Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μετράει εξήντα πέντε χρόνια στη σκηνή -μεγάλο μέρος αυτής της διαδρομής το αφηγείται σήμερα στο ΒΗΜΑ Talks. Από τα μπουλούκια με τους γονείς του, τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και το πρόσφατο «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην», έχει φάει το θέατρο με το κουτάλι. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, με δάσκαλο τον Κουν, γιατί το Εθνικό τον απέρριψε… Τώρα ετοιμάζεται για την καλοκαιρινή του περιοδεία με το «Εκείνος κι εκείνος». Είναι 90 χρόνων.
Είχατε την αίσθηση, ξεκινώντας, πόσο δύσκολη δουλειά είναι το θέατρο;
Όχι καθόλου. Ίσα-ίσα που ήταν για μας μεγάλη χαρά τότε. Και τώρα χαρά είναι, αλλά έχουν δυσκολέψει τα πράγματα, και από άποψη εργασίας, ειδικά για τους νέους ανθρώπους, και γενικά έχει δυσκολέψει όλη μας η ζωή. Από λεπτομέρειες, όπως είναι το κυκλοφοριακό, που ξεκινάς απ’ το σπίτι σου για να πας στο θέατρο και θες μια ώρα και … Σκεφτόμουν ότι παλιότερα όταν ξεκινάγαμε να πάμε στην παράσταση ήταν πολύ ήρεμα τα πράγματα. Πηγαίναμε, συγκεντρωνόμαστε, μιλάγαμε μεταξύ μας, χαριτολογούσαμε, ήταν ένα πανηγύρι. Τώρα έχεις ένα άγχος να κατέβεις, να προλάβεις, κι όλα αυτά με τα νεύρα τεντωμένα. Πρέπει να έχεις μεγάλη εμπειρία, όπως εγώ, 65 χρόνια, για να μπορείς εύκολα να περάσεις απ’ όλο αυτόν τον εκνευρισμό στην παράσταση. Πρέπει να έχεις περάσει από πολλά, να έχεις ζήσει σε πολύ άσχημες καταστάσεις, να έχεις σκληραγωγηθεί, όπως εγώ, με τα μπουλούκια της μητέρας μου μέσα στον Εμφύλιο.
Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια;
Με έπαιρναν μαζί της η μητέρα μου και ο πατέρας μου και πηγαίναμε τότε το ’46-’47 με τα μπουλούκια. Ήταν η χειρότερη περίοδος της χώρας. Η πείνα ήταν μεγάλη, οι άνθρωποι που έμπαιναν στο θέατρο ήταν ελάχιστοι. Κοιμόμαστε καμιά φορά ακόμα και πάνω στο τσιμέντο του κινηματογράφου, άλλες φορές σε κάτι άθλια πανδοχεία, οπότε σκληραγωγήθηκα.
Σας καθόρισε όλο αυτό;
Πιστεύω ότι, για μένα τουλάχιστον, έκανε πολύ καλό. Μπορεί να πέρασα βασανιστικά χρόνια, αλλά άμα έχεις περάσει τόσο πολλά και δύσκολα πράγματα, τα υπόλοιπα, μετά, σου φαίνονται πολύ λιγότερα. Όπως, θυμάμαι ότι όταν μου είπαν ότι πέθανε η μητέρα μου, έβγαινα σε 5 λεπτά στη σκηνή. Βγήκα παραζαλισμένος, δεν θυμάμαι τι έλεγα, σαν αυτόματος πιλότος. Ήταν σε μια επιθεώρηση στο θέατρο Καλουτά. Και να ήταν μόνο αυτό, είναι τόσα πολλά.
«Εγώ θέατρο έκανα. Τσαλαβουτούσα σε όλα τα είδη».
