Μια νίκη με διαφορά 20,73 μονάδων μιλά από μόνη της. Με ποσοστό 40,79% ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε καθαρή εντολή για την επόμενη τετραετία και από ότι φαίνεται θα λάβει καθαρή και ξάστερη. Η αυτοδυναμία του μοιάζει διασφαλισμένη και το ποσοστό της μικρή σημασία θα έχει στο νέο πολιτικό σκηνικό που αναδιαμορφώνεται τόσο ριζικά όσο το 2012.

Ο λαός δεν διάλεξε μόνο κυβέρνηση, αλλά, το πιο εντυπωσιακό, και αντιπολίτευση, στέλνοντας μήνυμα αναδιάταξης και επανακαθορισμού του κεντροαριστερού/αριστερού χώρου, ο οποίος σε αυτή τη φάση βρίσκεται σε υποχώρηση.

Τα λάθη δεν κόστισαν στον Μητσοτάκη

Τα προβλήματα του κόσμου με την ακρίβεια και το αυξημένο κόστος ζωής δεν εξαφανίστηκαν, αλλά προφανώς δεν καταλόγισε την ευθύνη στον Πρωθυπουργό. Η «ακρίβεια Μητσοτάκη», το «Mitsotakis effect», «Η χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης», και τα άλλα συνθήματα και ευφυολογήματα του Αλέξη Τσίπρα όχι μόνο δεν έπιασαν τόπο, φάνηκε ότι δεν τα άκουγε (σχεδόν) κανένας. Ο κόσμος ήθελε ηρεμία, μετά τις απανωτές κρίσεις, σταθερότητα και προοπτική και αυτά του τα υποσχόταν μόνο ο Πρωθυπουργός. Ότι μοίραζε πάνω από 50 δισ. ευρώ μέσα σε περίπου δύο χρόνια έπαιξε και αυτό το ρόλο του. Ήταν μια αποκατάσταση εν τη παλάμη, όταν οι απέναντι έταζαν ένα θολό και πολλές φορές μη ρεαλιστικό σύμφωνο συμβίωσης.

Και τα μεγάλα θέματα; Υποκλοπές, Τέμπη, κράτος δικαίου, ελευθερία του Τύπου; Η πρώτη τετραετία Μητσοτάκη δεν ήταν ανέφελη, κάθε άλλο. Η δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της με τα δικά της μέτρα και σταθμά, αλλά το ποσοστό που έδωσε ο λαός στον κ. Μητσοτάκη θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια πολιτική παραγραφή των ευθυνών της διακυβέρνησης του. Αν είναι προσωρινή θα φανεί στην πορεία. Προς το παρόν δίνει ένα τεράστιο πλεονέκτημα στον Πρωθυπουργό και ένα σαφές μήνυμα στην αντιπολίτευση να αλλάξει ατζέντα ή να την εμπλουτίσει με θέματα που απασχολούν άμεσα τον κόσμο. Όσοι θεωρούν κοντόφθαλμη και αντιδημοκρατική αυτή τη θεώρηση, μπορούν να ζητήσουν τα ρέστα από τον κυρίαρχο λαό. Ιδίως όταν η νίκη της ΝΔ δεν έχει προηγούμενο από το 1974 και έπειτα και μάλιστα σε πλαίσιο απλής αναλογικής.

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη στρατηγική ήττα

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη στρατηγική ήττα, χάνοντας το 1/3 των ψηφοφόρων του, αλλά και τη νομιμοποίηση της αντιπολίτευσης που ασκούσε μέχρι σήμερα. Πρόκειται για προσωπική αποδοκιμασία του κ. Τσίπρα και της τακτικής της πόλωσης, της οξύτητας, του διχασμού, μιας καμπάνιας αλλού για αλλού και κάποιων στελεχών απροσάρμοστων στις αλλαγές των συνθηκών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να διαχειριστεί μια ήττα αλλά ένα υπαρξιακό ερώτημα, επειδή δεν συνειδητοποίησε ότι η κοινωνία άλλαξε σελίδα, κεφάλαιο και βιβλίο και ότι δεν το θέλει ούτε για αντιπολίτευση.

Πολλοί προσάπτουν αλαζονεία στον κ. Μητσοτάκη, αλλά και η αυτάρεσκη επαναστατικότητα του κ. Τσίπρα δεν ήταν αρεστή. Στην Κουμουνδούρου πίστεψαν ότι είχαν δεδομένη τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ότι αναβιώνοντας την τοξικότητα του 2015 θα ξαναγίνονταν κυβέρνηση. Το βράδυ των εκλογών τους βρήκε σε σοκ, χωρίς plan B, και χωρίς να μπορούν να συλλάβουν σε όλο το βάθος και το πλάτος την ήττα τους. Τα στελέχη τους καλούσαν σε μέτωπο όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, όταν οι δυνητικοί τους σύμμαχοι, Βαρουφάκης –Κωνσταντοπούλου, έμειναν εκτός Βουλής και το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά μετά το 2012 αυξάνει τη δύναμή του και αλλάζει την κοινοβουλευτική αναλογία με τον ΣΥΡΙΖΑ από 1 προς 7 του 2015 σε 1,2 προς 2. Μπαίνει δηλαδή σε τροχιά ανακατάληψης του κεντροαριστερού χώρου.

Το απροσδόκητο δώρο στον Ανδρουλάκη

Ο Νίκος Ανδρουλάκης έλαβε ένα μεγάλο και, σε έναν βαθμό, απροσδόκητο δώρο από την κάλπη. Ο κόσμος έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς το ΠΑΣΟΚ, και αυτό μπορεί να μην οφείλεται μόνο στην αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων από τη ΕΥΠ, να τον κατέστησε συμπαθή σε έναν κόσμο πιο ευαισθητοποιημένο στα θέματα κράτους δικαίου, ίσως να πρόκειται και για ένα έμμεσο μήνυμα προς τον κ. Μητσοτάκη ότι για όλα υπάρχει ένα όριο. Ο κ. Ανδρουλάκης πρέπει να παίξει τα χαρτιά του με μαεστρία, τώρα που οι ψηφοφόροι τον έβγαλαν από τη δύσκολη θέση του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου, και του έδωσαν τη δυνατότητα να επεκταθεί στα παραδοσιακά σύνορα του παλιού ΠΑΣΟΚ, κάνοντας αντιπολίτευση από θέση μεγαλύτερης ισχύος εφόσον διατηρήσει ή και αυξήσει τη δύναμη του στις δεύτερες εκλογές.