Πιο «ψύχραιμο» για να αποφανθεί επί των ελληνοαλβανικών διαφορών οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ντιτμίρ Μπουσάτι. Ο επί έξι χρόνια υπουργός Εξωτερικών (2013-2019) της Αλβανίας υπογραμμίζει στη συνέντευξή του την ανάγκη για μια «αληθινή στρατηγική εταιρική» διμερή σχέση, ενώ αποκαλύπτει ότι όλες οι αλβανικές κυβερνήσεις θέτουν «ζήτημα Τσάμηδων» στις αντίστοιχες ελληνικές. Τέλος, εκτιμά ότι ο «εθνικός στόχος» ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ έχει καθυστερήσει πολύ.

 

Απομακρύνεται από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) η Αλβανία; Εάν ναι, ποιος πιστεύετε ότι ευθύνεται;

«Η διαδικασία ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ χαρακτηρίζεται από ασάφεια και μισές δεσμεύσεις. Αυτό αποδείχθηκε ξεκάθαρα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Εκτοτε οι σχέσεις ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων σπάνια βρίσκονταν σε τροχιά οικονομικής σύγκλισης και γρήγορου εξευρωπαϊσμού. Οι δύο συνιστώσες είναι αλληλένδετες και απαραίτητες για τον πραγματικό μετασχηματισμό των χωρών της περιοχής. Η τελευταία χώρα που έγινε κράτος-μέλος της ΕΕ ήταν η Κροατία (2013). Εκτοτε, φαίνεται ότι δεν υπάρχει όρεξη για διεύρυνση, λόγω της εσωτερικής δυναμικής της ΕΕ αλλά και των πολύπλοκων προκλήσεων εδραίωσης της δημοκρατίας στα Δυτικά Βαλκάνια, που ενισχύονται από τις ανταγωνιστικές ατζέντες και τις διμερείς διαφορές. Η διαδικασία ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ παραμένει εθνικός στόχος, εν όψει του εκδημοκρατισμού και του κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού. Η έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών για την Αλβανία έχει καθυστερήσει πολύ. Η μη ένταξη της Αλβανίας αποτελεί παράπλευρη απώλεια της πρόσφατης διαμάχης μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας. Το να αφήσουμε τα Δυτικά Βαλκάνια σε μια μόνιμη ζώνη του λυκόφωτος στο περιθώριο της Ευρώπης θα ήταν στρατηγική ήττα. Το 2003, στη Θεσσαλονίκη, οι ηγέτες της ΕΕ πήραν τη διορατική απόφαση να προσφέρουν ευρωπαϊκή προοπτική στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Πλέον, 18 χρόνια αργότερα είναι καιρός η ΕΕ να πετύχει – συνεργαζόμενη παράλληλα στενά με τις ΗΠΑ – να πιέσει για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο στην περιοχή».

 

Η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στο Ιόνιο Πέλαγος στα 12 ναυτικά μίλια. Πώς σχολιάζετε τις προσπάθειες επίλυσης του ζητήματος οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Αθήνας – Τιράνων με πιθανή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης;

«Η απόφαση της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια μεταφέρει ένα σαφές πολιτικό μήνυμα που αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόκειται για την πρώτη επέκταση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έρχεται αμέσως μετά τις συμφωνίες οριοθέτησης με Ιταλία και Αίγυπτο, την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών με την Τουρκία, καθώς και τη δημόσια δήλωση σχετικά με την επικείμενη οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Αλβανία μέσω διεθνούς δικαστηρίου. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αλλαγή της παραδοσιακής στάσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που στόχευε να ξεκινήσει από το Αιγαίο την επέκταση των χωρικών υδάτων. Η αλλαγή στάσης επιδιώκει να διαφοροποιήσει την αντιμετώπιση των θεμάτων που σχετίζονται με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με την Τουρκία, έναντι άλλων χωρών, ώστε να εκμεταλλευθεί όσο το δυνατόν περισσότερο τα «προηγούμενα» που δημιουργούνται. Η άλλη αλλαγή επιβεβαιώνει απόκλιση από την παραδοσιακή ελληνική θέση για πλήρη επήρεια των νησιών όπως γίνεται με την ηπειρωτική χώρα, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο. Οι χώρες μας έχουν εμπλακεί από το 2008 σε μια διαδικασία καθορισμού των θαλάσσιων ζωνών τους σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτή η διαδικασία δεν ήταν εύκολη, ειδικά μετά τη Συμφωνία του 2009 που κρίθηκε αντισυνταγματική από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Η δεύτερη προσπάθεια επίλυσης, ως μέρος των διμερών θεμάτων, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Πρόσφατα, οι χώρες μας αποφάσισαν να παραπέμψουν την υπόθεση σε διεθνές δικαστήριο. Αυτή η διαδικασία προετοιμάζεται και από τα δύο μέρη, ενώ η απόφαση εκδίδεται από το δικαστήριο. Στις διμερείς διαπραγματεύσεις, τα μέρη ενεργούν με βάση τους στόχους και τις ανάγκες τους. Ελέγχουν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Οταν τα μέρη αποφασίζουν να προσφύγουν στο δικαστήριο, το ίδιο το δικαστήριο λειτουργεί ως θεματοφύλακας των προηγούμενων που ορίζει το Διεθνές Δίκαιο. Ως εκ τούτου, είναι ψύχραιμο ως προς τους στόχους των μερών».