Όπως, φαντάζομαι, αυτό το «κουδούνι» που χτυπάει κάθε μέρα την ίδια ώρα για να ετοιμαστεί ο ηθοποιός να βγει στην σκηνή;
Αυτό δεν είναι εύκολο. Πρέπει δηλαδή να γεμίσεις τις μπαταρίες σου και να βγεις στη σκηνή παρά τα ψυχολογικά σου ή οτιδήποτε άλλο έχεις. Δυο χρόνια τώρα με τον φίλο μου τον Αποστόλη Τότσικα παίζαμε το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην» και φορτώναμε καθημερινά την μπαταρίες μας. Μπορεί να μην έχει τις εμπειρίες τις δικές μου ο Αποστόλης, αλλά ήταν τόσο πολύ παρών σε όλο αυτό. Μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, είχαμε χημεία. Πραγματικά το θαύμασα το παιδί.
Δεν γνωριζόσασταν πριν;
Όχι, καθόλου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ταιριάξει η χημεία δύο ηθοποιών και ειδικά όταν είναι μόνοι τους επί σκηνής και δεν είναι ένας μεγάλος θίασος. Τώρα κάνω το «Εκείνος κι Εκείνος» του Κώστα Μουρσελά, μαζί με τον Λεωνίδα Κακούρη, τον φίλο μου τον Σταρόβα και την Σοφία Μανωλάκου, ένα κορίτσι πολύ ταλαντούχο. Το διασκεύασε και το σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Ρήγας. Σκοπεύουμε να πάμε περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα και να το φέρουμε κι εδώ, στο θέατρο Αργώ, τον χειμώνα.
Ιδιαίτερο κείμενο αυτό του Μουρσελά…
Ναι, πιστεύω ότι είναι ένα πνευματικό δημιούργημα αυτό το έργο. Γιατί; Θα μπορούσα να πω ότι, σε μια αναλογία, το «Εκείνος κι εκείνος» θυμίζει Μπέκετ.
Είναι τόσο ωραίο, τόσο φιλοσοφημένο, τόσο αληθινό και εμπνευσμένο έργο. Είναι τόσο πραγματικοί αλλά και σουρεάλ οι τύποι, που όταν διαβάσαμε, σκεφτήκαμε, ως ένα σημείο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Είναι κι αυτά τα ζευγάρια που αλληλοσυμπληρώνονται -μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν…
Αυτοί οι δύο ήρωες αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου, τις σκέψεις και την ζωή τους. Που θα μπορούσαν να είναι όλα διαφορετικά, αλλά δυστυχώς δεν είναι, γιατί, όπως λένε, υπάρχει το σύστημα. Και με το σύστημα αυτό δεν μπορούμε να επιβιώσουμε.
Εσείς πορευτήκατε εντός συστήματος;
Εγώ πιστεύω ότι δεν με προβλημάτισε πάρα πολύ το σύστημα. Ζούσα πάντα και ένιωθα ότι ήμουν ελεύθερος, ότι δεν είχα δεσμεύσεις. Έκανα θέατρο χωρίς να σκέφτομαι, ας πούμε πως το σύστημα μπορεί να με καταπιεί. Το σύστημα για μένα είναι άλλα πράγματα. Είναι αυτό που λέμε ότι συχνά δημιουργούνται κάποια λόμπι μέσα σε ορισμένες δουλειές. Και μέσα στο θέατρο υπάρχουν αυτά τα λόμπι, είναι εκεί και πρέπει να αντισταθείς. Διότι το να μπεις σε ένα λόμπι είναι εύκολο. Αλλά για να μπεις σ’ αυτό του λόμπι θα πρέπει να δώσεις κομμάτια απ’ τα πιστεύω σου, απ’ την ψυχή σου, να συμβιβαστείς.
