Oι επιστήμονες προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τον γρίφο των νέων μεταλλάξεων της Covid-19, μεταξύ αυτών και μια ομάδα γιατρών στο Λονδίνο οι οποίοι ερευνούν νέους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις παραλλαγές του ιού.

Ο καθηγητής Καρδιολογίας Τζέιμς Μουν περιελήφθη την περασμένη εβδομάδα στον κατάλογο με τους πιο επιδραστικούς ερευνητές σε όλο τον κόσμο. Είναι επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Covidsortium του University College και του νοσοκομείου Σέιντ Μπαρτόλομιου. Με διορατικότητα και μεγάλη ταχύτητα η ομάδα επιστράτευσε περίπου 400 εργαζόμενους στην πτέρυγα Covid του νοσοκομείου, προσπαθώντας να μελετήσει πώς και γιατί κάποιοι από τους υγιείς εργαζόμενους ίσως είναι πιο ευάλωτοι στη λοίμωξη από άλλους.

Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν συλλέξει αίμα, σάλιο και δείγματα από τη μύτη σε μια διαδικασία που τελικά αποδείχθηκε πολύτιμη. «Είναι το μόνο σύνολο δειγμάτων που ελήφθη πριν ασθενήσει κάποιο μέλος ή κάνει το εμβόλιο».

Μέχρι σήμερα η ομάδα έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 20 εργασίες, ενώ περισσότερες βρίσκονται στα σκαριά, και η προσοχή της στρέφεται στην μετάλλαξη Ομικρον και στο κατά πόσον θα χρειαστούν αλλαγές στα εμβόλια για να την αντιμετωπίσουμε. «Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι πόση προστασία παρέχεται από τα τρέχοντα επίπεδα ανοσίας, είτε από άτομα που έχουν μολυνθεί είτε μέσω εμβολιασμού», λέει ο Μαχντάντ Νουρσαντεγκί, καθηγητής μολυσματικών ασθενειών και βασικό μέλος του Covidsortium. «Το βασικό θα είναι να αποφασίσουμε αν θα συνεχίσουμε με τα υπάρχοντα εμβόλια ή θα στραφούμε γρήγορα σε νέα εμβόλια ειδικά σχεδιασμένα για αυτήν την παραλλαγή».

Πρωτεϊνη

Τα υπάρχοντα εμβόλια στοχεύουν την ακίδα, μια ιική πρωτεΐνη που προεξέχει από την επιφάνεια του ιού Covid-19, εκπαιδεύοντας το σώμα να την αναγνωρίζει και να της επιτίθεται. Είναι γνωστό ότι η παραλλαγή Ομικρον έχει περίπου 50 μεταλλάξεις, συμπεριλαμβανομένων 32 στην πρωτεΐνη ακίδας του ιού και δέκα σε μια βασική πρωτεΐνη, τον υποδοχέα ACE2, που βοηθά τον ιό να μολύνει ανθρώπους, κάνοντάς τον πολύ διαφορετικό από την παραλλαγή Δελτα, η οποία έχει δύο μεταλλάξεις με τον υποδοχέα ACE2 και την παραλλαγή Βήτα, η οποία έχει τρεις. Ο Νουρσαντεγκί λέει ότι όλα τα υπάρχοντα εμβόλια έχουν σχεδιαστεί για να προκαλέσουν ανοσολογική απόκριση που βασίζεται σε αντισώματα στην Covid-19, αλλά και για να ενεργοποιήσουν τα Τ-κύτταρα μνήμης, «τα οποία αποτελουν διαφορετικό βραχίονα του ανοσοποιητικού συστήματος που έχει σχεδιαστεί για να επιτίθεται σε λοιμώξεις».

Οπως αναφέρει το επιστημονικό περιοδικό Nature, η ομάδα ανακάλυψε ότι δείγματα αίματος που ελήφθησαν από περίπου έναν στους δέκα από τους συμμετέχοντες αποκάλυψαν δείκτες που έδειχναν ότι είχαν εκτεθεί στην Covid, αλλά δεν αρρώστησαν. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είναι ασυμπτωματικοί – εκείνοι που έχουν μολυνθεί με Covid αλλά δεν εμφανίζουν συμπτώματα – αυτή η μικρή ομάδα φάνηκε να το αποφεύγει εντελώς, παραμένοντας αμόλυντη και χωρίς συμπτώματα ή θετικό τεστ.

Αυτό που έδειξαν, ωστόσο, τα δείγματα αίματός τους ήταν ότι ένα υποσύνολο Τ-κυττάρων που είναι γνωστό ότι αναγνωρίζουν και αντιδρούν στον κορωνοϊό φαινόταν ότι ήταν παρόν και έτοιμη για δράση ακόμη και πριν επικρατήσει η πανδημία. Ο λόγος που αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται να είναι υπερπροστατευμένοι θα μπορούσε να οφείλεται στο κοινό κρυολόγημα. «Η συγκεκριμένη μελέτη εξέτασε τον ρόλο των ταυτοποιημένων Τ-κυττάρων που θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν και να αντιδράσουν σε μέρη του ιού που μοιράζονται με άλλα μέλη της οικογένειας του κορωνοϊού, όπως το κοινό κρυολόγημα», λέει ο Νουρσαντεγκί στους «Times». Είναι πιθανό ότι, έχοντας ένα συγκεκριμένο είδος κρυολογήματος πριν από την πανδημία, αυτή η μικρή ομάδα είχε προβάδισμα κατά της Covid-19, με το ανοσοποιητικό τους σύστημα να εξαλείφει τον ιό πριν προλάβει να αναπαραχθεί.

Βέβαια, υπάρχουν περισσότεροι από 200 ιοί κρυολογήματος – κανένας δεν είναι ακριβώς ο ίδιος και μόνο περίπου το 10% προκαλείται από κοροναϊούς. «Αρα δεν είναι ένα αποτέλεσμα που ισχύει για όλους όσοι κρυώνουν, και παρατηρήθηκε μόνο σε κάποιους εργαζόμενους του νοσοκομείου, επομένως μπορεί να μην ισχύει για τον γενικό πληθυσμό», προσθέτει. «Δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς μπορεί να λειτουργήσουν τα ευρήματα έναντι διαφορετικών ιικών στελεχών ή τι σημαίνει για μελλοντική αντίσταση στη μόλυνση».