Ο Σταμάτης Κραουνάκης στο ΒΗΜΑ Talks. Eίναι ποταμός, ανεμοστρόβιλος. Είναι όμως και μελωδία. Μιλάει, σκέφτεται, θυμάται, τραγουδάει, γελάει, συγκινείται, σχολιάζει, θυμώνει, τσακώνεται, αγαπάει. Όλα μαζί. Δεν φοβάται να εκτίθεται, να εκφράζει τις απόψεις του, να υποστηρίζει με πάθος ό,τι και όσους πιστεύει. Τον τελευταίο καιρό έχει λίγο καταλαγιάσει. Όχι γιατί κουράστηκε -ίσως να απογοητεύτηκε.
Άνοιξη: Τι σας φέρνει στο νου;
Αυτό τον καιρό πάντα κάτι ανοίγει. Ερχόμαστε βεβαρημένοι από δουλειά αλλά αυτό το διάστημα είναι που αρχίζει και φωτίζει τα επόμενα. Αλλά ξέρεις τι γίνεται; Από τεχνική, επειδή η μηχανή ξέρει να δουλεύει τον εαυτό της, μπαίνω στο νερό και κολυμπάω -δεν με πειράζει καθόλου πόση δουλειά έχω. Βέβαια δεν έχω πια το άγχος ότι περνάει όλο από πάνω μου γιατί υπάρχει επιτελείο, συνεργάτες, 4-5 άνθρωποι που μπορώ να συνεννοηθώ γρήγορα.
Αυτό κυρίως που μ’ απασχολεί είναι να είμαι καλά, να είμαι σε κατάσταση που να καταλαβαίνω, να μην μπλοκάρω. Επίσης, κι αυτό είναι μάλλον η ηλικία, έχω τελειώσει και με την περιβόητη αγωνία ότι πρέπει να είναι τέλειο -ας μην είναι. Μ’ ενδιαφέρει αυτό που θα γεννηθεί, να μπορεί να κάνει τη δουλειά του.
Φέτος χάρηκα πολύ με πρόγραμμά μας στο Άλσος, και χαίρομαι που θα πάει βόλτα το καλοκαίρι. Θεατρικά «Η μητέρα του σκύλου» ήταν μια ωραία στιγμή. Δούλεψα καλά με τον Γάκη (σ.σ. Κώστας Γάκης, σκηνοθέτης), αγαπούσα και το βιβλίο του Μάτεσι, είχα εξαιρετικά παιδιά στην μπάντα.
Και τι έπεται;
Κάνω κάτι με τη Δήμητρα (σ.σ. Γαλάνη) μετά από το τραγούδι στην ταινία του Φραντζή (σ.σ. «Ο Νόμος του Μέρφι»), που αγαπήθηκε επί τόπου. Πήραμε χαρά μεγάλη. Μελοποιώ έναν διάσημο ανατολίτη ερωτικό ποιητή. Και είναι μια ωραία στιγμή γιατί είμαστε κι οι δύο συγκεντρωμένοι στη δουλειά μας, στην τέχνη του ο καθένας, με μια αγάπη καινούργια. Επίσης κάνω και την νέα ταινία του Ζωναρά που την λέει, προς το παρόν, «Ισορροπία».
«Είπα στον εαυτό μου αρκετά εξετέθης».
Μελοποίησα το υπέροχο ποίημα του Τερτσέτι που βρέθηκε στα αρχεία της Βουλής. Ένα 15συλλαβο αριστούργημα με τίτλο «Άνδρας τον άνδρα ν’ αγαπά». Και θα ’θελα η πρώτη παρουσίαση να γίνει στην Παλαιά Βουλή.
