Δεν είναι μόνο τα ασήμαντα, για τα οποία όπως λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, αν τα εμβαθύνεις, πολλά μέλει να μάθεις. Τα ασήμαντα, αναμφίβολα κρύβουν πολλά. Πόσο μάλλον τα σημαντικά. Και τούτο διότι δεν είναι μόνο αυτά που φανερώνονται και ανακαλύπτονται. Αλλά και όσα ενέχονται στην τελική διαμόρφωσή τους. Μάλιστα οι θεατές και αθέατες πλευρές τους, διατηρούν μια ισχυρή εγγύτητα. Και το κυριότερο καθορίζουν τη δύναμη των πραγμάτων. Ουσιαστικά τίποτα δεν γίνεται ερήμην τους.
Έτσι άλλωστε μπορούμε να εξηγήσουμε τα όσα συμβαίνουν στον παρόντα χρόνο, αλλά και εκείνα που προβάλλονται στον ορίζοντα του μέλλοντος. Η διαλεκτική σχέση τους δεν ακυρώνεται από επιθυμίες, ακόμη και ψευδαισθήσεις. Ούτε υποτάσσεται παθητικά στην εξυπηρέτηση υποκειμενικών, κοντόφθαλμων και ανομολόγητων επιδιώξεων. Η ροή των γεγονότων δεν παύει να είναι επιδραστική. Εξάλλου οι περισσότεροι γνωρίζουμε που οδηγεί ο δρόμος, ο οποίος είναι στρωμένος μόνο με καλές προθέσεις. Η αντινομία μεταξύ θέλησης και πράξης είναι διαρκής. Συνιστά μια ανεπίλυτη εξίσωση.
Ως εκ τούτου η δημιουργική πολιτική, δεν είναι η αναγωγή της αμηχανίας επί του συγκεκριμένου σε φυγή από τη ζώσα πραγματικότητα. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: Δεν είναι η πλειοδοσία σε μεσσιανισμό, σε οραματικούς λόγους που παραπέμπουν σε βερμπαλισμούς. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι χρήσιμη και παραγωγική, όταν εδράζεται στο «τι να κάνουμε» και όχι στο «τι να πούμε». Δεν χρειάζεται να σηματοδοτεί απλώς την προσδοκία, αλλά να υποδεικνύει με συγκεκριμένο τρόπο το πως με ποιους και γιατί.
Τα τρία αυτά αυτονόητα ερωτήματα δεν είναι άσκηση επί χάρτου. Απεναντίας επιζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις, αν πράγματι επιδιωκόμενος στόχος είναι η υπέρβαση της πολλαπλής υστέρησης που αντιμετωπίζει η χώρα. Η περιπέτεια της χρεωκοπίας την οποία βίωσε, αν έχει κάτι καταδείξει είναι η ανάγκη απεξάρτησης από επιζήμιες πολιτικές. Πολιτικές που υπαγορεύονται από το πρόσκαιρο και το εφήμερο, το μικρό και ευτελές, το υπερφίαλο και το απαίδευτο.
Με τις εκλογές του 2019, έκλεισε ένας οδυνηρός πολιτικός κύκλος, που ήταν εμποτισμένος με ακραίες και χυδαίες μορφές λαϊκισμού και τυχοδιωκτισμού. Το ισχυρό αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, στήριξε και ανέδειξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Οι ανερμάτιστες πολιτικές, η μισαλλοδοξία και η εχθροπάθειά τους, ήταν βούτυρο στο ψωμί του. Σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος πίστεψε, ότι με τον πραγματισμό που εξέφραζε, ήταν η γέφυρα για τη μετάβαση στην αποκαλούμενη κανονικότητα.
Έτσι μπόρεσε να διασφαλίσει μια ισχυρή πολιτική κυριαρχία. Η πρωτοκαθεδρία του δεν εδραζόταν σε υψηλές προσδοκίες. Ούτε στηριζόταν σε υπέρμετρες απαιτήσεις. Απλώς οι δυνάμεις που τον στήριξαν, προσδοκούσαν ένα διαφορετικό ήθος και ύφος εξουσίας, λελογισμένες πολιτικές και μεταρρυθμιστικές αλλαγές. Η επαναβεβαίωσή της κυριαρχίας
του, έπειτα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, είναι μια διαρκής σύνθετη και απαιτητική άσκηση. Προϋποθέτει καθαρές πολιτικές, αυξημένα αντανακλαστικά, αρμονία με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής, εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης, συναισθηματική εναρμόνιση με τους πολίτες. Αλλά και αποφυγή αυτάρεσκων αντιλήψεων και αλαζονικών συμπεριφορών.
