Η ιστορία του Θείου Πάθους είναι γεμάτη από μορφές και σκηνές που παρελαύνουν κάθε χρόνο στο μυαλό μας σε μια κατοπτρική θέαση των ευαγγελικών ακουσμάτων της Μεγάλης Εβδομάδας. Κάθε πρόσωπο ανακαλεί στη μνήμη μας επεισόδια, σκηνές, μικρές πτυχές του δράματος, διεγείρει συναισθήματα, προκαλεί ερωτηματικά. Η γνωστή έκβαση, το γνώριμο τέλος της ιστορίας, δεν ενοχλεί. Ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά, κάθε χρόνο, σε ένα μυστηριακό τελετουργικό τα ίδια πρόσωπα, τους ίδιους τραγικούς ρόλους που καθένας διαδραμάτισε, την ίδια τρικυμία των αισθημάτων, με τη θριαμβική έξοδο στο τέλος. Η κατ᾽ έτος επανάληψη σε τίποτα δεν ζημιώνει τη μέθεξή μας στο ανερμήνευτο και το τραγικά συγκρουσιακό, που χτίζεται μέσα από αυτό το πολυπρόσωπο tableau vivant, σε πράξεις που παρακολουθούμε στα επτά επεισόδια της Μεγάλης Εβδομάδας.

Τα γεγονότα πριν από τη σύλληψη του Ιησού είναι από πολλές απόψεις αξιοσημείωτα. Αν ακολουθήσουμε την ευαγγελική μαρτυρία του Ματθαίου (κβ᾽), περισσότερο παρατηρεί κανείς έναν ιδιότυπο ρητορικό αγώνα, μια διαδοχική σειρά ερωτημάτων που τίθενται από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους προς τον Ιησού «ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν… ». Ερωτήματα θεολογικά, κυρίως περί της πρακτικής εφαρμογής του Νόμου, που διατυπώνονται με περιπαικτική διάθεση ως πονηρά ψευδο-ερωτήματα: «καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν [νομικὸς] πειράζων αὐτόν… »

Οι απαντήσεις του Ιησού, στον αντίποδα αυτής της διάθεσης, αντανακλούν θεϊκή σοφία, την αταραξία του Δικαίου, σθένος και ευγένεια (nobilitas). Oι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι σε αυτήν την ιδιότυπη interrogatio κατατροπώνονται, όπως και πάλι δηλώνει ρητά το κείμενο:  «Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσεν τοὺς
Σαδδουκαίους
…», ή «καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἀποκριθῆναι αὐτῷ λόγον, οὐδὲ
ἐτόλμησέν 
τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν».

Στην πραγματικότητα, ο Ιησούς αντιτάσσει και συνοψίζει την πεμπτουσία της χριστιανικής θεολογίας: θα διαχωρίσει διά παντός το ουράνιο από το γήινο, με τη διάσημη απάντηση του «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», και θα ορίσει την αγάπη του Θεού και του πλησίον ως τη δυαρχία των εντολών, όπου «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμονται».

Ωστόσο, η αφήγηση πολύ γρήγορα θα αφήσει πίσω το σκηνικό φόντο των Συμβουλίων και των ερωταποκρίσεων, και εστιασμένη πλέον στο πρόσωπο του Ιησού θα εξελιχθεί σε ένα από τα διασημότερα κατηγορητήρια όλων των εποχών: σε ένα δραματικό, χειμαρρώδη μονόλογο-διδασκαλία ο Ιησούς ομιλών τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού θα απαγγείλει το δριμύ κατηγορώ του εναντίον των καθημένων επί της Μωσέως καθέδρας· όχι πλέον πράος, ειρηνικός, μεμυσταγωγημένος και θεοφορούμενος, όπως συνήθως αναδύεται μέσα από τον ευαγγελικό λόγο, αλλά καταγγελτικός, οξύς, θυμαίνων, δριμύς. Από τις πολλές σκηνές του θείου Δράματος, ο λόγος του Ιησού στο κατά Ματθαίον κγ´, το ευαγγέλιο του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης, προκαλεί έντονη εντύπωση, ίσως και αμηχανία και έκπληξη.