Και καταλαβαίνω ότι με τα χρόνια, όσο πιο πολύ ησυχάζεις, τόσο πιο γρήγορα έρχονται όλα. Δεν θέλει κυνήγημα. Απλώς ήθελα να το ’ξερα πιο νωρίς αυτό το πράγμα…
Δεν είναι όμως το ίδιο ο Κραουνάκης πριν τριάντα χρόνια και ο Κραουνάκης σήμερα;
Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό. Εγώ την δουλειά μου έκανα. Αυτό που μπορώ να σου πω με σιγουριά είναι ότι τώρα το απολαμβάνω. Πολλά δεν ζήτησα, ήρθαν. Μπορώ να περάσω με ελάχιστα. Φέτος χάρηκα που συνάντησα και την Τάνια και κάναμε το τραγούδι της ταινίας (σ.σ. «Ο Νόμος του Μέρφυ»). Η ταινία του Άγγελου ήταν η αφορμή. Τρομερό πλάσμα. Ωραία συνεργασία, έξι μήνες, επίμονος, κουραστήκαμε. Αλλά μένει η γλύκα, το σιρόπι. Έγιναν ωραία πράγματα, όπως η διαφήμιση της ΔΕΗ με το τραγούδι της Αρλέτας, που δεν ήταν στο πρόγραμμα -κάτι σαν μοίρα. Ίσως πρέπει να ’χουμε το νου μας τι έρχεται μπροστά μας…
Ώρες-ώρες ακούω κάτι και γυρίζω και ρωτάω ποιο τραγούδι είναι… Το έπαθα στην σκηνή πρόσφατα. Και ήταν το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ». Δεν αναγνώρισα τη μουσική. Είναι πια τόσα πολλά… Με απασχολεί η νότα την ώρα που θα ’ρθει μπροστά μου, με νοιάζει να είναι ωραία η αλληλουχία. Μετά πέρασε, γράφτηκε, τελείωσε, έφυγε. Πάμε στο άλλο.
Χωρίς αγωνία για επιτυχία;
Όχι, καθόλου. Θα πάρω όμως χαρά. Την ώρα που έρχεται μια αποδοχή, την ώρα που νιώθω ότι πιάνει τόπο αυτό και το παίρνουν οι άνθρωποι και το αγκαλιάζουν, ναι. Αλλά να λυσσάξω, όχι…
Ειδικά τα χρόνια που έπρεπε να ’χουμε και μία στάση, μ’ ενδιέφερε αυτό που κάνω κάτι να ’χει να πει. Όπως μ’ ενδιαφέρει και η μελέτη.
Όταν ξεκινούσατε με την Μοσχολιού, στην δισκογραφία, τι σκεφτόσασταν;
Όταν ξεκινούσα δεν ήξερα την τύφλα μου. Θυμάμαι ήρθε σπίτι μου η Μοσχολιού μ’ ένα τσίτι, ένα καρό φουστανάκι, άνοιξη καιρό -μια γυναίκα που λάτρευα από παιδί. Και ενώ ήταν οι φίρμες οι μεγάλες της εποχής, Πάριος, Μαρινέλα, Χαρούλα, για μένα όταν ήρθε η Μοσχολιού, ήρθε η Παναγία… Ήρθε με τον Γιώργο Μακράκη (σ.σ. μουσικός παραγωγός). Του χρωστάω πολλά, μου άνοιξε την πόρτα στην δισκογραφία κι έφερε τη Βίκυ.
Και βγαίνουν τα «Σκουριασμένα χείλια» και γίνεται μια φασαρία μεγάλη. Γιατί είναι η φωτογραφία υπέροχη και ο Πατσιφάς δεν βάζει τα ονόματά μας στο εξώφυλλο. Του τηλεφώνησα και έκλαιγα. «Έλεος, είναι ο πρώτος μου δίσκος, που είναι το όνομά μου»… «Από πίσω, από πίσω», μου ’λεγε. Και βγαίνει αυτός ο δίσκος και μου λέει τότε κάτι μνημειώδες ο Πατσιφάς. «Άμα είναι να σε μάθουν, θα σε μάθουν σε 24 ώρες». Φοβερό… Και με παίρνει ο Ξανθούλης τότε, ούτε που τον ήξερα, και μου λέει να σου κάνω συνέντευξη. Γιατί; Γιατί έκανες αυτόν τον δίσκο.
Δεν το είχατε καταλάβει;
Όχι. Μ’ ενδιέφερε όμως η μελωδία μου να ’χει λαϊκότητα, να ’χει κάτι που να είναι εύκολο να το τραγουδήσει ο άλλος -αν και οι περισσότεροι τραγουδιστές μου λένε «τι δύσκολα τραγούδια γράφεις». Δεν το καταλαβαίνω. Ίσως γιατί πάω με την νότα. Αλλά έχω και τη μεγάλη ευκολία αν ο τραγουδιστής έχει να μου προτείνει κάτι που κάνει το τραγούδι καλύτερο, να πάω μαζί του.
