Υπήρξε ο ζωγράφος του τυχαίου, ο καλλιτέχνης που δεν επαναπαύτηκε αλλά αναζητούσε πάντα κάτι το καινούργιο στη δημιουργική του έκφραση. Ωστόσο δεν απεμπολούσε την παράδοση, «προσωπικά, αν κατάφερα κάτι, αυτό περιέχει το παρελθόν» είχε πει όταν είχαμε συναντηθεί στο εργαστήριό του στον Κεραμεικό πριν από δύο χρόνια. Ο Γιώργος Λαζόγκας, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στα 77 του χρόνια την Τετάρτη που μας πέρασε, κατάφερνε να επαναδιατυπώνει την παράδοση μέσα από έργα όπως οι κατακερματισμένες «Νίκες» της Σαμοθράκης ή οι «Διαδρομές» στο μετρό Ελαιώνας με τα αποτυπωμένα θραύσματα από αγγεία.

«Δεν μπορείς να δηλώνεις στα απολεσθέντα την παράδοσή σου, πράγματα που αρχετυπικά και βιωματικά κουβαλάς, αρχής γενομένης από την ίδια την ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για ένα εργαλείο συγκλονιστικό» έλεγε. Σε εκείνη την ίδια συνάντηση ήταν αδύναμος, σχεδόν ισχνός από την επάρατο που τον ταλαιπωρούσε ήδη από το 2013, αλλά με μεγάλη πνευματική διαύγεια και ζωηράδα όταν μιλούσε για τη δουλειά του. Σταθερά δίπλα του τότε όπως και μέχρι το τέλος η δημοσιογράφος σύζυγός του και «φύλακας άγγελός» του όπως την αποκαλούσε, Αννα Μιχαλιτσιάνου.

«Ο ζωγράφος του τυχαίου»

Ο Λαζόγκας επαναλάμβανε ότι ήταν ο ζωγράφος του τυχαίου. «Το τυχαίο, πιστεύω, μεθοδεύεται ως έναν βαθμό, όπως και οι συνθήκες που θα το εμφανίσουν. «Δημιουργώ τις προϋποθέσεις να συμβεί ένα γεγονός» σημαίνει πως προκαλώ και περιμένω όπως ο ερωτευμένος το τηλεφώνημα, να παρουσιαστούν τα σημάδια ώστε το έργο να πάρει τις δικές του πρωτοβουλίες». Είναι ένα από τα πολλά θραύσματα των σκέψεών του που συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Το τυχαίο ως μέθοδος» που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του ΕΜΣΤ το 2018 (και είχε συνδυαστεί με έκθεση με αντιπροσωπευτικά έργα της έκδοσης). Από «τύχη» γαλουχήθηκε σε μια εποχή όπου άλλαζε η γραφή χάρη στην κυκλοφορία του στυλό Bic το 1951 αλλά και στις τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ. το φωτοαντίγραφο) που άλλαζαν τον τρόπο ζωής και αντίληψης του κόσμου.

Ετσι λοιπόν, βάσει αυτής της ιδιαίτερης προσωπικής διαίσθησης αλλά και των τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής, ο Λαζόγκας πέρασε από τα «Παλίμψηστα» (διαφάνειες σε επαλληλίες-αναδιπλώσεις) στην «Τυφλή Ζωγραφική» (όπου τα σχέδια ως συνέχεια των χεριών περνούν από το φως στο σκοτάδι) ή το «Αλεκτον-Κρυπτόν» (επαναληπτικά σχέδια σε διαφορετικές επιφάνειες και χρήση αδιαφανούς καρμπόν στα τυφλά) της δεκαετίας του ’80, στα «Σεντόνια» που μεταφέρθηκαν στον καμβά για να υποδηλώσουν την κοινή αφετηρία ή κατάληξη του έρωτα και του θανάτου. Ο Λαζόγκας «…διερεύνησε τη ροή του χρόνου, συμπυκνώνοντας την εναλλαγή φωτός – σκότους, υπαινισσόμενος το ανθρώπινο μέτρο και τον ανθρώπινο βίο με τη χρήση αντικειμένων, όπως το σεντόνι και το κρεβάτι, ως τεκμηρίων του κύκλου της ζωής, με παράλληλη αναφορά στο δίπολο έρως – θάνατος. Με τέτοιες προσεγγίσεις ανέλυσε στην ουσία τα συστατικά της λέξης «ζω-γραφική»» έγραφε η ιστορικός τέχνης και πρώην διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Κοσκινά στον πρόλογο του βιβλίου «Το τυχαίο ως μέθοδος».