Και δεν είναι εύκολο -έτσι δεν είναι; Θα πρέπει ας πούμε, κάθε μέρα να παίρνεις τηλέφωνα, να είσαι πολύ αγαπητός. Εγώ δεν τα μπορούσα όλα αυτά, γι’ αυτό κι έκανα θέατρο-θέατρο, όλα τα είδη του θεάτρου, ό,τι υπήρχε. Βέβαια, αυτό, δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο, απόλυτα σωστό. Δεν τράβηξα δηλαδή μία γραμμή και είπα -όπως τα λένε τώρα, αυτό είναι ποιοτικό θέατρο, εκείνο όχι. Εγώ θέατρο έκανα. Τσαλαβουτούσα σε όλα τα είδη, απ’ την επιθεώρηση στη φάρσα, απ’ τη φάρσα στο δράμα, απ’ το δράμα στο μιούζικαλ, απ’ το μιούζικαλ στην τραγωδία, απ’ την τραγωδία στον Αριστοφάνη.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν ξέρω αν κάνω καλά ή αν αυτό μπορούσε να μου κάνει πολύ κακό. Όμως, ανακάλυψα ότι η ειλικρίνεια με την οποία αποδίδω τον ρόλο και παίζω πάνω στη σκηνή, ανεξαρτήτως είδους ή έργου, αυτό είναι που έμεινε στον κόσμο. Ότι εγώ ήμουν, είμαι πάντα παρών στην σκηνή.
«Πιστεύω ότι είναι και λιγάκι πολυτέλεια να επιλέγεις. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η επιβίωση».
Μα αυτό δεν είναι ο ηθοποιός;
Αυτό είναι που ξεχωρίζει και αυτό είναι που μου συγχώρεσε ο κόσμος γιατί δεν μπορείς από επιθεώρηση ή φάρσα να πηγαίνεις στον «Αμπιγιέρ» ή στον Γιάννη Αγιάννη και τον κύριο Γκριν. Είναι μεγάλο άλμα. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος με ακολούθησε, μου το συγχώρεσε, διότι είπε ότι τουλάχιστον ό,τι και να κάνει ο Κωνσταντίνου δεν μας κοροϊδεύει.
Την τελευταία 20ετία, περίπου, συνέβη αυτό, αλλάξατε ρεπερτόριο. Έγινε συνειδητά;
Όχι, πιστεύω ότι έτυχε. Δεν έγινε ούτε εσκεμμένα ούτε το προσπάθησα. Εγώ πιστεύω ότι είναι και λιγάκι πολυτέλεια να επιλέγεις. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η επιβίωση. Πιστεύω δηλαδή ότι θα είσαι τυχερός αν καθίσει πάνω σου το αστέρι, που λένε. Αυτό συνέβη σ’ εμάς στην παράσταση με τον «Κύριο Γκριν». Δύο νέοι άνθρωποι, ο Αποστόλης και ο σκηνοθέτης ο Κώστας Γάκης, με πολύ κέφι και σκέψη αναρωτήθηκαν ποιος μπορεί να κάνει τον κύριο Γκριν, και σκέφτηκαν εμένα. Και γίναμε μια ομάδα με μία τρομερή διαφορά ηλικίας. Εγώ βέβαια κατέβηκα στη δικιά τους ηλικία, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν εκείνοι σε μένα, ούτε το ήθελα. Ταιριάξαμε και κάναμε ένα αριστούργημα.
Συνομιλείτε, γενικά, με νεότερους;
Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό. Πρέπει καταρχήν να έχεις ένα ήθος. Δηλαδή να μην είσαι ούτε εγωιστής ούτε μεγαλοσχήμων. Όπως κάποιοι που λένε ότι «αυτοί οι νέοι δεν έχουν ταλέντο» και άλλα τέτοια… Δεν υπήρξα ποτέ έτσι. Καταρχήν βοήθησα πάρα πολλούς νέους στην ζωή μου μέσα απ’ την τηλεόραση και το θέατρο, που τώρα έγιναν επώνυμοι, πρωταγωνιστές. Πάντα μ’ ενδιέφερε αν ένας άνθρωπος έχει ταλέντο. Όταν έβλεπα παιδιά, νέους ανθρώπους, να έχουν ταλέντο, κι όταν ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής, καθόμουν στην κουίντα και τους χάζευα που έπαιζαν. Αυτό λοιπόν δεν είναι εύκολο να το κάνουν οι μεγαλοσχήμονες και οι πρωταγωνιστές, που πολλές φορές κοιτάζουν την πάρτη τους και δεν τους ενδιαφέρει κανένας άλλος.
