Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν καταλυτικό και σε μεγάλο βαθμό αποσαφηνίζει το τοπίο όσον αφορά την φάση των διερευνητικών εντολών που ξεκινά από σήμερα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές ότι η δυναμική του αποτελέσματος διαμορφώνει το τοπίο που σε θεσμικό επίπεδο θα εξελιχθεί τα επόμενα εικοσιτετράωρα. «Η Νέα Δημοκρατία έχει την έγκριση των πολιτών να κυβερνήσει αυτοδύναμη και δυνατή. Αυτό ζήτησαν, άλλωστε, σήμερα οι ψηφοφόροι και το ζήτησαν με τρόπο εμφατικό, θα έλεγα με τρόπο απόλυτο» τόνισε διευκρινίζοντας ότι «οι πολίτες θέλουν μία ισχυρή κυβέρνηση, με ορίζοντα τετραετίας».

Μια κυβέρνηση η οποία, όπως σημείωσε «δεν μπορεί να προκύψει ούτε από “εύθραυστους” αριθμούς, ούτε από αβέβαιους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς». Δήλωσε δε ότι θα ακολουθήσει όλες τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα, «διατηρώντας όμως σταθερή την άποψή του ότι τα μαθηματικά της απλής αναλογικής παραπέμπουν σε κομματικά παζάρια και τελικά καταλήγουν σε αδιέξοδα».

Πώς θα κινηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης

Αυτό πρακτικό σημαίνει ότι σήμερα θα λάβει την διερευνητική εντολή από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου με τα μάτια στραμμένα στις δεύτερες εκλογές οι οποίες έρχονται χρονικά πιο κοντά από τις 2 Ιουλίου που υπολογίζονταν με ισχυρότερο το ενδεχόμενο οι νέες κάλπες (με την ενισχυμένη αναλογική και το μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα) να στήνονται στις 25 Ιουνίου.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν αναμένεται να κρατήσει την διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και όπως έλεγαν πηγές της Πειραιώς θα ενημερώσει σχετικώς τους πολιτικούς αρχηγούς τηλεφωνικά.

Τι προβλέπει το Σύνταγμα

Υπενθυμίζεται ότι το Σύνταγμα προβλέπει τον «μηχανισμό» των διερευνητικών εντολών, για την αναζήτηση των δυνατοτήτων σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής (με την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών) ή έστω την ανοχή της (με 120 ψήφους επί των παρόντων που προϋποθέτει ότι ένας συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών θα απέχει από την ψηφοφορία).

Αφού επιστρέψει την εντολή ως αρχηγός του πρώτου κόμματος χωρίς χρονοτριβή, θα ακολουθήσει ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών Αλέξης Τσίπρας ως αρχηγός του δεύτερου κόμματος, ο οποίος είχε ήδη προδιαγράψει τις κινήσεις τους απορρίπτοντας εδώ και καιρό τα σενάρια περί «κυβέρνησης ηττημένων», κάτι, βεβαίως, που και να ήθελε δεν προκύπτει ούτε αριθμητικά ούτε πολιτικά μετά την καθίζηση του εκλογικού ποσοστού του. Άρα, ασχέτως αν θα κρατήσει την διερευνητική εντολή που θα λάβει για όλο το διάστημα που προβλέπει το Σύνταγμα (τριήμερο) για επαφές με άλλα κόμματα, εν προκειμένω μόνο με το ΠαΣοΚ, καθώς το ΚΚΕ δεν το συζητά καν, κάτι τέτοιο δεν θα είχε κανένα νόημα.

Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι να την επιστρέψει σε εύλογο χρόνο. Όσον αφορά το ΠαΣοΚ, το οποίο είχε δηλώσει πριν τις εκλογές ότι δεν θα καταθέσει την διερευνητική εντολή «όπως κάνει η ΝΔ», ούτε θα «κάψει» ολόκληρο εκλογικό σύστημα «όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ», αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα εξαντλήσει το προβλεπόμενο τριήμερο προκειμένου να αξιοποιήσει την συνταγματική εντολή ώστε να καταθέσει την δική του πολιτική πρόταση, πλέον καθίσταται αμφίβολη η χρησιμότητα μιας τέτοιας στάσης.

Τα εκλογικά ποσοστά είναι τόσο καταλυτικά, που δεν αφήνουν περιθώρια ούτε καν για διερεύνηση δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας –με ποιον άλλωστε. Ακόμα και η θεσμική προσήλωση στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος θα έμοιαζε εν προκειμένω ανώφελη.

Έτσι, δεν αποκλείεται η διαδικασία των διερευνητικών εντολών να εξελιχθεί πολύ γρήγορα χωρίς την εξάντληση των προθεσμιών. Το αντίθετο, δεδομένων των εκλογικών συσχετισμών που διαμορφώθηκαν, θα κινδύνευε να προσδώσει σε μια ουσιαστική διεργασία διαβούλευσης και διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, έναν «φιλολογικό» χαρακτήρα.

Εφόσον, λοιπόν, δεν καρποφορήσει ο γύρος των διερευνητικών εντολών, όπως και αναμένεται να συμβεί, τότε βάσει του άρθρου 37 του Συντάγματος η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να καλέσει τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, τότε θα επιδιώξει τον σχηματισμό εκλογικής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής και σε περίπτωση αποτυχίας και αυτής της προσπάθειας τότε θα αναθέσει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, όπως και αναμένεται να συμβεί, για να διενεργήσει εκλογές και θα διαλύσει τη Bουλή, ενώ πριν την διάλυσή της, η νέα Βουλή θα κληθεί να ορκισθεί και να εκλέξει τον Πρόεδρο «της μιας ημέρας», με την χώρα να οδεύει προς την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.