Το 2018 Αθήνα και Τίρανα έφτασαν κοντά στην επίλυση των εκκρεμοτήτων τους. Πού υπήρχε σύγκλιση και ποιες διαφορές ήταν αγεφύρωτες;

«Οταν ανέλαβα, οι διμερείς σχέσεις ήταν σχεδόν παγωμένες, η δυσπιστία ήταν υψηλή, ενώ δεν υπήρχαν επαφές υψηλού επιπέδου. Οι σχέσεις με την Ελλάδα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στην καθημερινή μου εργασία ως υπουργού Εξωτερικών. Κατά τη διάρκεια των ετών, αναπτύξαμε την «πολιτική των μικρών βημάτων»: να θέσουμε σε κίνηση το τρένο και να πετύχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Καταφέραμε να περάσουμε από τη φάση εντοπισμού και παρουσίασης διμερών θεμάτων στον καθορισμό πλαισίου και εργαλειοθήκης για τη συζήτησή τους. Ετσι, ξεκινήσαμε αρχικά διερευνητικές συζητήσεις σε διπλωματικό και τεχνικό επίπεδο. Χτίζαμε βήμα προς βήμα μια διαδικασία που βασιζόταν στην εμπιστοσύνη και περιέγραφε τον τρόπο και την ατζέντα για τον τρόπο επίλυσης όλων των διμερών ζητημάτων. Παρότι δεν έχουν ακόμη διευθετήσει όλες τις διαφορές μας, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα: οι χώρες μας δεσμεύονται από την παρουσία της μεγάλης αλβανικής κοινότητας στην Ελλάδα και της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Η αντιμετώπιση όλων των διμερών ζητημάτων θα μετατρέψει τη στρατηγική σημασία των σχέσεών μας σε μια αληθινή στρατηγική εταιρική σχέση».

Η αλβανική πλευρά είχε θέσει «θέμα Τσάμηδων»; Αν ναι, τι απάντηση λάβατε από τον Νίκο Κοτζιά, τότε έλληνα υπουργό Εξωτερικών;

«Το θέμα των Τσάμηδων αποτελεί μέρος του ιστορικού διμερούς μας φακέλου και παρουσιάζεται από την αλβανική κυβέρνηση σε κάθε ελληνική κυβέρνηση. Η Αλβανία δεν θεωρεί το ζήτημα των Τσάμηδων ζήτημα εδαφικού αλυτρωτισμού, καθώς σεβόμαστε πλήρως τον Χάρτη του ΟΗΕ, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και όλες τις σχετικές διεθνείς πράξεις για το απαραβίαστο των συνόρων. Θεωρούμε το ζήτημα των Τσάμηδων ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ένα θέμα που σχετίζεται με την ελευθερία μετακίνησης, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στη μνήμη και τον σεβασμό προς τους αείμνηστους προγόνους».

Είμαι βέβαιος ότι παρακολουθήσατε τις πρόσφατες δηλώσεις του Εντι Ράμα περί ένωσης Αλβανίας και Κοσόβου. Ποια είναι η άποψή σας;

«Το Κόσοβο αποτελεί φυσικό στρατηγικό εταίρο της Αλβανίας. Η συνεργασία μας καθοδηγείται από το εθνικό συμφέρον να εμβαθύνουμε την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική επικοινωνία, όπως και να προωθήσουμε τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ προς υπηρεσία της περιφερειακής ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας. Με αυτά υπόψη, η στρατηγική συνεργασία με το Κόσοβο είναι θεμελώδης και έχει σκοπό την υλοποίηση της ευρωπαϊκής πορείας των Αλβανών, ενωμένων εντός της ΕΕ».