Οι ρηγματώσεις λοιπόν που έχουν εμφανιστεί στις σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος με τους εκλογείς του, κάθε άλλο παρά τυχαίες είναι. Οι συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί, επηρεάζουν την ταλάντωση του εκκρεμούς. Και αυτό, γιατί τίποτα δεν είναι στατικό και αμετάβλητο. Τα γεγονότα είναι αυτά που καθορίζουν και μεταβάλλουν τα δεδομένα κάθε περιόδου. Η υποχώρηση της απήχησης και της αποδοχής των κυβερνώντων, έρχεται να δείξει πως η ανθεκτικότητα της κυριαρχίας τους, δεν παραμένει εξαιρετικά στέρεη όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων τους, αλλά και η υποτίμηση των σημαντικών προβλημάτων, τους καθιστά ευάλωτους.
Η απουσία ικανής και ισχυρής αντιπολίτευσης, μπορεί να απομειώνει τις απώλειές τους, ωστόσο η συρρίκνωση των πολιτικών τους αποθεμάτων είναι αναμφισβήτητη. Τους φέρνει σε δυσχερή θέση. Και το σημαντικότερο, συμβάλλει στη δημιουργία προϋποθέσεων για την εμφάνιση και ενδυνάμωση μιας διευρυνόμενης κρίσης εμπιστοσύνης. Η φθορά της κυβέρνησης φαίνεται να μην είναι αμελητέα.
Η αποδυνάμωση του πολιτικού κεφαλαίου του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενισχύει περαιτέρω την υποχώρηση της κυριαρχίας της κυβέρνησής του. Η δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του, βρίσκεται αντιμέτωπη με καίρια προβλήματα. Η διαχείρισή τους αποδεικνύεται ατελέσφορη. Η τραγωδία στα Τέμπη, εκδικείται. Το πολιτικό κόστος της, αναμένεται να είναι μεγάλο. Οι κυβερνητικοί χειρισμοί στερούνται στοιχειώδους ηθικής υποχρέωσης. Αποπνέουν μια πρωτοφανή υπερτροφία πολιτικαντισμού, ακόμη και κυνισμού. Η προσπάθεια συγκάλυψης των υπευθύνων για το έγκλημα στα Τέμπη, εκθέτει ανεπανόρθωτα τους εμπνευστές της. Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης είναι εκκωφαντικά.
Η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός, θα δοκιμασθούν σκληρά στη μέγγενη των Ευρωεκλογών. Η δυσαρέσκεια στο κοινωνικό σώμα, είναι διάχυτη. Μάλιστα ανατροφοδοτείται από την απαρέσκεια των πολιτών, για το μείζον πρόβλημα της ακρίβειας, αλλά και για τις κυβερνητικές πράξεις και ενέργειες που αντιστρατεύονται το κράτος δικαίου.
Η παρέκκλιση από τα ουσιώδη προβλήματα είναι συνταγή αποτυχίας. Το ίδιο συμβαίνει με την επένδυση στην πολιτική κυριαρχία, όταν αυτή δεν συνοδεύεται με την παραγωγή κυβερνητικού έργου και θετικών επιδόσεων. Η εμμονή στην επικοινωνία δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα, όταν η πρώτη ύλη, η πολιτική, δεν έχει την απαιτούμενη αξία.
Ως εκ τούτου αν εξοβελιστεί η ζωογόνος και ηθοπλαστική διάσταση της πολιτικής, εξαιτίας της ιδιοτέλειας των πρωταγωνιστών της και της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους, ενυπάρχει πάντα ο κίνδυνος να παγιδευτούν στη μικρομεσαία μιζέρια, να γίνουν υποχείρια εξυπηρέτησης προσωπικών και μικροπολιτικών συμφερόντων και εντέλει να χαθούν στη μήτρα της εξουσίας.