Η πρόσκληση να περάσω ένα Σαββατοκύριακο στα Χανιά με καιρικές συνθήκες που παρέπεμπαν σε Αλκυονίδες μέρες φάνταζε άκρως δελεαστική. Η πρόταση να παρακολουθήσω σε ένα περιφερειακό θέατρο, μια παράσταση που πρώτη φορά ανεβαίνει στην Ελλάδα και να συμμετάσχω στη συζήτηση που θα ακολουθούσε, με τη συνδρομή τριών διακεκριμένων επιστημόνων της ψυχιατρικής – ψυχοθεραπείας και της λογοτεχνίας, ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Όπως αποδείχθηκε, έπραξα άριστα που – καθόλου αβασάνιστα – «καβάλησα» εκείνο το αεροπλάνο και ταξίδεψα μέχρι την ίσως πιο όμορφη πόλη της Κρήτης και ενδεχομένως την πιο όμορφη – αν όχι στο top 3 – πόλη της Ελλάδας. Και δεν ήταν μόνο το αισθητικό κάλλος των Χανιών που αναδεικνυόταν στο μέγιστο με τη συνδρομή του σχεδόν ανοιξιάτικου καιρού, ήταν κι οι άνθρωποι που γνώρισα, μίλησα και μοιραστήκαμε προβληματισμούς και πικρία για την αποξένωση της περιφέρειας, αλλά και αισιοδοξία, επιμονή και δύναμη σε ένα συνεχιζόμενο καλόν αγώνα, όχι μόνο επιβίωσης, αλλά ανάδειξης της σημασίας που έχει η προσπάθεια να ανθίζει ο πολιτισμός, όπου κι αν φυτεύεις τον σπόρο του.

Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης ως Ελευθέριος Βενιζέλος σε παράσταση (2015) με αποσπάσματα από αγορεύσεις του στη Βουλή των Ελλήνων
Ε, μια τέτοια γνωριμία ευτύχησα να κάνω στα Χανιά, με έναν άνθρωπο «ορχήστρα», τον Μιχάλη Βιρβιδάκη. Τον ηθοποιό, σκηνοθέτη και θεατρικό συγγραφέα, καθηγητή Υποκριτικής, καλλιτεχνικό διευθυντή, ιδρυτή και «ψυχή» του θεάτρου ΚΥΔΩΝΙΑ, Μιχάλη Βιρβιδάκη, με πλούσιες περγαμηνές στο βιογραφικό του και από την πολυεπίπεδη και μακρόχρονη συνεργασία του με τον Λευτέρη Βογιατζή στην Αθήνα, που όμως δεν τον εμπόδισαν να αφήσει πίσω του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα με όλες τις δυσκολίες της και να κάνει μία νέα αρχή στη γενέτειρά του.
«Το Βασίλειο των Ζώων»
Αφορμή για το ταξίδι στην Κρήτη, ήταν το θεατρικό έργο που επέλεξε να ανεβάσει φέτος ο κ. Βιρβιδάκης. «Το Βασίλειο των Ζώων» ήταν – χωρίς υπερβολή – μια αποκάλυψη. Από πού να το πρωτοπιάσω; Το κείμενο της βρετανίδας Ρούμπι Τόμας δε θα μπορούσε να είναι πιο καταιγιστικό, με έναν εντελώς δικό του τρόπο έκφρασης, αφήγησης και ατακαριστό λόγο, λόγο σε κίνηση, ρέοντα καθημερινό, οικείο.
Το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλαδα – όπως συμβαίνει με τη συντριπτική πλειοψηφία των παραστάσεων της ομάδας στην 25ετή της πορεία – σε άρτια μετάφραση του πολύτιμου συνεργάτη και «σκάουτερ» ξένων θεατρικών έργων για λογαριασμό του Βιρβιδάκη, Δημήτρη Κιούση.
Εδώ να επισημάνω τον επαγγελματισμό που διέπει όλη τη διαδικασία, από την ανεύρεση του έργου μέχρι την εκτέλεση του στη σκηνή: Αγορά πνευματικών δικαιωμάτων – καθόλου ευκαταφρόνητη, πόσο μάλλον για μια επαρχιακή θεατρική ομάδα, μετάφραση με ίδια μέσα, εξαντλητικές πρόβες με πληρωμή του μεγαλύτερου μέρους τους και εκτύπωση προγράμματος με προδιαγραφές που θα ζήλευαν τα περισσότερα μεγαλοαστικά θέατρα.