«Υπήρξε ένας μεγάλος ζωγράφος, ένα πηγαίο, τεράστιο ταλέντο. Εμεινε με το μολύβι, το χαρτί, το πινέλο, χωρίς ποτέ να γίνει ακαδημαϊκός ζωγράφος. Γνώριζε ουσιαστικά και σε βάθος ό,τι αφορά τη ζωγραφική, φιλοσοφικά, πειραματικά και ως αποτέλεσμα. Αρχαιολογία ή φουτουρισμός, είναι τα άκρα που άγγιξε με τρόπο απίθανο. Θαύμαζε όλη την Ιστορία της Τέχνης αλλά δεν θεωρητικολογούσε, ήταν πάντα στο παρόν με μια μαγική διάσταση. Ηταν κάτω από την Ακρόπολη ένας αρχαίος Ελληνας σήμερα. Επιπλέον ήταν η χάρις προσωποποιημένη, ένας από τους γενναιόδωρους ανθρώπους και απέναντι στους συναδέλφους του – πράγμα πολύ σπάνιο. Ηταν αφοσιωμένος στη δουλειά του, έδινε μορφή σε ό,τι άγγιζε και πραγματικά τολμούσε φέρνοντας μια παγκοσμιότητα στην ελληνική τέχνη. Ηταν όμως και διακριτικός, ποτέ δεν περηφανευόταν για τα επιτεύγματά του, όπως ότι έκανε περφόρμανς στο Πομπιντού τη δεκαετία του ΄70. Δημιουργούσε με αγάπη και από αγάπη, χωρίς ποτέ να γίνεται γλυκερός» θα πει στο «Βήμα» ο Ντένης Ζαχαρόπουλος.

Η τέχνη που κουβαλάς μέσα σου

Σε κάθε καλλιτέχνη και κίνημα υπάρχει ένα ιστορικό διαδρομής το οποίο τον καθορίζει. Ο Γιώργος Λαζόγκας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1945. «Η εικόνα που διατηρώ είναι ο κάμπος και τα άλογα. Στις αναγνώσεις μου ο Αϊ-Γιώργης είναι ο έφιππος Δεξίλεως στο Μουσείο του Κεραμεικού, ή ο Μπλε Καβαλάρης του Καντίνσκι. Ετσι, συνδέω το άλογο και τον δράκο με τα κινήματα του εικοστού αιώνα. Το παράδειγμα, αν και ακραίο, το χρησιμοποιώ ως αναφορά στην υπόγεια και σκοτεινή σχέση μου με τον μύθο, ο οποίος στηρίζει ή υπονομεύει το έργο και τις καταβολές μου» έγραφε. Φοίτησε στην Αρχιτεκτονική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετά από μια θητεία στους Πολιτικούς Μηχανικούς και δίδαξε στο εικαστικό εργαστήριο της σχολής από το 1982 ως το 1999. Δίδαξε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 2008 ως το 2013. Οι δικές του σπουδές έγιναν με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης στη Γαλλία. Στο Παρίσι γνώρισε και τον Αλέξανδρο Ιόλα και η συνεργασία τους τον βοήθησε να φέρει την τέχνη του στο υποψιασμένο κοινό του Παρισιού αλλά ακολούθως και στην Αθήνα και μέσα από πλείστες εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό εδραίωσε τη φήμη του. Οπως έλεγε όμως και σε εκείνη τη συνέντευξή μας, «η τέχνη και οι τέχνες γενικότερα δεν μαθαίνονται αν δεν τις ξέρεις ήδη, δηλαδή αν δεν τις κουβαλάς μέσα σου». Ο ίδιος κατάλαβε ότι τις «γνώριζε» από παιδί, απ’ όταν πήγαινε και βοηθούσε στο εργαστήριό του έναν ζωγράφο, φίλο του πατέρα του. «Η εποχή ήταν δύσκολη, δεν ζούσε κανείς από τη ζωγραφική εκείνα τα χρόνια, βέβαια ούτε τώρα ζει. Εγώ, δόξα τω Θεώ που λένε, ήμουν τυχερός να έχω κάποιο σουξέ σε καλά χρόνια, και έτσι από τη ζωή μου δεν έχω κανένα παράπονο».

Η τελευταία του έκθεση, «Το χθες είναι τώρα. Γιώργος Λαζόγκας: Μύθοι και Αρχαιότητα», φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ως τις 20/8) μαζί με τεχνουργήματα από την προϊστορική, την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο.