Ακόμα και σήμερα, δεκαετίες μετά την κατάρρευση όλων των μύθων με τους οποίους γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές κομμουνιστών, κάποια στερεότυπα δείχνουν να επιβιώνουν, έστω με τη μορφή φράσεων οι οποίες εκφωνούνται ή γράφονται σχεδόν αυτόματα απ’ όσους αναφέρονται στην πρώτη μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου περίοδο. Είναι, πιστεύω, κι αυτό μια ακόμα έκφανση του «ελληνικού παραδόξου», το οποίο θέλει πολλή συζήτηση (επιφυλάσσομαι…). Ποιο είναι αυτό; Μα, ότι οι ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου κατάφερναν επί χρόνια – και εν πολλοίς καταφέρνουν και σήμερα – να ηγεμονεύουν στο πεδίο των ιδεών και ειδικότερα ως προς αυτό που συχνά αποκαλούμε «αφήγημα» για τα κατοχικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.

Ακούγοντας και διαβάζοντας πρόσφατα διάφορους αναλυτές και δημοσιολογούντες, ακόμα και ανθρώπους που δεν ανήκουν στην κομμουνιστική και κομμουνιστογενή Αριστερά, εντυπωσιάστηκα για μια ακόμα φορά από την ευκολία με την οποία αναπαράγεται, δίκην επωδού, το κλισέ ότι λίγο-πολύ η Ελλάδα του 1950-65 ήταν μια χώρα με χαρακτηριστικό της το ότι το κράτος έδερνε, εξόριζε και γενικώς κακοποιούσε αριστερούς πολίτες.

Και όμως, μιλάμε για την περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα άλλαξε πρόσωπο, επούλωσε εν πολλοίς τα πρόσφατα τότε τραύματά της και κυρίως απογειώθηκε σε όλα τα πεδία: στην οικονομία, στην καθημερινότητα του πολίτη, στον πολιτισμό, παντού. Μιλάμε για μια περίοδο όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης πλησίαζαν ακόμα και το 10% κάποιες χρονιές. Τα σχετικά στοιχεία υπάρχουν, είναι διαθέσιμα στον καθένα [πολύτιμο θεωρώ ιδιαίτερα το βιβλίο «Η ελληνική οικονομία μετά το 1950» του Χρυσάφη Ιορδάνογλου, έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος]. Υπάρχει, άραγε, ανάγκη να προσφύγει κάποιος σε αναλύσεις, πίνακες και ιστογράμματα για να βεβαιωθεί ότι τα χρόνια μετά το 1950 ήταν χρόνια απογείωσης της χώρας σε όλα τα πεδία και σε όλους τους τομείς; Για όποιον έχει ζήσει εκείνα τα χρόνια, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Απ’ την Ελλάδα των ξυπόλυτων παιδιών, απ’ την Ελλάδα της γκαζιέρας και του παγοπώλη, απ’ την Ελλάδα όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τρεφόταν με ψωμί, ελιές και φασόλια, απ’ την Ελλάδα όπου ελάχιστοι πολίτες γνώριζαν «ανέσεις» όπως το καλοριφέρ ή το ψυγείο, απ’ την Ελλάδα όπου ο εξηλεκτρισμός ήταν προνόμιο των πόλεων και όπου οι άνθρωποι πλένονταν (αν πλένονταν…) μία φορά την εβδομάδα, βρεθήκαμε, σε μια δεκαπενταετία, στην Ελλάδα με κολόνες της ΔΕΗ σχεδόν παντού και με τηλέφωνα όχι μόνο πια στα περίπτερα («Τηλέφωνον διά το κοινόν») και στον μπακάλη της γειτονιάς, στην Ελλάδα όπου λέξεις όπως σουπερμάρκετ και σελφ σέρβις, πλυντήριο και μίξερ, τρανζίστορ και πικάπ, τουρισμός και διακοπές είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους.

