Στον διάλογο που εξελίσσεται για τον γάμο των ομοφύλων ακούω πολλές ενδιαφέρουσες κι αντικρουόμενες απόψεις και τοποθετήσεις.

Καλοδεχούμενες όλες. Αυτό είναι άλλωστε το νόημα ενός διαλόγου.

Εχω όμως ένα κενό στην κουβέντα. Γιατί τώρα;

Για ποιο λόγο δηλαδή ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να ανοίξει σε ανύποπτη συγκυρία ένα θέμα που δεν απέρρεε από κάποια ανάγνωση ή απαίτηση αυτής της συγκυρίας. Το οποίο ουδείς έθετε πιεστικά στον δημόσιο διάλογο και καμία δέσμευση δεν επέβαλλε, κανένα διεθνές ή ευρωπαϊκό δίκαιο.

Πραγματική απάντηση δεν έχει δώσει κανείς υπέρμαχος της υπόθεσης, ούτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.

Θεωρούσε ενδεχομένως ότι το αίτημα είναι ώριμο; Αποδείχτηκε πως δεν ήταν για ένα μεγάλο μέρος συμπολιτών μας.

Πίστεψε ότι υπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο; Ούτε αυτό ισχύει αφού η πρόθεση της κυβέρνησης ανακάτεψε όλα τα κόμματα, με πρώτη τη ΝΔ.

Αποφάσισε να θυσιάσει πόντους δημοφιλίας στον βωμό ενός ευαίσθητου, σύνθετου, ίσως εύλογου αλλά και μη πιεστικού αιτήματος; Θεμιτή υψηλόφρων ιδέα χωρίς συμπέρασμα.

Αντιθέτως προσέφερε μια πλατφόρμα να συνασπιστούν όσοι θέλουν «να την πουν» στον Μητσοτάκη. Εντός και εκτός ΝΔ.

Κακά τα ψέματα, όλοι αυτοί συνδέθηκαν ξαφνικά με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ακροατήριο και μάλιστα χωρίς προφανή λόγο.

Το «γιατί» λοιπόν παραμένει μετέωρο.

Κατά μια λογική, πρέπει να είναι πολύ ισχυρό για να δικαιολογεί τέτοιο ρίσκο. Αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι προφανές, ούτε αυτονόητο, έχει ανακατέψει το πολιτικό σκηνικό.

Περιμένουμε, λοιπόν. Παρακολουθώντας ζωηρά το έργο.

Στη ΝΔ κανείς δεν ξέρει τι θα κάνουν και πόσοι θα την κάνουν. Δεν είναι όμως θέμα «μασάζ», είναι ζήτημα πειθούς. Και η πειθώ χρειάζεται σοβαρά επιχειρήματα.

Το ΠΑΣΟΚ δεν θα δέσει μεν τα κορδόνια του Μητσοτάκη, αλλά μπουρδουκλώθηκε μόλις πήγε να δέσει τα δικά του. Κατάφερε να βγει απολογούμενος ο Ανδρουλάκης, το οποίο υπό τις παρούσες συνθήκες κινείται στα όρια του επιτεύγματος.

Στον ΣΥΡΙΖΑ ο πρόεδρος διέψευσε τους κουτοπόνηρους, η εκπρόσωπος διέψευσε τον πρόεδρο, ο πρόεδρος διέψευσε την εκπρόσωπο και κανείς δεν δάκρυσε που ο Πολάκης «δεν θα μπορεί να πάει στα χωριά».

Μεταξύ μας, δεν θα χάσουν και τίποτα τα χωριά αν δεν τα επισκέπτεται ο Πολάκης.

Ενώ το ΚΚΕ λέει απίθανα πράγματα για να εξηγήσει την πρόσδεσή του σε έναν κόσμο που καλώς ή κακώς δεν υπάρχει πια.

Οι υπόλοιποι βάζουν μετάνοιες για το κακό που μας βρήκε.

Ωραία, λοιπόν. Το παρακολουθούμε το έργο, δεν έχω παράπονο.

Μόνο που εύκολα παραβλέπουμε ότι τελικά μιλάμε για τη ζωή των άλλων.