Μετά, το ένα έφερε το άλλο;
Μετά, καταλάβαινα ότι καλώς είχα πάει σ’ αυτόν τον δρόμο, ότι δεν ήταν λάθος.
Θυμάμαι μου είχατε πει «εγώ ένα πιάνο ήθελα πάντα»…
Κάτι λεφτά είχε η μάνα μου και ρώτησε την αδελφή μου κι εμένα, «ψυγείο ή πιάνο», και είπα πιάνο… Υπήρχε κάτι μέσα μου που τώρα είναι πολύ καθαρό πια. Υπήρχε ο Χατζιδάκις, σημείο αναφοράς να ζηλέψω. Και δεν βάζω το Μίκη γιατί τον Μίκη τον βρήκα αργότερα. Πρώτα βρήκα τον Χατζιδάκι, τελείως ξαφνικά. Ήμουν δώδεκα χρόνων, άκουσα τις Αδερφές Τατά και τρελάθηκα…
«Πολλά δεν ζήτησα, ήρθαν. Μπορώ να περάσω με ελάχιστα».
Ήταν ένα δισκάδικο στα Χαυτεία που τα είχε όλα και φτηνά. Πήγα στο υπόγειο και ό,τι βρήκα σε Χατζιδάκι το πήρα. Πέρασα ένα Πάσχα ν’ ακούω όλο τον Χατζιδάκι. Πιστεύω ότι ίσως είμαι απ’ τους πάρα πολύ λίγους που τον έφαγα τον Χατζιδάκι, τον ξεκοκκάλισα.
Πώς γνωριστήκατε;
Η πρώτη μου συναυλία ήταν στο Διονύσια (νυν θέατρο Χορν) 5 Απριλίου του΄76, ημέρα Δευτέρα. Εκεί έπαιζε η Λαμπέτη το «Δεσποινίς Μαργαρίτα», οπότε η συναυλία γινόταν με φόντο τον μαυροπίνακα που είχε φτιάξει ο Διονύσης Φωτόπουλος.
Μια φίλη μου, που δούλευε σε μια γαλλική τράπεζα όπου είχε κάτι καταθέσεις ο Χατζιδάκις, μου βρήκε το τηλέφωνό του, ένα με πολλά εφτάρια. Ντρεπόμουν να πάρω. Βγήκα απ’ την Πάντειο, πήγα απέναντι σ’ ένα ζαχαροπλαστείο και του τηλεφώνησα. Το σήκωσε ο ίδιος. Του συστήθηκα, με ρώτησε αν είμαι κρητικός. «Κάνω την πρώτη μου συναυλία και ο λόγος που την κάνω είστε εσείς. Πρέπει να ’ρθετε οπωσδήποτε», του είπα. Και ήρθε. Βρέθηκε ότι ήταν με τον πατέρα μου φαντάροι μαζί στο Χαϊδάρι. Τρελό;! Και με τον Μίκη ο μπαμπάς μου ήταν στο ΕΑΜ.
Και οι δύο γονείς μου ήταν ανοιχτοί άνθρωποι -η μάνα μου λίγο πιο γκρινιάρα, σε σχέση με τις σπουδές. Αλλά μόλις άρχισε η αποδοχή, άλλαξε.
«Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ»: Προβλέψατε την επιτυχία;
Ούτε κατά διάνοια. Κανείς απ’ τους τρεις μας. Περισσότερο ο ηχολήπτης μας ο Πάνος Δράκος μύρισε ότι ήταν κάτι φρέσκο. Γιατί ψαχνόμασταν όλοι τότε με τις ενορχηστρώσεις -να είναι αλλιώτικο, να μην μοιάζει με τ’ άλλα, να κάνει διαφορά. Και ο Πάνος βοήθησε γιατί έκανε μίξεις πολύ περίεργες. Και βγήκε αυτό το φρέσκο πράγμα. Ήταν η Άλκηστις πολύ καλή, φρέσκια, διαφορετική από ό,τι την ήξερε ο κόσμος ως τότε. Γιατί; Γιατί τότε γεννιόταν η φιλία μας. Είχαμε και ανασφάλεια και εμπιστοσύνη. Με την Λίνα ήμασταν ήδη φίλοι, απ’ το 1978-’79, απ’ την Πάντειο.
