του 1981, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.
Μετά τη σχολή ήξερε ότι ήθελε να φτιάξει και να δουλέψει με ομάδες. Με την Αντζελα Μπρούσκου, έφτιαξαν τη θεατρική ομάδα Διπλούς Ερως και από την Μπρούσκου γνώρισε στη συνέχεια την Αμαλία Μουτούση, που μπήκε στην ομάδα. Μαζί, στο υπόγειο του θεάτρου Ιλίσια, το Ιλίσια-Στούντιο, έδωσαν τις πρώτες τους παραστάσεις, προκαλώντας αίσθηση μέσα στη δεκαετία του ’90 με έργα όπως «Ελευθερία στη Βρέμη», «Camera degli Sposi», «Αλτουσέρ Ροκ», «Φάρσα Κάλνταγουεϊ», «Ρομαντισμός» και τις συμπράξεις τους με ξένους καλλιτέχνες.
Το 1998 ο Διπλούς Ερως έδωσε την θέση του στο Theseum Ensemble στο θέατρο Θησείον, με τον ίδιο να προσθέτει μια νέα πτυχή στην θεατρική του πορεία εστιάζοντας (και) στο devised. «Ο Εθνικός Υμνος» του 2002 αποτέλεσε σταθμό στο ελληνικό θέατρο και οι παραστάσεις που ακολούθησαν δημιούργησαν μια νέα σχέση του κοινού με τη θεατρική τέχνη, κάτι που φάνηκε και ως το πρόσφατο «Κομμώτριες – Μεταπολίτευση».
Σκηνοθέτης, ηθοποιός, καθηγητής
Ενδιαμέσως και παραλλήλως συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης αλλά και ηθοποιός με το Αμόρε, το Εθνικό Θέατρο, το Φεστιβάλ («Πεθαίνω σα χώρα», «Inssenso», «Ηρακλής μαινόμενος», «Νοh-Νέκυια», «Λυσιστράτη», «Ιχνευτές»), την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ενώ δούλεψε πολύ και στο εξωτερικό, εντός και εκτός Ευρώπης. Καλλιτεχνικός διευθυντής της Ελευσίνας 2023 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, άφησε κι εκεί το στίγμα του με το πρόγραμμα και τις καλλιτεχνικές του πρωτοβουλίες ενταγμένες στην πόλη και το τοπίο της Ελευσίνας.
Από το 1994 διδάσκει θέατρο – πρώτα στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και από το 2006 ως σήμερα είναι τακτικός καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, έχει διευθύνει εργαστήρια και έχει κάνει σεμινάρια ενώ έχει διακριθεί και βραβευθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Είναι παντρεμένος με τη Βέρικο, την οποία γνώρισε στην πατρίδα της, τη Γεωργία, όταν εκείνη σπούδαζε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο και η οποία ήξερε ήδη ελληνικά. Εχει έναν 23χρονο γιο, τον Λούκα.