ΕΛΛΑΣ, ΕΕΕΣ, ΟΓΕΑ, ΑΜΕ, ΤΑΕ. Συντομογραφίες άγνωστες στο ευρύ κοινό, αποτελούν εν τούτοις ένα πρώιμο, εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο της οικονομικής και πολιτισμικής ιστορίας του 20ού αιώνα, αυτό του ιδρυτικού σταδίου της ελληνικής πολιτικής αεροπορίας μεταξύ 1946 και 1957.

Οι διακυμάνσεις της ιστορίας της αποτελούν σήμερα terra incognita, καθώς η ακτινοβολία της Ολυμπιακής Αεροπορίας ως εθνικού αερομεταφορέα επί 50 χρόνια κάλυψε τις συνθήκες που προηγήθηκαν της επικράτησής της. Ωστόσο, η μελέτη της διαδικασίας λήψης κυβερνητικών αποφάσεων, των διεκδικήσεων των εταιρικών συμφερόντων, των κομματικών αντιδικιών και των επιχειρηματικών επιλογών μπορεί να αποδειχθεί διδακτική τόσο για τις ισορροπίες μεταξύ κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσο και για την αλληλεπίδραση πολιτικής πραγματικότητας και χρηματικών επενδύσεων κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο.

Αχιλλέας Χεκίμογλου – Ο Ωνάσης και ο σμηναγός Χ. Η μεταπολεμική αναγέννηση της πολιτικής αεροπορίας: Από την ΤΑΕ στην Ολυμπιακή

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2022,

σελ. 376, τιμή 20,99 ευρώ

Αυτό το εκτεταμένο πεδίο καλύπτει το βιβλίο του Αχιλλέα Χεκίμογλου Ο Ωνάσης και ο σμηναγός Χ (εκδ. Παπαδόπουλος) αντλώντας το πληθωρικό υλικό του από αδημοσίευτα στοιχεία πολιτικών προσώπων, υπουργείων και κρατικών οργανισμών.

Ο «σμηναγός Χ» και οι απαρχές

Εχοντας εργαστεί στο παρελθόν για μια δεκαετία ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Το Βήμα» και καλύψει για το μεγαλύτερό της διάστημα τη δραστηριότητα του υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, ο συγγραφέας ακολουθεί νήματα ερευνητικού ενδιαφέροντος που ακουμπούν στο ρεπορτάζ του. Το βιβλίο αναδεικνύει εξαρχής τόσο τον πλούτο όσο και τον αποσπασματικό χαρακτήρα των τεκμηρίων για την ιστορία της πολιτικής αεροπορίας στην Ελλάδα τα οποία εξακολουθούν να απόκεινται (όπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις) σε διάσπαρτα αρχεία. Ορθά επομένως ο Χεκίμογλου οργανώνει αρχικά την αφήγησή του κυρίως γύρω από τις πρωτοπόρες προσπάθειες του σμήναρχου Στέφανου Ζώτου. Ως «σμηναγός Χ» ο Ζώτος αρθρογραφούσε το 1932 επικρίνοντας την πολιτική του βενιζελικού και κατόπιν και του αντιβενιζελικού υπουργείου Αεροπορίας, ίδρυσε μετά την πρώτη αποστρατεία του το 1937 την εταιρεία Τεχνικαί Αεροπορικαί Εκμεταλλεύσεις (ΤΑΕ), επανήλθε στο στράτευμα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και χρησιμοποίησε έπειτα την προπολεμική του εμπειρία φιλοδοξώντας να συγκροτήσει έναν οργανισμό πολιτικής αεροπορίας βασισμένο στα διεθνή πρότυπα. Η αρχική του επιτυχία ανοίγει την αυλαία μιας δεκαετίας έντονων διακυμάνσεων – επιχειρηματικών και μη.

Η περίοδος θα μπορούσε αδρά να διαιρεθεί σε τρεις φάσεις. Κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο, στην «επανεκκίνηση εξ ερειπίων» μεταξύ 1946 και 1947, το υπό διαμόρφωση τοπίο περιλάμβανε ελληνικές και ξένες πρωτοβουλίες. Η ΤΑΕ του Στέφανου Ζώτου κινήθηκε αρχικά για στρατηγική συμμαχία με την αμερικανική TWA υλοποιώντας την πρώτη ξένη επένδυση στην μεταπολεμική Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η βούληση και η επιμονή για ικανό χρονικό διάστημα της βρετανικής ΒΕΑ για δραστηριοποίηση στον ελληνικό χώρο υποδείκνυε την επιδίωξη του Ηνωμένου Βασιλείου για τη διατήρηση της επιρροής του στη χώρα. Ο Χεκίμογλου επισημαίνει τη ιδιαιτερότητα μιας «ανοικτής στον ανταγωνισμό, ελεύθερης αεροπορικής αγοράς» σε μια στιγμή όπου στην Ευρώπη προκρινόταν το σχήμα των επιδοτούμενων κρατικών εταιρειών. Πράγματι, παρά την καθιέρωση της ΤΑΕ ως πρώτης μεταξύ ίσων στα χρόνια του Εμφυλίου, εποχή που οι αερομεταφορές γνώρισαν απότομη ανάπτυξη λόγω των πολεμικών συνθηκών και της μερικής μόνο αποκατάστασης του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου που είχε καταστραφεί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη δεκαετία του ’50 παρατηρείται συντονισμένη προσπάθεια να αποφευχθεί το μονοπώλιο. Αυτό οφείλεται και στο χάσμα μεταξύ ΤΑΕ και κυβέρνησης Ελληνικού Συναγερμού από το 1952 και μετά, κάτι που οδήγησε σε τρίτη φάση στην εμφάνιση επίδοξων επενδυτών από τον εφοπλιστικό χώρο: ο έτερος πρωταγωνιστής του τίτλου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, εμφανίστηκε το 1953 προτείνοντας την αποκλειστική εκμετάλλευση της γραμμής Αθήνας – Νέας Υόρκης, ο Σταύρος Νιάρχος το 1954 με ένα σχέδιο ανάληψης του συνόλου των αεροσυγκοινωνιών, ο Ιωάννης Γουλανδρής το 1955 με μια αντίστοιχη πρωτοβουλία στηριζόμενη από τη ΒΕΑ.