Το κείμενο αντλεί τον προβληματισμό του από τα τρέχοντα κοινωνικά θέματα της εποχής μας, και αφορά στα ζητήματα της διαφορετικότητας, των έμφυλων προκαταλήψεων, και της ρευστότητας του φύλου. Συνδέεται άμεσα με τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της woke culture, της κουλτούρας αφύπνισης, κυρίαρχης σήμερα σε Αμερική και Ευρώπη, που υποστηρίζει μια αυξημένη επαγρύπνηση απέναντι σε κάθε μορφής προκαταλήψεις και στερεότυπα, δίνοντας έμφαση στα ζητήματα της διαφορετικότητας, στα δικαιώματα των μειονοτήτων και των κουήρ ατόμων.
Ήδη διανύει μια επιτυχημένη διεθνή πορεία σε γνωστές θεατρικές σκηνές, στην Αγγλία (Hampstead Theatre 2022), στη Νέα Υόρκη (The Connelly Theater 2023), στη Ρώμη (Teatro Belli 2023), αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές που εστιάζουν τόσο στην ευαισθησία της γραφής του όσο και στην κρισιμότητα του θέματος που παρουσιάζει.
«Η διακεκαυμένη ζώνη κάθε οικογένειας που μεγαλώνει νέα παιδιά»
Είναι πέρα από ξεκάθαρο ότι ο Μιχάλης Βιρβιδάκης κυνηγάει, όπως κι ο ίδιος ομολογεί, έργα κοινωνικού προβληματισμού, με πολιτικά μηνύματα, κανούρια, μπορεί και χθεσινά, αλλά πάντως όχι εύπεπτα κι αβανταδόρικα.
Μιλώντας άλλωστε για εκείνον ο Κιούσης, περιγράφει πολύ στοχευμένα: «η στρατηγική του, που θα τρόμαζε μερικούς άλλους, έγκειται στο να επιλέγει έργα που είναι άγνωστα, σύγχρονα, προκλητικά και, το βασικότερο, η έμπνευση κι ο προβληματισμός τους πηγάζει από τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Θίγουν ενδοοικογενειακές σχέσεις, ιδιαιτερότητα ταυτότητας και αποκλεισμό, επίδραση ΜΜΕ και social media, μετανάστευση, θέση της γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία κ.α.».
Έτσι και το «Βασίλειο των Ζώων» πρόκειται για το συναρπαστικό πορτρέτο μιας τετραμελούς οικογένειας υπό διάλυση, ιδωμένης μέσα από διαδοχικές συνεδρίες στο δωμάτιο ενός ψυχοθεραπευτή, σε μια σπειροειδή εξέλιξη αποκαλύψεων, που αφορούν στο μπερδεμένο κουβάρι που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του Μάιλς, του νεαρού γιου της οικογένειας, που σήμερα παρουσιάζει αυτοκτονικές τάσεις.
Ο Μάιλς είναι φανερό πως δίνει τον προσωπικό του αγώνα. Το να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν όλους τους άλλους δεν είναι κάτι τόσο εύκολο γι’ αυτόν. Νιώθει πως είναι διαφορετικός, ένα διαφορετικό πλάσμα. Η οικογένεια του Μάιλς δεν καταλαβαίνει, δεν τον καταλαβαίνει. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του καταλαβαίνουν ελάχιστα τον εαυτό τους…
Παρακολουθώντας το έργο να εξελίσσεται, αναρωτιέσαι αν έχεις μπροστά σου ένα δωμάτιο ψυχικής θεραπείας ή έναν ανθρώπινο ζωολογικό κήπο, με αόρατους θεατές! Ένα αιχμηρό και στοχαστικό οικογενειακό δράμα με πολύ γρήγορους ρυθμούς και πολλές αστείες στιγμές, που σίγουρα σε βάζει να αναρωτηθείς τι είναι θέατρο.
Κι όταν έρχεται η ώρα να το ζήσει στη σκηνή, ο θεατής διαπιστώνει για άλλη μία φορά – όσον αφορά το φανατικό κοινό του Θεάτρου Κυδωνία – πρώτη φορά για μένα, ότι εδώ ο όποιος ερασιτεχνισμός αφορά εραστές της τέχνης κι όχι κάτι μικρότερο, λιγότερο, υποδεέστερο. Μπροστά μας έχουμε πέντε άριστες ερμηνείες, με δεδομένο κριτήριο ότι πρόκειται για μαθητές του Βιρβιδάκη και όχι επαγγελματίες με τη στενή έννοια του όρου ηθοποιούς, γεγονός που αναδεικνύει τις εκπαιδευτικές ικανότητες του δασκάλου και τη σωστή σκηνική και θεματική καθοδήγηση του σκηνοθέτη.
