Δώστε βάση στη σημαντική είδηση που ακολουθεί. «Μετά από ταλαιπωρία και διώξεις 126 χρόνων, αθώος κρίθηκε σήμερα ο Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν από Τριτοβάθμιο πλωτό Δικαστήριο της Υδρας. Συγχαρητήρια τηλεγραφήματα απέστειλαν ο Ερρίκος Ιψεν, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Συνομοσπονδία Ανθρακωρύχων της Νορβηγίας κι ένα σκυλόψαρο». Εντάξει, είναι μια παράξενη είδηση αυτή, μια είδηση που διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο, μια είδηση αρκούντως δημιουργική, βγαλμένη από το ιδιοσυγκρασιακό σύμπαν της Ρούλας Γεωργακοπούλου.

Ρούλα Γεωργακοπούλου{ – Ανάπτυγμα βατράχου

Εκδόσεις Στερέωμα, 2021, σελ. 56, τιμή 12 ευρώ

Στην καινούργια της, απολαυστική νουβέλα συναντιέται αναπάντεχα ο από Βορράν γνωστός θεατρικός ήρωας με το διήγημα «Η δικαιοσύνη της θάλασσας» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, από την εμβληματική συλλογή του Τα λόγια της πλώρης. Οταν ρωτήσαμε την ίδια πού ακριβώς θα έλεγε ότι συντελέστηκε η συγκεκριμένη συνάντηση, απάντησε με τη μεγαλύτερη δυνατή φυσικότητα. «Μα στο ενδιάμεσο! Μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Στην τριζάτη γεφυρούλα που επιτρέπει στο συνειδητό και στο ασυνείδητο να συναντηθούν και να συνομιλήσουν λίγο πριν μας πάρει εντελώς ο ύπνος». Και κάπως έτσι, λέμε εμείς, έδωσε τις αεικίνητες συντεταγμένες της γραφής της, ανάμεσα στο όνειρο και στη φαντασία…

Πώς προέκυψε το τρίτο σας πεζογράφημα, κυρία Γεωργακοπούλου;

«Εν αρχή ην η εμμονή και δεν ξέρω άλλη εποχή απ’ αυτήν του εγκλεισμού που να ευνοεί περισσότερο την υψηλή συγκέντρωση εμμονών και να τους δίνει χώρο να σου αλλάξουν τα φώτα. Η ιδέα για το βιβλίο κατρακύλησε από το μυαλό μου στα χέρια μου. Ετριβα τα δάχτυλά μου στο σκοτάδι και παρακαλούσα την υφή της ιστορίας μου να μου φανερωθεί. Ηρθε πολύ γρήγορα. Κάτι μεταξωτό, λαμπερό, στιλπνό που να σου ξεγλιστράει και να δημιουργεί πτυχώσεις και κυματισμούς που είναι εκτός του ελέγχου σου. Μ’ αυτό το υλικό και με τις αυστηρές του οδηγίες χρήσης ξεκίνησα να γράφω για την «κακοδικία» που υπέστη ο Μπόρκμαν από τον νατουραλισμό της εποχής του. Να τον φέρω στο σήμερα και να τον αποκαταστήσω με τη συνηγορία των ομοίων του, ανθρώπων του ρίσκου, της βούλησης και του επιχειρείν, τους υδραίους ναυτικούς του Καρκαβίτσα. Δυο θαλασσινοί λαοί του πρώιμου καπιταλισμού, ήταν για μένα ρίσκο και γλέντι μαζί να μπορέσω να τους αθωώσω λογοτεχνικά, σε έναν κόσμο που πορεύεται αυτοτραυματιζόμενος εν μέσω πανδημίας της cancel culture».

Στο βιβλίο, η «Πώς τη λένε» είναι μάλλον μια συνειδησιακή εκδοχή σας, κάπως συγκρουσιακή ασφαλώς. Τι ισχύει όμως με τον «Βρε», τον βάτραχο; Επιπλέον, εδώ που τα λέμε, γιατί ένας βάτραχος και όχι, εν πάση περιπτώσει, κάτι άλλο;

«Ναι, ακριβώς αυτό είναι η «Πώς τη λένε». Ενα αυστηρό Υπερεγώ που προσπαθείς να το πιάσεις φίλο, να το ακούσεις αλλά και να το παρακούσεις, να το κάνεις συνένοχο ώστε να προβείς στη βρωμοδουλειά σου με το κεφάλι σου ήσυχο. Ο βάτραχος «Βρε» είναι σίγουρα το παιδικό μου κομμάτι. Η σχέση μου με το μαγικό, το αμφίβιο. Τώρα, γιατί βάτραχος… Γιατί η εμμονή είναι ανίκητη, όπως λέγαμε και παραπάνω, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια αρχαία εμμονή. Τη δεκαετία του 1960, στο σπίτι της γιαγιάς μου δίπλα στο ποτάμι, μπήκα στην επικράτεια των βατράχων. Παρακολουθούσα τις συναυλίες τους, μελετούσα τις μεταμορφώσεις τους μέχρι να γίνουν από γυρίνοι βάτραχοι και γενικά αυτή η βατραχοκουλτούρα ήταν ο θησαυρός μου. Κάποια στιγμή, όταν βαρέος τύπου οχήματα άρχισαν να μπαίνουν στην κοίτη του για να πάρουν χώμα για το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Καλαμάτας που μόλις χτιζόταν, έβλεπα στον δρόμο αποξηραμένα και πεπλατυσμένα βατράχια με απλωμένα χέρια – πόδια, σαν χαλκομανίες. Φυσικά τα είχαν πατήσει οι μπουλντόζες. Νομίζω ότι τότε ήταν που σχηματίστηκε μέσα μου η επωδός «Ανάπτυγμα βατράχου», την έλεγα και την ξανάλεγα μέσα μου σαν ιερατικό μάντρα, σίγουρη ότι μια μέρα κάπου θα με οδηγήσει».