«Υπήρχαν όμως κάποιοι άλλοι που τσάκιζαν και κυνηγούσαν τους νέους, όπως κυνηγήθηκα κι εγώ όταν ήμουν νέος».
Φυσικά και γνώρισα πολλούς από αυτούς -κι εσείς τους ξέρετε. Και φυσικά δεν λέω ότι αυτό το έκανε ο Ηλιόπουλος ή ο Φωτόπουλος, που ήταν θείοι άνθρωποι, θεία ταλέντα… Υπήρχαν όμως κάποιοι άλλοι που τσάκιζαν και κυνηγούσαν τους νέους, όπως κυνηγήθηκα κι εγώ όταν ήμουν νέος. Γιατί όταν αντιλήφθηκαν ότι αυτός ο άνθρωπος έχει ταλέντο και θα πάρει μία θέση απ’ την οποία θα με παραγκωνίσει λίγο εμένα, πέρασα πάρα πολλά. Είχα γίνει το πρόσωπο της ημέρας τον καιρό εκείνο. Συζητούσαν τα βράδια και έλεγαν «έλα μωρέ ο Κωνσταντίνου», προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους ότι «δεν είναι τίποτα ο Κωνσταντίνου, θα περάσει, θα φύγει»…
Διαψεύστηκαν νομίζω…
Ακριβώς.
Είχατε μια πίστη στον εαυτό σας, μία πεποίθηση, ένα πείσμα, μία δύναμη. Από που πήγαζε αυτό;
Ακούστε… Τότε η απογοήτευση μπορούσε να σε καταβάλει και μπορούσε να σε εκμηδενίσει. Αλλά έβαλα ταμπέλα εγώ που έλεγε «έχω περάσει Κατοχή, έχω περάσει πολύ χειρότερα, οπότε δεν μ’ ενδιαφέρει τι λέτε, δεν με πειράζει καθόλου, δεν θίγομαι. Εγώ θα πολεμήσω» και θα φτάσω εκεί που έφτασα. Βέβαια η τύχη για μένα παίζει μεγάλο ρόλο και ας μην την πιστεύουν πολλοί -αρκεί να έχεις τα προσόντα. Ένας ατάλαντος ηθοποιός δεν μπορεί να πει δεν έχω τύχη, αλλά ένας ταλαντούχος, την χρειάζεται…
Η τύχη μου λοιπόν ήταν περίεργη. Ξεκίνησε όταν ο Σακελλάριος με επέλεξε να κάνω το προφιτερόλ στα «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» με την Βουγιουκλάκη. Τεράστια τύχη. Αυτό μου έδωσε ένα σκαλοπάτι, ένα εφαλτήριο και απ’ την επόμενη χρονιά έγινα πρωταγωνιστής, δηλαδή με αναγνώρισαν και με βάλανε στο σχήμα πάνω στην ταμπέλα. Θέλω να πω λοιπόν ότι έπαιξε ρόλο η τύχη αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Μπορώ να πω ότι είμαι ο τυχερός πάνω σε ορισμένα πράγματα. Ένα έργο, μια συνάντηση -είναι και θέμα τύχης. Όμως από κει και έπειτα είναι πώς τα αξιοποιείς εσύ ο ίδιος.