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης στην Εφ.Συν., με αφορμή την επίσης πολύ επιτυχημένη παράσταση «Τάξη» της θεατρικής εταιρείας «Μνήμη» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, πέρυσι, έργο που κάποιοι – όσοι το πήραν εγκαίρως χαμπάρι – είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν και στην Αθήνα, στο θέατρο «Σταθμός», στο Μεταξουργείο, «χαιρόμαστε στο πρόσωπο του Βιρβιδάκη, εκτός από τον διανοούμενο, δεινό συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιό, τον αληθινό δάσκαλο του θεάτρου, με αποστολή και έργο μεγαλύτερα από το ανέβασμα μιας «επιτυχίας». Ο «ερασιτεχνισμός» του Βιρβιδάκη στα Χανιά μάς φέρνει στον νου ένα ηθικό ύψος μεγαλύτερο από πολλά επαγγελματικά καλλιτεχνήματα του καιρού μας».
Κορυφαίος λοιπόν στη φετινή παράσταση, ο πρωτοείσακτος στο σανίδι Αλέξανδρος Ντοκάκης στον ρόλο του παραλίγο αυτόχειρα νεαρού Μάιλς, πανάξιοι στις ερμηνείες τους, ο Αιμίλιος Καλογερής ως ψυχίατρος Ντάνιελ, η Σόφη Τερεζάκη στον ρόλο της μητέρας Ρόνα, ο Παναγιώτης Νικολιδάκης ως πατέρας Τιμ και η μικρή αδελφή Σόφι, Σοφία Γαροφαλάκη.
Εξίσου επαγγελματική η ηχητική και μουσική επιμέλεια της παράστασης από τον Δημήτρη Ιατρόπουλο και ο χειρισμός φωτισμού και ήχων από τη Μαίρη Σουρμελάκη.
Μια βραδιά συμφιλίωσης με την εποχή μας
Όταν ρώτησα τον Μιχάλη Βιρβιδάκη πώς του ήρθε η ιδέα να διοργανώσει μία ανοιχτή συζήτηση μετά την παράσταση της Κυριακής 19 Ιανουαρίου, μου απάντησε πολύ φυσικά ότι αφορμή ήταν η διαπίστωση της ανταπόκρισης που είχε το έργο από το θεατρόφιλο κοινό της πόλης. Ήταν εξάλλου κι η αιτία που αποφάσισε ένα δεύτερο κύκλο παραστάσεων μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου. Όπως αφοπλιστικά μου είπε, προκάλεσε προβληματισμό και μια περαιτέρω ανάλυση των όσων προκύπτουν από το έργο, καθώς κι η ευκαιρία να εκφραστεί ο κόσμος πέρα από τον εαυτό του και τον διπλανό του – φίλο, συγγενή ή γνωστό – σε ένα πιο ευρύ κοινό και να ακούσει την τοποθέτηση ανθρώπων ειδικών σε τέτοιου είδους ζητήματα, ήταν κάτι που το χρωστούσε στην πόλη.
«Χθες Κυριακή 19/1 πραγματοποιήθηκε στο θέατρο Κυδωνία με αφορμή την παράσταση ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΖΩΩΝ της Ρούμπι Τόμας, η προγραμματισμένη εκδήλωση με την συμμετοχή των γνωστών ψυχιάτρων και ομαδικών αναλυτών Ηλία Βλάχου και Κωνσταντίνου Λιόλιου, αλλά και της συγγραφέως, πανεπιστημιακού και φίλης του θεάτρου Κυδωνία Αγγέλας Καστρινάκη (που γνωρίζοντας την εκτίμησή της στο έργο και στην παράσταση την καλέσαμε να συμμετέχει στην συζήτηση και από λάθος δικό μας δεν ανακοινώθηκε το όνομά της στο πρόγραμμα) και πλήθος κόσμου που έσπευσε από την πρώτη στιγμή να κλείσει θέσεις για να παρευρίσκεται στην συζήτηση που ακολούθησε. Η συγκινητική προσέλευση του κόσμου που γέμισε ασφυκτικά το θέατρο, καθώς και οι εμβριθείς αναλύσεις της δομής του έργου από ψυχαναλυτική σκοπιά από τους δύο εξαίρετους ψυχιάτρους-αναλυτές αλλά και οι οξυδερκείς παρατηρήσεις της Αγγέλας Καστρινάκη πάνω στον τρόπο που παραστάθηκε το έργο, σκηνοθετικά και υποκριτικά, και την απήχηση που είχε πάνω της, και ακόμα το έντονο ενδιαφέρον του κόσμου που βομβάρδισε για πολύ ώρα με ερωτήσεις το πάνελ των ομιλητών, απέδειξαν εμπράκτως τόσο την αξία του θεατρικού έργου της Ρούμπι Τόμας (που ειρήσθω εν παρόδω παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην χώρα μας εδώ στα Χανιά σε μετάφραση Δημήτρη Κιούση) όσο και το έντονο ενδιαφέρον της κοινωνίας μας για τα θέματα της woke culture. Μια βραδιά συμφιλίωσης με την εποχή που ζούμε, γεμάτη συγκίνηση, αποκαλύψεις, ταλέντο και νέες ιδέες. Μια βραδιά που δικαιώνει τις επιλογές και το ρεπερτόριο που προτείνουμε 25 χρόνια τώρα στο θέατρο Κυδωνία…»
Ήταν έτσι όπως την περιγράφει ο κ. Βιρβιδάκης, σε ανάρτησή του στη σελίδα του θεάτρου στο Facebook, η βραδιά που ζήσαμε μετά την παράσταση, όσοι/ες/α την είχαμε παρακολουθήσει εκείνη την Κυριακή…
Ο αποκλεισμός του επαρχιακού θεάτρου
Η περίπτωση του Θεάτρου Κυδωνία είναι μοναδική στο είδος της. Τόσο ιδιαίτερη που αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης μιας επιστημόνισσας του κλάδου, της Ιωάννας Ρεμεδιάκη που είναι Λέκτορας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τη δουλειά που γίνεται εδώ και 25 χρόνια, δουλειά που καταρρίπτει τα κλασικά στερεότυπα για το θέατρο στην επαρχία.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας και διευθυντής του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, «αυτή η στροφή στο πολιτικό έργο, επέτρεψε στο Θέατρο Κυδωνία να διευρύνει το κοινό του και να προσφέρει στην πόλη των Χανίων παραστάσεις, όχι μόνο αισθητικά άψογες, αλλά πολιτικά παιδευτικές, παραστάσεις που, ας μου επιτραπεί να πω, στην Αθήνα σπανίως βλέπουμε».
Κι είναι αυτό η απορία – παράπονο του Μιχάλη Βιρβιδάκη: Γιατί ενώ γίνεται μια τόσο προσεγμένη δουλειά, με φυσιογνωμία και φιλοσοφία που προσπερνάει και ξεπερνάει τα τοπικά όρια, δεν παρέχεται η δυνατότητα, κρατικά, ώστε επαρχιακές θεατρικές παραγωγές να μπορούν να ανέβουν σε άλλες πόλεις, γιατί όχι και μεγάλες, όπως η Αθήνα κι η Θεσσαλονίκη.
Για έναν ιδιώτη, όπως εκείνος, είναι απαγορευτική η ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών. Ο ίδιος πάντως, που ζει θεατρικά «επικινδύνως», ρισκάρει συχνά. Όπως πέρυσι που ανέλαβε το συνολικό κόστος, προκειμένου να επικοινωνήσει την «Τάξη» του στο αθηναϊκό κοινό.
Και δεν παύει να οραματίζεται νέα πρότζεκτ, ενώ διδάσκει, γράφει – το έργο του «Η Γυναίκα και ο Ακροβάτης» θα ανεβάσει την άνοιξη στην πρωτεύουσα ο Γιάννης Σκουρλέτης, με πρωταγωνίστρια έκπληξη – και σχεδιάζει το πρόγραμμα του φετινού καλοκαιριού στη θερινή σκηνή του Θεάτρου Κυδωνία, σε μια μαγευτική βεράντα στο νεοκλασικό της οδού Υψηλαντών, που αναπαλαιώθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα κι εδώ και δυόμισι δεκαετίες κοσμεί με τις παραγωγές του την πολιτιστική ζωή των Χανίων.