Την πραγματική διάσταση γύρω από τα αρχεία που αφορούν τις σχέσεις του ΚΚΣΕ με το ΚΚΕ και την ανάμειξη των Σοβιετικών στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο αναδεικνύει στη συνέντευξή του προς «Το Βήμα» ο ιστορικός ερευνητής Νίκος Παπαδάτος, διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης, επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Πολιτικών Κομμάτων και Κοινωνικών Κινημάτων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοφ, μέλος της ερευνητικής ομάδας του Κέντρου Ρωσικών, Καυκάσιων και Ευρωπαϊκών Σπουδών (CERCEC) της École des Hautes Études en Sciences Sociales και ερευνητής διδάσκων στο ΚΕΜΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης.

«Η αναμόχλευση ενός τέτοιου ζητήματος κυοφορεί ενδεχομένως ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες» αναφέρει ο ιστορικός ερευνητής Νίκος Παπαδάτος

Με αφορμή τη δημοσιοποίηση από τον ιστορικό Σεργκέι Ραντσένκο στο Twitter ορισμένων αποσπασματικών εγγράφων από τα πρώην σοβιετικά αρχεία που πυροδότησαν έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, ο κ. Παπαδάτος, συγγραφέας του βιβλίου «Ακρως Απόρρητο.

Οι σχέσεις ΕΣΣΔ – ΚΚΕ / 1944-1952» (εκδόσεις ΚΨΜ), το οποίο περιλαμβάνει πλήθος τεκμηρίων που αντλήθηκαν από τα ρωσικά αρχεία, σχολιάζει την έκταση που έλαβε το θέμα και φωτίζει τις βαθύτερες πτυχές των σχέσεων της Μόσχας με το ΚΚΕ και την εξαιρετικά επιφυλακτική στάση της ως προς τον Εμφύλιο, στο πλαίσιο των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων του Στάλιν με την επιλογή της μη άμεσης ανάμειξης της ΕΣΣΔ.

Με αφορμή τον θόρυβο που προκάλεσε η δημοσιοποίηση στα social media ορισμένων «αποχαρακτηρισμένων εγγράφων» των ρωσικών αρχείων σχετικά με τον ελληνικό Εμφύλιο και τον ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης, πώς ερμηνεύετε την έκταση που έλαβε το θέμα;

«Η δημοσιοποίηση πρώην σοβιετικών εγγράφων αναφορικά με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο στα κοινωνικά δίκτυα θέτει, από την πλευρά του επαγγελματία ιστορικού, ζητήματα δεοντολογίας στον βαθμό που το Twitter δεν προσφέρεται εξ ορισμού για την έναρξη ενός γόνιμου ακαδημαϊκού και επιστημονικού διαλόγου. Δεδομένου δε ότι το θέμα σχετίζεται με την τραυματική μνήμη γύρω από τον εμφύλιο πόλεμο, που αποτελεί μια ανεπούλωτη ανοικτή πληγή, η επιλογή του χώρου των κοινωνικών δικτύων προδίκαζε εκ των προτέρων την έκταση και το είδος των αντιδράσεων. Πέραν αυτού, η αναμόχλευση ενός τέτοιου  ζητήματος κυοφορεί ενδεχομένως ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες».

Διαβάστε επίσης: Ο εμφύλιος πόλεςμος και η ιστοριογραφία του Διαδικτύου

Παρακάμπτοντας τις όποιες προπαγανδιστικές και πολιτικές προεκτάσεις που θύμιζαν εποχή Ψυχρού Πολέμου, αυτά καθαυτά τα έγγραφα πού τα κατατάσσετε από ιστορικής σημασίας;