Είναι θέμα δουλειάς αλλά είναι χαρακτήρα, φαντάζομαι…
Αυτό να λέγεται, αυτό είναι σίγουρο. Τώρα, επειδή μιλάμε για χαρακτήρα, αυτό σημαίνει κάτι αληθινό. Η αγάπη του κόσμου και το λέω συχνά, είναι η περιουσία μου, το κέντρο μου, η ζωή μου… Οι άνθρωποι στον δρόμο μου λένε ότι εκτός απ’ το ταλέντο «είσαι και πολύ σωστός άνθρωπος», ότι δεν έχω δώσει διαφορετικά δείγματα ούτε έχει ακουστεί τίποτα για το όνομά σου. Γιατί; Γιατί δεν μπορώ να τα καταλάβω αυτά -ούτε τα καλάμια ούτε τα βεντετιλίκια ούτε τον αυταρχισμό. Δεν μπορούσα να τα καταπιώ. Έγινα εχθρός τους, εντελώς -ήμουν τελείως το αντίθετο.
Ξέρετε ποια είναι τα σοβαρά; Να έχεις χτυπήσει κάποιον, να έχεις τσακωθεί άσχημα με κάποιον, να έχεις προσβάλει κάποιον. Ή όλα τα άλλα τα χειρότερα, τα οποία μάθαμε, εκ των υστέρων, με το metoo. Κι αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο, είναι πολύ παλιό και το έχω ζήσει εγώ. Εκεί καταλαβαίνω να πει ο κόσμος «κοίταξε τι έκανε αυτός».
«Πέρασαν πάρα πολλές κυβερνήσεις στα τόσα χρόνια που ζω κι έτσι έπαψα να υποστηρίζω οποιαδήποτε παράταξη».
Λέτε ότι τα βλέπατε κι εσείς, νεότερος…
Και μου δημιουργούσαν μια απέχθεια όσα συνέβαιναν -υπήρχαν οι φήμες διαφόρων γνωστών πρωταγωνιστών που τα έκαναν όλα αυτά. Δεν είχα καμία σχέση.
Αριστερός ή δεξιός: Πιστεύετε σε τέτοια δίπολα;
Μα δεν είναι καινούργιο αυτό. Οι άνθρωποι πάντα χωριζόντουσαν. Απλώς φαντάζομαι ότι το αριστερός-δεξιός έχει ξεφτίσει πια, δεν ξέρω καν αν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Εγώ ξέρω ότι υπάρχουν διαμαρτυρόμενοι και μη διαμαρτυρόμενοι όσον αφορά την ίδια την ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν πάρα πολλές αδικίες. Οι κυβερνήσεις ποτέ δεν μπόρεσαν να εξισορροπήσουν τη ζωή των πολιτών. Πέρασαν πάρα πολλές κυβερνήσεις στα τόσα χρόνια που ζω κι έτσι έπαψα να υποστηρίζω οποιαδήποτε παράταξη. Το έγραψα και στο βιβλίο μου ότι αν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί ένας πρωθυπουργός, ένας που κέρδισε τις εκλογές, και να κάτσει στο τραπέζι, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, και να πει «τι λείπει απ’ τον κόσμο, τι λείπει απ’ τον λαό μας, τι πρέπει να κάνουμε», εγώ αυτόν θα τον ακολουθούσα γονατιστός. Στα 90 χρόνια που ζω δεν τον είδα…
Σας απογοήτευσαν άνθρωποι που πιστέψατε;
Ναι, αλλά δεν φταίνε οι άνθρωποι. Φταίει η δική μου αφέλεια. Πάντα είχα μια αγάπη για τους ανθρώπους. Και πάντα ήθελα να είμαι κοντά τους, να τους βοηθάω, να είναι φίλοι μου.
Γιατί είναι αφέλεια το να θέλει κάποιος να είναι καλός;
Γιατί ήμουν αφελής. Γιατί στο βάθος-βάθος ήξερα τι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Οπότε γιατί να τους κάνεις φίλους σου. Κι όμως εγώ τους έκανα φίλους μου, τους βοηθούσα, τους έβαζα να παίζουν, τους είχα δίπλα μου. Και δυστυχώς θα πω αυτό το χοντρό που λέμε «ήθελαν να μου βγάλουν το μάτι». Αφελής δεν ήμουν;
«Πίστευα πάντα ότι το θέατρο είναι η ζωή».