Σας κοστίζει που έχετε απομακρυνθεί απ’ την Πρωτοψάλτη;
Τις προάλλες είδα ένα στιγμιότυπο απ’ τη συναυλία της στη Γενεύη που κλείνει τη βραδιά με το «Αυτή η νύχτα μένει». Είναι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μίλαγα πρόσφατα με τον Χρήστο Λεοντή, γιατί θα κάνω κάτι για εκείνον το καλοκαίρι. Ετοιμάζει στο Ηρώδειο όλες τις αριστοφανικές κωμωδίες που έχει γράψει και θα παίξει όλες τις μουσικές. Μου ζήτησε να τις συνδέσω, σαν Αριστοφάνης. Κι όπως συζητάμε με τον Λεοντή, του λέω «πάρε την Άλκηστη»… Μα; Θα την συναντήσω εκεί, δεν με νοιάζει. Και δύο φορές που την είδα κάπου, συγκινήθηκα. Είναι κομμάτια από τις ζωές μας τις κοινές -της έστειλα μήνυμα.
«Δεν θέλω να είμαι ο επίλογος, ο πρόλογος θέλω να είμαι. Αυτό μ’ απασχολεί. Και οι νέοι, το καινούργιο».
Δεν μ’ άρεσε αυτό που έκανε τότε με το φορτηγό, για δύο λόγους και το λέω ευθαρσώς. Γιατί είχε αγωνία που δεν της αξίζει. Είναι πολύ σημαντική για να έχει τέτοια αγωνία. Και ως 20 χρόνια απ’ τη ζωή μου έχω δικαίωμα να το πω αυτό. Το άλλο ήταν το εύρημα που βρήκα εγώ για να πω το όχι -ρώτα μας αν θα μας παίξεις στο φορτηγό του Δήμου. Κυρίως όμως με πείραξε ότι υποτίμησε τον εαυτό της. Ήταν η περίοδος της καραντίνας που εμείς ήμασταν κλεισμένοι εντελώς.
Ήταν τότε που μου είπε η Σύλβα Ακρίτα «γράψε, τι κάθεσαι σπίτι… Γράψε». Κι έγραψα. Και μόλις τελειώσαμε απ’ όλο αυτό, μέσα σε μια εβδομάδα ηχογραφήσαμε τη «Γιορτή στα σπίτια» -ήρθαν όλοι, Βιτάλη, Μητσιάς… Θυμάμαι σ’ ένα μιούζικαλ που είχα δει στο Λονδίνο, το «Five guys named Moe», πετάγανε κάτι χαρτάκια με την φράση «Jam never stops» (το «τζαμάρισμα» δεν σταματάει ποτέ). Αυτό για μένα είναι η αρχή. Και νούμερο δύο, η μελέτη.
Διατηρείτε το πάθος σας…
Ναι, απόλυτη πρίζα. Και ίσως νοιώθω λίγο σαν γέφυρα. Μίλαγα προχθές με τον Γιάννη Πετρίδη και μου λέει «Είσαι ο επίλογος των μεγάλων». «Παναγία μου», του λέω, «δεν θέλω να είμαι ο επίλογος, ο πρόλογος θέλω να είμαι». Αυτό μ’ απασχολεί. Και οι νέοι, το καινούργιο. Μου έστειλε ένα παιδί 23 χρόνων απ’ την Κρήτη, ο Ανδρέας Πάγκαλος, το «Πάρ’ το Λίζα και καν’ το κορνίζα» «πειραγμένο», να του πω αν μ’ αρέσει για να το ανεβάσει. Και του λέω «είναι τέλειο, στείλ’ το μου να το ανεβάσω εγώ στο κανάλι μου»…
Δύσκολα δεν ξεχωρίζει κάποιος σήμερα;
Όχι άμα έχει ταλέντο. Θα σκάσει ακόμα και με τσιμέντο να τον θάψεις, δεν υπάρχει περίπτωση.
Τι είναι το ταλέντο;
Μια φλασιά που να σε κάνει διαφορετικό, λέω εγώ τώρα. Γιατί μουσική, λίγο πολύ, παίζουν όλοι. Για μένα είναι και κάτι ακόμα. Διάβασμα. Θέλει ενημέρωση, συνέχεια. Εγώ ακούω μουσική όλη μέρα. Φτιάχνω λίστες, τις στέλνω σε φίλους, μου στέλνουν τις δικές τους. Θέλει πρίζα. Δυστυχώς οι συνάδελφοί μου κοιμούνται.