Αυτό, λοιπόν, το άλμα είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί από όποιον έχει ζήσει εκείνα τα χρόνια, αλλά και από κάθε στοιχειωδώς ενημερωμένο και καλόπιστο μελετητή της περιόδου. Μήπως, όμως, όλα αυτά έγιναν ως «παράπλευρη» δραστηριότητα ενός κράτους που κατά τα άλλα κύριο μέλημά του ήταν «να δέρνει αριστερούς»; Αυτό τουλάχιστον λέει το «αφήγημα» που διακινούν το ΚΚΕ και οι παραφυάδες του, η νεοκομμουνιστική Αριστερά, αλλά και το «βαθύ ΠαΣοΚ».

Δεν μπορούσες, λέει, ούτε άδεια οδήγησης να βγάλεις αν ήσουν αριστερός. Α, μπα; Και τότε πώς σχεδόν όλοι οι αριστεροί που γνώρισα στη ζωή μου (και δεν γνώρισα λίγους, σας βεβαιώνω) οδηγούσαν; Οι αριστεροί δεν μπορούσαν, λέει, να σπουδάσουν. Α, μπα; Και τότε πώς σε όλες τις φοιτητικές κινητοποιήσεις της εποχής πρωταγωνιστούσαν οργανωμένοι αριστεροί; Οι αριστεροί δεν μπορούσαν, λέει, να βγάλουν διαβατήριο. Α, μπα; Και τότε πώς τόσοι και τόσοι αριστεροί επιχειρηματίες (ας αποφύγουμε τα ονόματα) πήγαιναν στο εξωτερικό για δουλειές; Ο Μίκης Θεοδωράκης πώς βρέθηκε, αλήθεια, να σπουδάζει στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1950; Και βέβαια, τι να πει κανείς για κλάδους όπως αυτοί των φροντιστηρίων, όπου σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες αλλά και οι διδάσκοντες ήταν αριστεροί, άνθρωποι της γενιάς του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, ή για τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών (θέατρο, έντυπα κ.λπ.), όπου επίσης η παρουσία της Αριστεράς ήταν ιδιαίτερα ισχυρή.

Τρεις ακόμα επισημάνσεις, προς επίρρωσιν της βασικής μου θέσης.

– Θυμάμαι το 1964 μια παράσταση της «Αγγέλας» του Σεβαστίκογλου στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. Με δεδομένο ότι ο Σεβαστίκογλου ήταν υψηλά ιστάμενο στέλεχος του ΚΚΕ, πώς ταίριαζε αυτό με το ότι η Ελλάδα ήταν χώρα «μοναρχοφασιστική» όπου «έδερναν τους κομμουνιστές»;

– Η ελεγχόμενη από τους κομμουνιστές ΕΔΑ θα κατάφερνε, άραγε, ποτέ να πάρει 25% στις εκλογές, όπως έγινε το 1958, αν δεν λειτουργούσαν στοιχειωδώς η δημοκρατία και οι δημοκρατικοί θεσμοί στη χώρα μας;

– Ακόμα και τα διαβόητα «ξερονήσια», όπου, όπως διάβασα κάπου πρόσφατα, «βρισκόταν η μισή(!) Ελλάδα», μάλλον άδειαζαν κατά τη δεκαετία του 1950 παρά γέμιζαν. Τότε έπαψε να λειτουργεί ως στρατόπεδο η Μακρόνησος, τότε γύρισαν σπίτια τους και οι περισσότεροι από τους εξόριστους.

Οχι, η Ελλάδα της πρώτης μετά τον Εμφύλιο δεκαπενταετίας δεν ήταν μια χώρα όπου κυρίως «έδερναν αριστερούς». Και κάτι ακόμα, που καλό είναι να μην το ξεχνάμε ποτέ: αν στην εμφύλια σύγκρουση είχαν επικρατήσει οι Ζαχαριαδοβαφειάδηδες, στη Λαϊκή (sic) Δημοκρατία (δύο sic) της Ελλάδας τους αντιφρονούντες δεν θα τους «έδερναν» απλώς…

*Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.