Σε πολιτικούς πιστέψατε, σας ενέπνευσαν κάποιοι;
Δεν είχα καμία σχέση με τους πολιτικούς, δεν ζήτησα ποτέ τίποτα. Και πιστέψτε με δεν περίμενα τίποτα από άλλους. Δεν ζήτησα βοήθεια ποτέ. Ο, τι προσπάθησα να κάνω το έκανα μόνος μου. Οπότε, είναι φυσικό, η πολιτική να είναι πολύ μακριά από μένα. Δεν είχα ποτέ καμία σχέση, με κανέναν πολιτικό ούτε με καμία παράταξη. Μετά από 3-5 διαφορετικές κυβερνήσεις κατάλαβα πλέον τι συμβαίνει: Η μία ήταν αντίγραφο της άλλης, καρμπόν. Δεν υπάρχει καμιά θεραπεία, καμιά λύση.
Κλείσατε τα 90. Τι σκέφτεστε;
Κοιτάξτε, υπάρχουν πλέον τρομερές εμπειρίες, τρομερή εμπειρία στο θέατρο, στην υποκριτική. Πώς ένας άνθρωπος οδηγεί ένα αυτοκίνητο 50-60 χρόνια και σχεδόν τον πάει μόνο του, με αυτόματο πιλότο, και τα αντανακλαστικά του έχουν γίνει πια κατάσταση. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο θέατρο. Με τη διαφορά ότι ο τρόπος με τον οποίο έπαιζα πάντα ήταν ένας πάρα πολύ απλός και φυσικός τρόπος. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που με διώξανε απ’ το Εθνικό όταν πήγα να δώσω εξετάσεις. Γιατί εγώ πίστευα πάντα ότι το θέατρο είναι η ζωή. Όπως μιλάμε στη ζωή, γιατί να μη μιλάμε έτσι και στο θέατρο; Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να υπάρχει διαφορά ομιλίας;
Αυτό το βρήκατε στον Κουν και στο Θέατρο Τέχνης ή το φέρατε από μόνος σας;
Η διδασκαλία του Κουν ήταν αυτή. Αλλά δεν είναι εύκολο με την έννοια ότι πολλοί ηθοποιοί πιστεύουν ότι πρέπει να παριστάνουν, να παίζουν, να εκφράζονται λίγο πιο πάνω απ’ τη ζωή. Αλλά δεν είναι έτσι -αυτό είναι λάθος. Όταν αντιγράψεις τη ζωή, τότε ο κόσμος θα πάθει την πλάκα του. Αυτό λοιπόν το είχα πάντα μέσα μου. Αλλά εξελίχθηκε τρομερά τώρα, τα τελευταία 20 χρόνια -απ’ τον «Αμπιγιέρ».
Και κάνατε μια ακόμα καριέρα, δεν σας ξεπέρασε η εποχή.
Είχα ένα χάρισμα το οποίο δεν μπορώ να καταλάβω αν ήταν συνειδητό ή ασυνείδητο: Να προηγούμαι, να περνάω την εποχή μου.
«Η υστεροφημία; Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου».
Ακόμα και στο περιβόητο «προφιτερόλ» το παίξιμό σας ήταν προχωρημένο…
Όπως και σε κάποιες ταινίες που έκανα, δικές μου -«Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές», «5.000 ψέματα», λέγανε ότι είναι προχωρημένης εποχής. Όπως και το παίξιμο. Τον καιρό που έκανα το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», το «Ξύπνα Βασίλη» ή το «Καλώς ήρθε το δολάριο», δεν έπαιζαν έτσι οι ηθοποιοί. Τότε υπήρχε μία μανιέρα. Ήξερες ότι θα πάω να δω τον Χατζηχρήστο να κάνει τον βλάχο, τον Βέγγο να τρέχει. Εγώ το αρνήθηκα αυτό το πράγμα.