Η δύναμη των αποστροφών είναι καθηλωτική. Η στηλιτευτική declamatio Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί ὅτι…, επανερχόμενη ανά τακτά διαστήματα στο κείμενο ως δραματική επωδός, κορυφώνεται και οξύνεται σε ένα κλιμακωτό σχήμα: Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί,… μωροὶ καὶ τυφλοί, ….., ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! Στο κείμενο ξεδιπλώνονται εικονιστικές αποτυπώσεις της υποκρισίας της εξουσίας σε άκρως ενδιαφέρουσες κοινωνικές και ανθρωπολογικές εκφάνσεις : η ραθυμία μαζί με την τυραννική δεσποτεία (φορτία τὰ βαρέα καὶ δυσβάστακτα, …ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων), η φιλο-πρωτοκαθεδρία, οι ψεύτικοι ασπασμοί και εναγκαλισμοί, το πάθος της φήμης και της κοινωνικής προβολής (καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββί, ραββί), η ψευδής φιλανθρωπία και η μέχρι χειλέων φιλευσέβεια, η υποκριτική και κατ᾽ επιλογήν αυστηρότητα των διυλιζόντων τὸν κώνωπα καὶ τὴν κάμηλον καταπινόντων, η ανομία, η αδικία…  Το αβαθές, υποκριτικό φαίνεσθαι διατυπωμένο διά στόματος του Ιησού «Πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» θα ορίζει πλέον στην ελληνική γλώσσα την επιτομή του κίβδηλου και του ψευδώς αγαθοφανούς.

Ο Ιησούς απέναντι στους Γραμματείς και Φαρισαίους αναμετριέται με ό,τι έχει πολεμήσει στη διδασκαλία του. Και στην κατά πρόσωπον αυτή καταγγελία ουσιαστικά θέτει πλέον εαυτόν απέναντι στους δημίους του ως το ζωόθυτον θύμα. Σε ένα σημειολογικό συμβολισμό αυτό το φραστικό μαστίγωμα θα προ-τυπώσει το σωματικό μαστίγωμα του Ιησού, τρεις μέρες μετά.

Ας μη σπεύσουν κάποιοι να δουν στο λόγο του την ακύρωση και την ανατροπή. «Ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (Ματθ. 5.17). Ο λόγος του δεν υποκινεί εναντίον του νόμου. Είναι ράπισμα εναντίον των υποκριτών του νόμου: Πάντα οὖν ὅσα ἂν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε. Είναι η καπήλευση και η κατάχρηση της εξουσίας που καταδικάζεται.

Δεν είναι η μοναδική φορά που ο Ιησούς εμφανίζεται οργισθείς. Το επεισόδιο που καταγράφεται περισσότερο αναλυτικά μέσα από τη μαρτυρία του Ιωάννη (β, 13-25), με την ανατρεπτική, βίαιη σκηνή στο ναό του Σολομώντα, κατοπτρίζει επίσης ένταση και θυμό. Τον θέλει να κρατά φραγγέλιο από σχοινιά, να αναποδογυρίζει την πραμάτεια των εμπόρων, και να τους εκδιώκει από το ναό που είχαν μετατρέψει σε οίκο εμπορίας. Ο λόγος του Ιωάννη εκπέμπει έντονη κίνηση και ζωηρό ρεαλισμό: ακούμε τα κέρματα να κυλούν και τα τραπέζια που αναποδογυρίζουν «καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεεν τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέτρεψεν». Η δύναμη της λεπτομέρειας στην αφήγηση, και εδώ, συναντά τις αισθητηριακές απολήξεις του αναγνώστη-θεατή, και αποδίδει ένα δυνατό διηγηματικά έργο.

Αν αναστοχαστούμε περισσότερο στη γήινη, ανθρώπινη πλευρά του θείου δράματος, και επιλέξουμε μία περισσότερο αφηγηματολογική ανάγνωση της πορείας προς το σταυρό, τότε και στις δύο αυτές διάσημες σκηνές του θυμού του Ιησού, θα δούμε την επιλογή μιας παρεμφερούς αφηγηματικής παρουσίασης, με τους υπέρτερους αριθμητικά και εξουσιαστικά Γραμματείς, Φαρισαίους, εμπόρους, καπήλους στη μία πλευρά· απέναντί τους ο Ένας, ο Αμνός, ο Μέγας Έρημος.

Η Μαρίνα Δετοράκη είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.