Το βιβλίο του Αχιλλέα Χεκίμογλου αποδεικνύεται διδακτικό τόσο για τις ισορροπίες μεταξύ κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσο και για την αλληλεπίδραση πολιτικής πραγματικότητας και χρηματικών επενδύσεων στην πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο

Η πολιτική παρέμβαση

Η πτώση της ΤΑΕ έχει τις ρίζες της στην ανάμειξή της στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, όταν κατόπιν συμφωνίας με το Κόμμα των Φιλελευθέρων προέβη αντί υψηλού αντιτίμου στη ρίψη προκηρύξεων κατά του πρώην στρατάρχη Αλεξάνδρου Παπάγου, τότε επικεφαλής του Ελληνικού Συναγερμού. Κείμενα και γελοιογραφίες με «λιβελλογραφικό» κατά τους υποστηρικτές του περιεχόμενο έπεσαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στη Λάρισα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας. Σύμφωνα με όσα θα αποκάλυπτε αργότερα ο Ζώτος, πέραν της συνεννόησης με παράγοντες της κυβέρνησης του Κέντρου είχε λάβει σαφή παραίνεση από παράγοντα των ανακτόρων που παρέπεμπε σε «υψηλή επιταγή» της βασίλισσας Φρειδερίκης ως προς την επιχείρηση αποδόμησης του Παπάγου. Η είσοδός του στην πολιτική έπειτα από τη ρητή διαβεβαίωσή του για το αντίθετο είχε προκαλέσει τη μήνι της βασιλικής οικογένειας, η οποία φοβόταν την απώλεια του παραδοσιακού ελέγχου του στρατεύματος. Με τη σειρά του ο Παπάγος έτρεφε πλέον τη δική του μήνι κατά της ΤΑΕ, την αποδυνάμωση της οποίας απεργαζόταν αμέσως μετά τη θριαμβευτική του νίκη στις εκλογές του 1952. Στην πράξη η απόσυρση της εμπιστοσύνης από την πρότερη κατάσταση διευκόλυνε την είσοδο των εφοπλιστών στο επενδυτικό παιχνίδι και την τελική υποκατάσταση του «σμηναγού Χ» από τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ως πολιτικό επεισόδιο προσφέρεται όμως και για συγκρίσεις με το μέλλον πέραν της οπτικής του βιβλίου, όταν η κρατική πια Ολυμπιακή Αεροπορία θα πολιτικοποιούνταν με διαφορετικό τρόπο ως υποδοχέας αθρόων κομματικών προσλήψεων.

Ιστορία και nonfiction

Μεταξύ ιστορίας και nonfiction κείται μια ευρεία επικράτεια η οποία στον δυτικό εκδοτικό κόσμο είθισται να δίνει εξαιρετικά ενδιαφέροντες καρπούς: βιβλία ενδελεχούς έρευνας και ταυτόχρονα προσιτά στο ευρύ κοινό. Χαρακτηριστικό της παραγωγής αυτής είναι η δυναμική συμμετοχή και δημοσιογράφων που βρίσκουν στο πεδίο τη φυσική συνέχεια της ανάπτυξης δεδομένων που προκύπτουν στη διάρκεια της κύριας δραστηριότητάς τους. Είναι ένα ερώτημα γιατί το συγκεκριμένο είδος και οι συγγραφείς του σπάνια απαντώνται στην Ελλάδα. Προφανώς, η απουσία έχει να κάνει με επαγγελματικές, ερευνητικές, χρηματοδοτικές και αρχειακές δυσχέρειες που αποτρέπουν την επέκταση της εμβέλειας παρόμοιων αναζητήσεων. Το βιβλίο του Αχιλλέα Χεκίμογλου ξεφεύγει από αυτή τη στενωπό οργανώνοντας πλήθος διάσπαρτων τεκμηρίων σε ένα πλήρες και συνεκτικό αφήγημα, υποδεικνύοντας κατευθύνσεις περαιτέρω πραγμάτευσης ειδικότερων ζητημάτων και αποβαίνοντας ένα στιβαρό nonfiction έργο για μια υποφωτισμένη πτυχή της σύγχρονης ιστορίας.