Δεν τυποποιηθήκατε;
Ήρθε κάποια στιγμή ο Βουτσάς και μου λέει «Ψηλέ, αν δεν τυποποιηθείς, δεν έχεις καριέρα». Και τι να κάνω; «Θα κάνεις έναν τύπο, ας πούμε τον ψηλό-κουτό. Και θα λέει ο κόσμος ότι πάω να δω τον ψηλό κουτό». Κι εγώ του είπα ότι αν το κάνω αυτό καλύτερα ν’ αφήσω την καριέρα μου.
Έγινε όμως πραγματικότητα αυτό που μου είπε ο Βουτσάς και μετά από 15 ταινίες μου κλείσανε τις πόρτες. Γιατί είχε συνηθίσει ο κόσμος τη μανιέρα και σε μένα έβλεπαν άλλον στον Αντωνάκη, άλλο στον καθηγητή των αγγλικών και άλλον στο «Ξύπνα Βασίλη». Τώρα δικαιώθηκα. Άρα λοιπόν δεν ήταν εκείνης της εποχής, ήταν αυτής της εποχής.
Ίσως γι’ αυτό να σας πρότειναν λίγο εναλλακτικές ταινίες θεματικά;
Ναι, σαν να με καλούσαν σε μη τυποποιημένα πράγματα. Γιατί ο Δαλιανίδης δεν πήρε τον Ηλιόπουλο στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» που το είχε παίξει στο θέατρο; Στο «Η δε γυνή…» ο Λογοθετίδης που το είχε παίξει στο θέατρο, είχε πεθάνει. Αλλά και πάλι γιατί να πάρει εμένα ο Τζαβέλας, έναν ηθοποιό 32 χρόνων για να κάνει τον 50αρη; Το ίδιο και ο Σακελλάριος στο «Καλώς ήρθε το δολάριο». Εκεί όμως ήταν και η τύχη. Δεν ξέρω αν οι άλλοι προέβλεψαν τέτοια πράγματα. Βέβαια τότε δεν έκαναν εισπράξεις οι ταινίες και με σταμάτησαν. Δεν δέχονταν οι αιθουσάρχες να παίζουν Κωνσταντίνου δεν πήγαινε ο κόσμος.
Μετά τον κινηματογράφο περάσατε δύσκολα; Επιλέγατε;
Όχι. Έπαιζα συνέχεια στο θέατρο αλλά δεν σκεφτόμουν έτσι. Για μένα το θέατρο ήταν ένα θέατρο και ήθελα να παίζω οτιδήποτε. Μ’ άρεσε και η επιθεώρηση γιατί είχα καταβολές απ’ τη μητέρα τον πατέρα μου που ήτανε της οπερέτας και είχα ζήσει μέσα στη μουσική. Μου άρεσε πάρα πολύ η επιθεώρηση. Το 30% της καριέρας μου το κατανάλωσα εκεί. Κάνοντας, αργότερα, τον απολογισμό μου, είδα ότι ο κόσμος με ακολούθησε. Δεν μ’ απαρνήθηκε.
Αισθάνεστε ικανοποιημένος;
Το ωραιότερο πράγμα αυτή τη στιγμή που έχω κερδίσει είναι αυτή η αγάπη του κόσμου.
Έχετε πάντα κάποιο όνειρο μπροστά σας, κάτι που θέλετε να γίνει;.
Βλέπω μπροστά, αλλά μ’ ενδιαφέρει το τώρα, αυτό είναι το πιο ισχυρό -τι κάνω αυτή τη στιγμή. Εντάξει, έχω κάποιες σκέψεις για αργότερα, αλλά δεν είναι αυτές που με απασχολούν ιδιαίτερα. Πάω μέρα-μέρα. Είμαστε πάρα πολύ προσωρινοί. Μην το ξεχνάτε αυτό.
Σας απασχολεί τι θα αφήσετε πίσω σας;
Η υστεροφημία; Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου.
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας