Δεν ξέρω αν υπάρχουν τζάμπα θάνατοι. Υπό μία έννοια όλοι τζάμπα είναι. Κάθε φορά που προκύπτει μία είδηση για κάποιον που έπεσε νεκρός κάνοντας το «κέφι» του ή το πάθος αν θέλεις, ή κάτι τέλος πάντων που αν δεν το έκανε θα ήταν ζωντανός, βγαίνουν οι μεζούρες της κανονικότητας και τον μετράνε. Τι δουλειά είχε ο ένας να κάνει τόσο επικίνδυνο σπορ έχοντας μάλιστα παιδιά; Τι δουλειά είχε ο άλλος να ανεβαίνει στο Εβερεστ;

Ο καθένας μας έχει έναν δρόμο ολοκλήρωσης. Εναν δρόμο που αν δεν τον πάρει θα μένει μισός γλείφοντας τα κενά του όπως ο σκύλος τις πληγές του. Για κάποιους ο δρόμος αυτός είναι πολύ σύντομος, τον βρίσκουν γρήγορα, τον ακολουθούν αμέσως και όλη η υπόλοιπη ζωή ρολάρει επάνω σε αυτές τις ράγες. Για άλλους είναι πιο περίπλοκο. Πολύ έξω από τις νόρμες του μέσου όρου. Δεν είναι πιο ηρωικό, είναι απλά διαφορετικό. Δεν είναι κακοί σύντροφοι και πατεράδες επειδή το κάνουν αλλά θα ήταν αν δεν το έκαναν. Σε τελική ανάλυση δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο λογικό να θέλεις να νικάς ανθρώπους από το να «νικήσεις» ένα βουνό.

Μας αναλογούν μάχες στη ζωή μας που δεν γίνεται να μην τις δώσουμε. Η εμμονή του καπετάνιου Αχαάβ στο μυθιστόρημα του Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ» αν αναγνωστεί με τα μέτρα ενός ψυχαναγκασμού χάνεται όλη η περιπέτεια και το περιεχόμενο του περάσματος του ανθρώπου από τη γη. Μπορείς να ζεις κουκουλωμένος σε μία ασφάλεια μέχρι να περάσει, είναι ένας τρόπος, αλλά δεν είναι καθόλου γοητευτικός, καθόλου συναρπαστικός και σίγουρα αυτή η επιλογή δεν σε κατατάσσει στους σώφρονες αλλά μάλλον στους αναιμικούς.

Για κάποιους ανθρώπους αυτή η ανάγκη είναι ένας κανονικός διάολος που δεν σε αφήνει σε ησυχία. Εκεί φτάνεις σε ένα άκρο που ίσως χρειαστεί να επιστρατεύσεις όλες τις εφεδρείες της αυτοπειθαρχίας σου. Κοιμάσαι και ξυπνάς μαζί του, δεν θα βρεις γαλήνη σε τίποτε αν δεν κάνεις αυτό που για άλλους είναι σκέτη τρέλα. Σε κυριεύει, πηγαίνεις καταπάνω του με όλη σου τη φόρα και είναι ζήτημα χρόνου η σύγκρουση.

Οι άνθρωποι με τα επικίνδυνα πάθη δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να γλιτώνουν. Δεν μετριούνται οι μέρες τους με το τάισμα των παθών τους αλλά με το να γλιτώνουν για λίγο ακόμα από τους κινδύνους των παθών τους. Ναι, δεν ακούγεται καθόλου γοητευτικό αυτό, είναι μια αιχμαλωσία, μια καταστροφή σε εκκρεμότητα, άλλα ίσως ακόμα ανάμεσα και σε εκείνους τους ανθρώπους των άκρων υπάρχουν οι άνθρωποι του μέσου όρου. Ενός άλλου μέσου όρου.

Μεγαλώνοντας αποκτάμε ευθύνες, γεμίζουμε ανθρώπους που εξαρτώνται από εμάς, τα δικαιώματά μας περιορίζονται κάπως, ζεις και για άλλους, όχι μόνο για τον εαυτό σου και εκεί κάπου πρέπει να βρεις εκείνους τους τρόπους που θα σε κάνουν παντού ολόκληρο και όχι σε όλα μισό. Δεν το καταφέρνεις ποτέ στο απόλυτο. Αλλά είναι η μητέρα των μαχών και δεν γίνεται να μην τη δώσεις.