Η συνέντευξη του κ. Χατζηδάκη στο Κυριακάτικο Βήμα παρουσιάζει μια τουλάχιστον εξωραϊσμένη κατάσταση της αγοράς εργασίας, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από σειρά ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών. Αρχικά, ας τονίσουμε ότι ο εθνικός κατώτατος μισθός καθορίζεται βάση του ν.4173/2013 από τον εκάστοτε Υπ. Εργασίας μετά από διαβούλευση με κοινωνικούς εταίρους και επιστημονικές οργανώσεις, η δε ΕΓΣΣΕ δεν εμπεριέχει μισθολογικούς όρους εδώ και 10 και πλέον χρόνια.

Ο κ. Χατζηδάκης απαριθμεί συλλογικές συμβάσεις, χωρίς όμως καμία επεξήγηση και κανένα ποιοτικό στοιχείο σύγκρισης. Οι κλαδικές από 65 το 2010 είναι μόλις 6 το 2023 (ενώ και αυτές τις δυο που κήρυξε υποχρεωτικές, περίμεναν στα συρτάρια του επί μήνες). Υπενθυμίζουμε δε ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις για τις οποίες πανηγυρίζει δεν συνεπάγονται κατά καμία έννοια αυξήσεις στους μισθούς ή βελτίωση των όρων εργασίας. Αντίθετα, η εμπειρία τόσο από την προηγούμενη δεκαετία όσο και από πλήθος ερευνών καταδεικνύει ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις οδηγούν συχνά σε περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων μεταξύ αυτών και μισθολογικών. Άλλωστε, με τον ν.4024/2011 επιχειρησιακές ΣΕ μπορούν να υπογράφουν οι λεγόμενες «ενώσεις προσώπων», γεγονός που συρρικνώνει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζόμενων. Να ενημερώσουμε επίσης τον υπουργό, ότι βάση της νομοθεσίας του, οι κλαδικές συμβάσεις δεν έχουν στην πραγματικότητα τυπική ισχύ ούτε για τα μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων, ενώ οι συντριπτικά περισσότερες κλαδικές εργατικές και εργοδοτικές οργανώσεις δεν έχουν ενταχθεί στο περιβόητο συνδικαλιστικό μητρώο ώστε ακόμα και αυτές οι ελάχιστες να μπορούν να κηρυχθούν υποχρεωτικές.

Μένει τελικά αναπάντητο με ποιον τρόπο η ΝΔ θα αυξήσει τον μέσο μισθό, αφού ακόμα και οι πολυδιαφημιζόμενες παραγωγικές επενδύσεις αποδείχθηκαν εν πολλοίς άνθρακες.

Εξάλλου, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα για λογαριασμό του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η ανεργία έχει μειωθεί κυρίως λόγω συρρίκνωσης του ενεργού εργατικού δυναμικού και όχι λόγω δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Τέλος, δεν είναι και προς επιβράβευση το γεγονός ότι η χώρα καταγράφει αρνητική πρωτιά στην ΕΕ σε όλους τους ποιοτικούς δείκτες των ωραρίων και της καταπόνησης των εργαζομένων. Ούτε φυσικά ότι η φορολογία επί των μισθών είναι από τις πλέον μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ γεγονός που οδηγεί σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών.

Και ένας αστερίσκος, ποιος και πώς ελέγχει την τήρηση του δικαιώματος στην αποσύνδεση;

Δρ. Μαριζέτα Αντωνοπούλου

Διδάσκουσα Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ

Αναπληρώτρια Γραμματέας Τομέα Εργασίας ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ

Υποψήφια Βουλευτής Επικρατείας ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