«Οπως πολύ σωστά επισημαίνετε, μία εκ των πρωταρχικών προϋποθέσεων για τη συγγραφή της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου επί τη βάσει πρωτογενών αρχειακών εγγράφων είναι η έξοδος από κάθε ψυχροπολεμικό σχήμα της εν λόγω περιόδου. Τα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν βρίσκονται, εν πολλοίς, και στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και είχαν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από τον Αλέκο Παπαναγιώτου, τον Φίλιππο Ηλιού, αργότερα την Ιωάννα Παπαθανασίου, μία από τις πρώτες εάν όχι την πρώτη ιστορικό που μελέτησε πρώην σοβιετικά αρχεία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης. Τμήμα αυτών των υλικών δημοσιεύτηκαν και στα Δοκίμια Ιστορίας του ΚΚΕ. Ωστόσο, θα ήταν τουλάχιστον άστοχο να ισχυριστούμε ότι η έρευνα των σοβιετικών αρχείων παραμένει στάσιμη. Μετά το πέρας της δημοσίευσης του βιβλίου μου Ακρως Απόρρητο, Οι Σχέσεις ΕΣΣΔ – ΚΚΕ / 1944-1952 (ΚΨΜ, 2019), με βάση την πρωτογενή έρευνα στα διαθέσιμα ρωσικά αρχεία, δίνεται σταδιακά στους ιστορικούς η δυνατότητα πρόσβασης σε επιπλέον έγγραφα τα οποία χρήζουν προσοχής. Επί παραδείγματι: Στα Κρατικά Αρχεία Σύγχρονης Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας απόκειται, μεταξύ πολλών άλλων, έγγραφο το οποίο φέρει την υπογραφή του σοβιετικού αξιωματούχου Μπουλγκάνιν, που εστάλη προσωπικά στον Ιωσήφ Στάλιν τη 15η Ιουνίου 1948, και στο οποίο προσδιορίζεται η αιτηθείσα βοήθεια από το ΚΚΕ και η σχετική απάντηση της Μόσχας. Στο επίμαχο έγγραφο αναφέρεται χαρακτηριστικά:

Σύντροφε Στάλιν,

Σήμερα την 15η Ιουνίου, δέχτηκα τον Ζαχαριάδη ο οποίος έκανε αίτημα για τη χορήγηση όπλων.

Σας αναφέρω το αίτημά τους και τις προτάσεις μας για την παράδοση των γερμανικών όπλων-λαφύρων. […]

Επομένως, τέτοιου είδους έγγραφα αν και εξαιρετικά σημαντικά ως προς τη διαλεύκανση ουσιωδών λεπτομερειών περί του ελληνικού Εμφυλίου, δεν αναιρούν αλλά επιβεβαιώνουν όσα ήδη δημοσιεύτηκαν στο Ακρως Απόρρητο: «Η έλλειψη καυσίμων και μεταφορικών μέσων συνδέεται ευθέως με το πρόβλημα του ανεφοδιασμού του ΔΣΕ. Δυνάμει όσων προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι δεν υπήρχε πολιτική βούληση για την παροχή στους έλληνες κομμουνιστές σημαντικής οικονομικής βοήθειας, τουλάχιστον ανάλογης με την αντίστοιχη των Αμερικανών». (σ. 114). Εξάλλου χωρίς την υλική υποστήριξη του Εθνικού Στρατού από την Αγγλία και αργότερα από τις ΗΠΑ, και του Δημοκρατικού Στρατού από την πρώην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, ο εμφύλιος πόλεμος δεν θα μπορούσε πρακτικά να λάβει τις «ολοκληρωτικές διαστάσεις» που γνωρίζουμε».

Εχοντας μελετήσει συστηματικά τα πρώην σοβιετικά αρχεία, ποιες παραμένουν ακόμα «γκρίζες ζώνες» στην πρόσβαση των ερευνητών αναφορικά με τις σχέσεις ΚΚΣΕ – ΚΚΕ;