Δεν ενημερώνονται;
Έχουν έναν εγωκεντρισμό, ότι σ’ αυτούς τελειώνει. Δεν είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει περίπτωση απ’ όλη αυτή την νεότερη γενιά να μην βγει το καινούργιο.
Μου δίνετε την αίσθηση ότι έχετε λίγο καταλαγιάσει με τις δημόσιες δηλώσεις σας. Όχι;
Δώσαμε. Δώσαμε. Φάγαμε προδοσία.
Δηλαδή;
Μας αδειάσαν όλοι. Θέλω να είμαι σαφής. Διαφωνεί κανείς ή συμφωνεί εμένα απ’ όλη αυτή την παρέα οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθα κοντά -όπως είμαι φίλος και με τη Νατάσα (σ.σ. Παζαΐτη), είναι λίγοι. Η Έλενα (σ.σ. Ακρίτα) είναι οικογένεια μου. Ό,τι έχω να πω, θα το πω κατ’ ιδίαν. Ο Κασελάκης ήρθε να με βρει γιατί μάλλον θα του είπαν ότι αυτός επηρεάζει. Με τον Τσίπρα δεν είχα ποτέ πολλά-πολλά, αλλά ήταν ένας άνθρωπος τον οποίον είχα αποφασίσει ότι στηρίζω.
Σας απογοήτευσε;
Όχι, δεν έχω να χρεώσω σε κανέναν τίποτα, παρά μόνο ότι το διαλύσανε το μαγαζί. Ένα μαγαζάκι στήθηκε μετά από κάποια χρόνια που δημιούργησε ένα αντίπαλο δέος. Εκείνη την ώρα αυτό το πράγμα στηρίχθηκε απ’ την κοινωνία. Το ότι έγραψαν εκεί που δεν πιάνει μελάνι την κοινωνία που τους στήριξε εμένα μου την έσπασε χοντρά. Έχω, δυστυχώς ή ευτυχώς, την ελευθερία της τέχνης μου, όπου εκεί δεν τους έχω και ανάγκη στο φινάλε. Είπα στον εαυτό μου «αρκετά εξετέθης για να έχεις τη ρετσινιά ενός κόμματος στην πλάτη σου». Δεν τη θέλω.
Έχετε αλλάξει απέναντι στην Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη;
Κι εκεί βαριέμαι. Δηλαδή εκεί έβρισα στις αρχές. Έπειτα μου τα καταλόγισαν όλα, ότι είμαι γραφικός, ότι μην του δίνετε δουλειές, τα πέρασα όλα.
Το πληρώσατε;
Το παρακάναμε. Ελπίζαμε περισσότερα. Απογοητεύτηκα; Ναι. Πόσο μου κράτησε; Μια εβδομάδα. Όταν έφυγε ο Αλέξης, δηλαδή, πάνω στη βδομάδα έκλεισα την πόρτα και είπα φτάνει.
Η Αριστερά σήμερα;
Εάν δεν ανασυγκροτηθεί, όπως συνέβη μετά τη χούντα κι έγινε η Ενωμένη Αριστερά, τι να πω. Η κοινωνία, την απάντηση την έδωσε στις 28 Φεβρουαρίου. Έχει θυμώσει πολύ ο κόσμος. Και να στο πω κι αλλιώς, έχει θυμώσει και η Νέα Δημοκρατία πολύ, με τον εαυτό της.
Πώς βλέπετε την Ζωή Κωνσταντοπούλου;
Κοίταξε, εγώ δούλεψα έξι χρόνια στο Κόκκινο. Τους είδα όλους από κοντά, με λεπτομέρειες. Από κάθε λεπτομέρεια έχω συγκρατήσει και κάτι. Λοιπόν υπάρχουν και άνθρωποι απ’ το ΚΚΕ που υπεραγαπώ -Κουτσούμπας, Παφίλης, παιδιά εξαιρετικά. Τον Πολλάκη όσο κι αν τον βρίζουν είναι φίλος μου, τέλος. Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι οικογένειά μου. Η Έλενα επίσης. Με τους ανθρώπους αυτούς θα μιλήσω, θα διαφωνήσω ή θα συμφωνήσω, θα πιούμε έναν καφέ. Λοιπόν να συγκεντρωθούν, να μαζέψουν το μαγαζί.
