Τιμώντας και εγώ τον Κώστα Σημίτη μετά την χθεσινή εκδήλωση προς τιμήν του, θα αναφερθώ στην φράση του Μορίς Μπλανσό για τον Ζορζ Μπατάιγ: «Οφείλουμε να αρνηθούμε να γνωρίσουμε αυτούς με τους οποίους μας συνδέει κάτι ουσιαστικό. Θέλω να πω, ότι οφείλουμε να τους δεχόμαστε σε μια σχέση με το άγνωστο όπου κι αυτοί μας δέχονται μέσα σε μια δική μας απόσταση.» Ποτέ δεν πλησίασα από πολύ κοντά τον Σημίτη, όχι γιατί δεν με άφησε ή γιατί δεν μπορώ αλλά γιατί έπρεπε να κρατηθεί μια απόσταση η οποία θα απέκλειε τις συγκρούσεις ή τα «φιλικά» αιτήματα. Αν και κατά τη διάρκεια της φιλίας μας κάνοντας μία και μόνο εξαίρεση, παραβίασα τον κανόνα.

Για το ήθος του Κώστα Σημίτη δεν υπάρχει μάρτυρας. Ό,τι ηθικό έπραξε δεν είχε πρόθεση να το επιδείξει ως ηθικό. Το ενσωμάτωνε στην κανονικότητά του. Πώς λοιπόν να μιλήσω για τα στοιχεία του χαρακτήρα του, την φρόνηση και την ευγένεια, ενώ αυτά απευθύνονται ανεξαιρέτως σε όλους και δεν αφορούν κατ’ ουσίαν καθένα χωριστά. Γιατί, ως πολιτικό ζώο, δεν συνάπτει σχέσεις με άτομα αλλά με λαό. Ένα ιδιαίτερο πολιτικό ον που δεν βρήκε ποτέ μόνιμη θέση στον πολιτικό βιότοπο όπου ζουν και αναπαράγονται τα υπόλοιπα (τιθασευμένα) ζώα. Κι αυτή είναι η μοναξιά του Κώστα Σημίτη την οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να περιγράψω σε σχοινοτενές κείμενο μου στα ΝΕΑ της 22.10.97. Έγραφα τότε, συνδυάζοντας αυτό που είχε γράψει ο Αλτουσέρ για τη μοναξιά του Μακιαβέλι, ότι «μόνο μια άλλη σκέψη συγγενική του ως προς τις τοποθετήσεις και τις απορρίψεις του θα μπορούσε να σώσει τον Μακιαβέλι από τη μοναξιά του: η σκέψη του Μαρξ».

Είχα την τύχη να γίνω μάρτυρας αυτής της μοναξιάς τότε που ήταν Πρωθυπουργός. Η φιλία μας ωστόσο -αυτή η σχέση χωρίς εξάρτηση- δοκιμάστηκε με υπαιτιότητά μου μία μόνο φορά. Όταν διορίστηκα Πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και εντός τριών μηνών εγκατέλειψα τη θέση μου για λόγους που δεν είναι της ώρας να αναφέρω, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Βαγγέλης Βενιζέλος, με προειδοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα στεναχωρούσε τον Σημίτη και να μην το πράξω. Διότι, όταν αποδέχεται κανείς μία δημόσια θέση, δεν παραιτείται την επομένη. Μου ανέφερε μάλιστα το παράδειγμα Πάγκαλου και Ροζάκη και το πολιτικό κόστος που είχε η παραίτηση του δεύτερου. Κι όμως ο Σημίτης αντί να βάλει τις φωνές, χαμογελώντας μου απάντησε: «Δεν ήταν καλό το timing Γιώργο».

«Δεν μας αρέσει να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη σαν ένα ξένο ο οποίος δεν είναι δικό μας είδωλο, αλλά κάποιος που θα θέλαμε να είμαστε», είχε γράψει ο Μορίς Μπλανσό στο μικρό βιβλιαράκι του «Ο Μισέλ Φουκώ όπως τον φαντάζομαι» (Πλέθρον 2016), πληροφορώντας μας «επί προσωπικού» πως στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ «προσωπικές σχέσεις» με τον Φουκώ και δεν τον είχε συναντήσει ποτέ εκτός από μια φορά στο προαύλιο της Σορβόννης τον Μάιο του 68. Αναρωτιέμαι αν αυτό συμβαίνει και σε εμένα. Αν στην πραγματικότητα και εγώ δεν ξέρω τον Κώστα Σημίτη -αν τον ξέρει κανείς άλλος εκτός από τη Δάφνη. Όμως το ερώτημά μου δεν έχει καμία σημασία. Όπως δεν έχει σημασία να αναρωτηθώ ποιο είναι αυτό το «εγώ» που είμαι. Αξία, εκτός από το ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη με τη γροθιά του κάθε φορά που χωρίζαμε, ένα είδος επιβράβευσής μου αφού μάλιστα όπως έγραψε «τον τρομοκρατώ δημιουργικά», αξία λοιπόν έχει πως ό,τι προηγουμένως είπαμε ή ζήσαμε μαζί κι ό,τι ο καθένας μας έχει κάνει σημαντικό, δεν πρέπει επ’ουδενί να σβηστεί από τους καταλόγους της φιλίας -τόσο διαφορετικούς από τους τηλεφωνικούς κατάλογους των δημοσίων σχέσεων.