«Μπορούμε να προσλάβουμε το ζήτημα του εμφυλίου πολέμου από διαφορετικές πλευρές: την κοινωνική, την οικονομική, την ταξική, την πολιτική και σαφώς την τεχνοκρατική (τεχνικές με στόχο την ερήμωση της υπαίθρου και την απίσχναση των δυνάμεων του ΔΣΕ, κ.λπ.). Ωστόσο, ο ιστορικός των Διεθνών Σχέσεων οφείλει να μελετήσει τα τεκμήρια αποφεύγοντας την ελληνοκεντρική θεώρηση. Η συγκεκριμένη αυτή σύγκρουση ήταν η πρώτη θερμή σύρραξη στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου. Ως προς αυτό δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες: ο διπολικός κόσμος εκείνης της εποχής προσπαθούσε άλλοτε συγκαλυμμένα, άλλοτε ευθέως να προωθήσει τα συμφέροντα του δικού του μπλοκ. Ως προς αυτή την πτυχή, οι σχέσεις του ΚΚΣΕ με το ΚΚΕ καθορίζονται πρωτίστως από τις γεωπολιτικές προτεραιότητες της ανώτατης σοβιετικής ηγεσίας και δευτερευόντως από αμιγώς ιδεολογικές διεργασίες».

Η ηγεσία του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης επί Στάλιν

Ποιος ήταν πραγματικά ο ρόλος και η έκταση της ανάμειξης των Σοβιετικών στον Εμφύλιο;

«Η ΕΣΣΔ τήρησε εξαιρετικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην ελληνική σύρραξη, αποφεύγοντας την άμεση ανάμειξη. Απόδειξη περί τούτου είναι η ακόλουθη δήλωση του Μιχαήλ Σούσλοφ στον Ιωσήφ Στάλιν την 21η Ιουνίου 1947, δηλώνοντας επί λέξει: «Δεδομένων των δυσκολιών με τα υποδήματα στη χώρα μας, πιστεύω ότι το αίτημα του Ζαχαριάδη για παπούτσια θα πρέπει να μείνει αναπάντητο». Υπό το φως αυτής της ενδιαφέρουσας αρχειακής καταγραφής, αντιλαμβανόμαστε σήμερα καλύτερα γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός δεν κατάφερε ποτέ να ανταγωνιστεί σε ποσότητα και ποιότητα τον αντίστοιχο Εθνικό Στρατό και ούτε επίσης να εξασφαλίσει ομοιόμορφο και ενιαίο στρατιωτικό ρουχισμό στους μαχητές του. Στον βαθμό, όμως, που τα βασικά πολιτικά ζητήματα μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας παρέμεναν άλυτα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1948-1949, με σαφείς μάλιστα τάσεις επιδείνωσης της αντιπαλότητας, η σοβιετική τακτική περιοριζόταν στο να «χρησιμοποιήσει» και το ελληνικό ζήτημα, όπως αντίστοιχα έκαναν και οι Αμερικανοί, στο ευρύτερο στρατηγικό θέατρο του Ψυχρού Πολέμου».

Γιατί επιφύλαξε ο Στάλιν αυτή την επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του αφοσιωμένου σε αυτόν Ζαχαριάδη και του ΚΚΕ;

«Το ερώτημα αυτό απαντάται πλήρως στο βιβλίο μου Ακρως Απόρρητο (σ. 102, 103) και σας παραθέτω το αντίστοιχο ενδεικτικό απόσπασμα: Το όλο ζήτημα έχει σχέση με τη συντονισμένη προσπάθεια καταδίκης του «τιτοϊσμού» από τη Μόσχα. Οι Ζαχαριάδης και Βαφειάδης συγκρούστηκαν κατηγορώντας ο ένας τον άλλον για «τιτοϊσμό». Η εκστρατεία της ΕΣΣΔ εναντίον των «τιτοϊκών πρακτόρων» πήρε τη μορφή προσωπικής σύγκρουσης εντός του ΚΚΕ. Οπως και στην περίπτωση της Βουλγαρίας (Τράιτσο Κοστόφ), της Πολωνίας (Γκομούλκα) και της Ουγγαρίας (Ράικ), οι Σοβιετικοί απαίτησαν την πλήρη ευθυγράμμιση των περιφερειακών κομμουνιστικών κομμάτων με το κόμμα τους, καταδικάζοντας κάθε απόπειρα σχετικής αυτονομίας των ηγετών τους».