«Έχει θυμώσει και η Νέα Δημοκρατία πολύ, με τον εαυτό της».
Τον Κασσελάκη στην αρχή τον συμπάθησα όπως όλοι μας. Δεν πίστεψα όμως ότι θα μπορούσε να είναι αυτός που θα τους ανασυγκροτήσει. Του είπα, μην βιάζεσαι, κρατήσου λίγο, δες την εικόνα, μην τρελαίνεσαι. Πήγε κι αυτός να το φάει γρήγορα το φαΐ του. Και την πάτησαν όλοι μαζί. Αυτό έδιωξε τους ψηφοφόρους.
Όσο για την Ζωή, η τελευταία καλή εικόνα που έχω είναι όταν βγήκαν με τον Τσίπρα να πάνε στη Βουλή (σ.σ. το 2015) και φορούσε το μοβ παντελόνι με το κίτρινο αδιάβροχο.
Πιστεύετε στην επιστροφή του Τσίπρα;
Τον Τσίπρα τον αγαπώ. Δεν μπορώ να του θυμώσω. Ίσως ναι, θα μπορούσε να ’χει έναν κεντρικό ρόλο.
Ένα παιδί που συμπαθώ πολύ απ’ το ΠΑΣΟΚ είναι ο Παύλος Χριστίδης. Κάτι έχω δει σ’ αυτόν.
Ξέρεις, ο καλλιτέχνης μπορεί καμιά φορά να είναι λίγο πιο μπροστά απ’ το γεγονός. Αυτό που μ’ ενοχλεί και στο λέω επιγραμματικά, είναι ότι θεωρούν το λαό ηλίθιο. Του μιλάνε μια γλώσσα που είναι για ηλίθιους. Δεν μιλάει κανείς κανονικά, με πάθος, με αλήθεια. Μιλάνε, όλοι, απ’ τον Μητσοτάκη ως τον Κουτσούμπα, ένα φτιαγμένο πράγμα, κουτσουρεμένο, κακά ελληνικά. Ο κόσμος δεν είναι ηλίθιος και το απέδειξε.
Ο κόσμος δεν σας έχει απογοητεύσει ποτέ;
Για να σκεφτούμε λίγο τι τραβάει ο κόσμος. Γιατί όλοι αυτοί έχουν μισθό, security, σοφέρ. Για σκέψου το κάθε σπίτι με τα 800€… Είναι απελπισμένος ο κόσμος. Κακά τα ψέματα δεν είναι όλοι διανοούμενοι ούτε καλλιτέχνες.
Προσωπικά ξέρεις τι με πονάει πολύ; Μια χώρα με αρχαία θέατρα, μοναστήρια, με παράδοση, ποιητές, συγγραφείς, μεγάλες προσωπικότητες, Κάλλας, Παξινού, και τι δεν έχει βγάλει αυτή η χώρα, τι σκηνοθέτες, τι μουσικούς… Μια χώρα μ’ αυτά τα τοπία, μ’ αυτό το χάρμα, να είναι στο έλεος του χρέους της. Είναι μεγάλο κακό, μεγάλη αμαρτία και ευθύνονται όλοι. Θα έπρεπε να είμαστε υπόδειγμα καπιταλισμού, με τόσο λίγο κατά κεφαλήν.
Η Ευρώπη τι κάνει;
Εγώ είμαι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ίσως, αν είχε κάνει τότε ο Τσίπρας την κίνηση… Δύσκολο, δύσκολη ώρα. Εκείνο το βράδυ παίζαμε Ντάριο Φο στο Ηρώδειο.
Μου λες έχω μαλακώσει. Τα ’χω δει όλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δούλευε πάντα στην τούρλα του Σαββάτου. Εξ’ ου και δεν υπήρχε ποτέ κοινή γραμμή, έλεγε ο καθένας ό,τι ήθελε. Και διαλύθηκε. Γιατί ο Αλέξης, κακώς κατά την γνώμη μου, κουβαλούσε την γαϊδάρα. Έπρεπε να είχε ρίξει, πολύ γρήγορα, χαστούκια αλά Παπανδρέου -Παπανδρέου δεν ξαναγίνεται. Βέβαια, μια τεράστια ανάγκη της κοινωνίας γέννησε αυτή τη νίκη του ΠΑΣΟΚ τότε.