Έλεγα στον Σημίτη ότι στον διάλογο που είχε ο φίλος του Γιούργκεν Χάμπερμας με τον Άξελ Χόνετ, (δημοσιευμένο στις εκδόσεις Ύψιλον), όταν ο πρώτος τον παρακίνησε «να προκαλέσουν σοκ στις μαρξιστικές καρδιές τους, διότι ο καπιταλισμός ήταν μια πλήρης επιτυχία», ο Χόνετ απάντησε με τα ακόλουθα: «λόγω του τρόπου με τον οποίο στήνετε το εννοιακό σας πλαίσιο η

ανάλυση που κάνετε στο παρόν περιορίζεται στην αντίληψη οριζόντιων τριβών μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Δεν λαμβάνετε υπόψη τις διαστάσεις μιας κάθετης ανάλυσης με την οποία θα μπορούσε κανείς να επεξεργαστεί εκ νέου τη μαρξιστική θεωρία με τις δικές σας κατηγορίες, με έναν τρόπο που θα αποκάλυπτε για την κοινωνική πραγματικότητα περισσότερα απ’ όσα μπορούν να βρεθούν στις εφημερίδες».

Αυτά του είχα πει και η απάντησή του, κουνώντας το κεφάλι του ήταν: «Τώρα είμαι Πρωθυπουργός…».

Ως Πρωθυπουργό θα τον κρίνει η Ιστορία, που θα την κρίνουν ιστορικοί όπως ο Πωλ Βέιν, που δεν απορρίπτει την Ιστορία αλλά επισημαίνει, όπως και ο Φουκώ, τις ασυνέχειες και τις αποσιωπήσεις της που δεν είναι οικουμενικές αλλά τοπικές, δεν προϋποθέτουν μεγάλες αφηγήσεις αλλά σύντομες και αποσπασματικές ιστορίες, και αποσιωπητικά… Ως άνθρωπο, ας μου επιτραπεί να τον κρίνω (και) εγώ: Αθωώθηκα στο τριμελές Πρωτοδικείο μετά από μήνυση επί συκοφαντική δυσφημίσει στα Νέα, διότι μάρτυρας υπερασπίσεώς μου ήταν ο Σημίτης. Και μάλιστα, όταν την προηγουμένη είχα ειδοποιήσει τον Λέοντα Καραπαναγιώτη για τα τεκταινόμενα και η απάντησή του ήταν: «επί δυσφημίσει… έτσι κι αλλιώς θα καταδικαστούμε, οπότε δεν υπάρχει λόγος να παραστούμε.»

Η Ιστορία πάντως στην περίπτωσή του έχει αποφανθεί (το ευρώ, η Κύπρος, ο πληθωρισμός). Όμως δεν μπορώ να φανταστώ σε ένα μελλοντικό μουσείο Σημίτη, ότι ο διευθυντής του δεν θα έχει τοποθετήσει στο γραφείο του το κατασημειωμένο «Το Είναι και το Μηδέν» του Ζαν Πωλ Σαρτρ στην πρώτη του έκδοση. Αλλά επειδή ζούμε ακόμη και εξατομικεύουμε μέσα μας την ευθύνη της φιλίας και επειδή ο θαυμασμός μου και η απορία μου για το είδος ανθρώπου «σαν τον Σημίτη» προέρχεται από τις δικές μου ελλείψεις ή για να το πω αλλιώς επειδή ο θαυμασμός μου δεν είναι της τάξεως εκείνου του «ναι» που δεν τίθεται υπό όρους, θα όφειλα κλείνοντας να πω ότι ο μεσολαβητικός, ενδιάμεσος παράγοντας αυτής της σχέσης δύο διαφορετικών ανθρώπων υπήρξε η Δάφνη Σημίτη. Είχε και έχει το χάρισμα να εντοπίζει σε κάθε τι που λέγεται, τι κρύβεται από πίσω. Με πείραζε συχνά προσάπτοντάς μου ότι έχω χάσει την ταυτότητά μου -προφανώς συγκρίνοντάς με με τον άντρα της. Δεν θέλησα να την διαψεύσω. Πώς θα έγραφα ποίηση εξάλλου παρά ως άλλος;

Υπήρξε άραγε ποτέ τίποτα περισσσότερο, το «εγώ»;

Δεν θα ήθελα να μιλήσω εδώ για τον «πολιτικό» Σημίτη. Ούτε για την αποφασιστικότητά του ως προς τις «ταυτότητες» του Χριστόδουλου, αλλά ούτε και για την φρόνησή του -να πω, το «πείσμα»του –
απέναντι στον Ανδρέα.

Θέλω μόνο να καταθέσω τι μου είπε ο Λεωνίδας Κύρκος ένα βράδυ στην Καλλιδρομίου με τον Πομπόνη, τον γάτο του αγκαλιά : «Εκτιμώ πολύ τον φίλο σου τον Σημίτη και χαίρομαι που τα λέτε. Είναι «πολιτικό ζώο», με σκέψη και τόλμη.
Πρέπει να τον κουβεντιάσω .
Να με φέρεις Γιώργο σε επαφή».

Και είχε δίκιο. Αντιγράφω εδώ την τελευταία παράγραφο του προλόγου του Κώστα Σημίτη σε ένα βίβλιο που τον καθιερώνει στην πολιτική σκέψη «Για μια κοινωνία ισχυρή, για μια ισχυρή Ελλάδα» του 1995.

Εγραφε προφητικά: «Μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να κερδίσοον το στοίχημα. Και μόνον αυτές να το χάσουν».

Το έχασαν;

ΥΓ .

Πρώτη γραφή αυτού του κειμένου για τον Κ. Σημίτη δημοσιεύθηκε στο ειδικό αφιέρωμα της Καθημερινής