Σε ποιον βαθμό, εν τέλει, είναι «αυτόματη» η γραφή σας; Είστε, με άλλα λόγια, του «υπερρεαλισμού»; Θα λέγατε ότι ανήκετε σε κάποιο λογοτεχνικό σόι;

«Η γραφή μου δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτόματη. Ξεκινάει βέβαια αιφνιδιαστικά και προσπαθεί να με παρασύρει αλλά τη φέρνω στα ίσα της με αιματηρή συνήθως πάλη και με ανελέητη γειωτική έρευνα σε αρχεία, πηγές, σε πρωτογενή ντοκουμέντα, επικοινωνία με κλειδοκράτορες της πληροφορίας, μάρτυρες και ψευδομάρτυρες, όποιον παράδρομο τέλος πάντων εμποδίζει και ταυτόχρονα πλουταίνει τον αυτοματισμό. Τεχνικά μιλώντας, ναι είμαι του Υπερρεαλισμού ή μάλλον υπήρξα «του Υπερρεαλισμού», στην ηλικία που έπρεπε, δηλαδή μεταξύ των είκοσι και των τριάντα. Με γοήτευσε, του αντιστάθηκα, του παραδόθηκα τόσο όσο να μελετήσω καλά τους μηχανισμούς του και μετά τον παράτησα όπως συμβαίνει με όλους τους αξιότιμους έρωτες. Οσο για το πού ανήκω, χμ… Τα σόγια, οι συγγένειες και οι κατατάξεις είναι δουλειά του κριτικού λόγου και της Θεωρίας της λογοτεχνίας. Απ’ αυτούς περιμένουμε κι εμείς να πάρουμε το ISO. Οσο για μένα, θα ήθελα να είμαι ένα ψιχουλάκι που έπεσε από το τραπέζι του Ε. Χ. Γονατά ή του Νίκου Καχτίτση, του Μποστ ή του Ακη Πάνου».

Δημοσιογραφία και λογοτεχνία. Τι ρόλο παίζει το ύφος σε αυτή την παράξενη σχέση;

«Στη δική μου περίπτωση αυτουργός είναι 100% το θέατρο. Και ιστορικά να το δούμε, οι καλύτεροι χρονογράφοι ήταν άνθρωποι του θεάτρου. Προχείρως αναφέρω τον Σακελλάριο και τον Ψαθά. Στο θέατρο λοιπόν τίποτα δεν λειτουργεί χωρίς προσωπική απεύθυνση. Φαντάζεστε έναν ηθοποιό να παίζει τριτοπρόσωπα σαν να ‘ναι ο Αβραμόπουλος; Αυτό το παρεξηγημένο «εγώ» που φτιάχνει την προσωπική σχέση του χρονογράφου με τον αναγνώστη, σηκώνει φρύδια και ενοχλεί ακόμη και ανθρώπους του επαγγέλματος. Τς τς τς… Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να τα ξέρουμε όλα. Τους συγχωρώ».

Τι είναι όμως πιο ζόρικο για εσάς; Το θέατρο ή η πεζογραφία;

«Πώς να το πω τώρα; Το θέατρο το ξέρω, ζω θεατρικά αλλά όχι «τεατράλε», αν με εννοείτε. Την πεζογραφία τη σέβομαι και τη φοβάμαι. Φοβάμαι τη γείωση που προϋποθέτει, αν την προϋποθέτει… Πιστεύω όμως ότι η πεζογραφία χρειάζεται απεγνωσμένα λίγο θέατρο εντός της, ενώ το θέατρο δεν χρειάζεται καθόλου την πεζογραφία. Απεναντίας…».

Τα ελληνικά, αυτά που γράφουμε κι αυτά που διαβάζουμε σήμερα, πώς τα βλέπετε;

«Δεν τα βλέπω καθόλου. Νομίζω ότι ο γκραν μετρ είναι η προφορικότητα. Καταφέραμε να μιλάμε και να γράφουμε με μια ασυμβολική «γραπτή» γλώσσα που στη μανία της για κυριολεξία, στην πραγματικότητα δεν μας λέει τίποτα».