Με πήραν απ’ το Κόκκινο να πω τη γνώμη μου για την Έφη. Τι να πω; Είναι πολύ καλή για βοηθός. Πάλι θα κάνω εχθρούς….
Ενώ με τη μουσική;
Τι να σε κοροϊδέψει η μουσική; Άμα δεν τις γράψεις δύο νότες της προκοπής, σε πήρε ο διάολος.
Αγαπάτε κάποια κομμάτια σας παραπάνω;
Λοιπόν, ώρες-ώρες ανακαλύπτω κάτι, που δεν το θυμάμαι και ξαφνικά κάτι με πιάνει. Βρήκα ένα κομμάτι που το είχα στη «Χελώνα» «Η αγκαλιά η μεγάλη». Και θα το ξαναβάλω το καλοκαίρι γιατί είναι πολύ τώρα. «Σβήστε τα φώτα ν’ ανάψει πάλι η αγκαλιά η μεγάλη, στη συννεφιά. Γυρνάει ο κόσμος απ’ τα ψώνια, βαράει μπιέλα η αγορά. Αυτό το ψέμα κρατούσε χρόνια, μια υστερία χωρίς χαρά».
«Πιστεύω σ’ έναν δικό μου θεό, που τον έφτιαξα μόνος μου».
Τραγουδάτε όλο και συχνότερα…
Όχι το μοιράζω, αλλά δεν φαίνεται, γιατί κλέβω. Φέτος είχα μία πολύ δυνατή στιγμή με το «Μαμά γερνάω», δύσκολο γιατί είναι γυναικείο. Και έπρεπε χωρίς να το πειράξω να πω το νόημά του. Και εκείνη την ώρα μπήκα σ’ ένα τρανς…. Το τρομερό ήταν ότι μετά τούμπαρα κατευθείαν στην τρέλα. Κλαίγανε οι άντρες. Κατάφερα και έκλαιγαν οι άντρες, γίνανε χάλια.
Πάντα όταν λέω τραγούδια βάζω απέναντι την Λίνα, την έχω μπροστά μου.
Φέτος θα γίνετε 70…
Ούτε να το σκέφτομαι. Δεν μ’ απασχολεί το 70, αυτά είναι τα αναπόφευκτα της ζωής. Απλώς τώρα προσέχω την διατροφή μου, κάνω δίαιτα, δεν θέλω να κατρακυλήσω. Γιατί εκεί νομίζω ότι θα φύγω. Την ώρα που δεν θα μπορώ, θα φύγω. Έτσι νιώθω. Δεν θα καταδεχθεί η ψυχή μου να μπω σε υποστήριξη.
Πώς γράφετε;
Βγαίνει η μουσική εύκολα, σαν ρυάκι. Κάθομαι στο πιάνο, έχω τα λόγια και γράφω. Μετά το μελετάω. Αλλά αυτό είναι το δώρο -καλό είναι να μην το πολυσκέφτεται κανείς. Σαν να έρχεται ένας άγγελος και κάτι ψιθυρίζει στο αφτί μου και λέω «ασ’ το, ήρθε».
Πιστεύετε τελικά;
Άκου, το κακό είναι ένα βαρύ σίδερο που αν το ρίξεις από πάνω πέφτει πολύ γρήγορα κάτω. Το καλό είναι θυμίαμα, θα πάρει χρόνο ν’ ανέβει. Δουλεύω με το δεύτερο. Εγώ θα το ανάψω το λιβάνι, και ας πάρει όσο χρόνο θέλει. Θ’ ακουστεί η ευχή. Και υπολογίζω πάντα το αστάθμητο.
Πιστεύω σ’ έναν δικό μου θεό, που τον έφτιαξα μόνος μου. Και που δεν έχει να κάνει ούτε με τις εκκλησίες ούτε με τους παπάδες. Μια δικιά μου θρησκεία που έχει να κάνει με τις αναμνήσεις, με τις γιαγιάδες μου, με την μάνα μου που πίστευε και διάβαζε Σύνοψη. Κι έχει και νότες, κυρίως…
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας