Είναι Αύγουστος 2003, 18 χρόνια πριν. Σαν μια τρελή σύμπτωση, 18 χρόνια μετά ο Μίκης Θεοδωράκης πάει να διευθύνει την ορχήστρα της «γειτονιάς των Αγγέλων». Εκεί που τον περίμεναν οι άλλοι μεγάλοι που συναπαντήθηκαν στη ζωή. Ο Μάνος Χατζηδάκις, η Μελίνα, ο Κατράκης, ο Μπιθικώτσης…

Εκείνο τον Αύγουστο την καλοκαιρινή ραστώνη, τη ζέστη, την καθημερινότητα μιας Αθήνας που ακόμη δεν έχει ζήσει Ολυμπιακούς Αγώνες, καταστροφές, εθνικές τραγωδίες, μνημόνια και πανδημίες, συνταράσσει μια είδηση. Μια εκδήλωση.

Μια μεγάλη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Αλλά όχι μια ακόμη συναυλία. Αυτή τη φορά ήταν μια εκδήλωση σε άγια χώματα, ποτισμένα με αίμα, δάκρυα, πόνο. Αλλά και αγωνιστική διάθεση, ασίγαστο πάθος για ζωή, ελπίδα.

Στα άγια χώματα της Μακρονήσου, στο κολαστήριο για χιλιάδες Ελληνες από τον Εμφύλιο και μετά, είχε οργανωθεί η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο «νέος Παρθενώνας», όπως είχε ονομαστεί από τη Χούντα η Μακρόνησος, άνοιγε τις πύλες του για τον κόσμο και για τις μελωδίες του δικού μας Μίκη.

Και πώς θα μπορούσε να λείπει ο κόσμος από εκείνη την ιστορική στιγμή.

Πήρα το πλοίο από το Λαύριο, θυμάμαι είχε πολύ ζέστη και υγρασία. Αλλά η ατμόσφαιρα είχε κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είχε προσμονή για κάτι μεγάλο, περιέργεια για το νησί αυτό που στοίχειωσε χιλιάδες Ελληνες.

Χιλιάδες συνέρρεαν στην εκδήλωση αυτή για να δουν έναν διαφορετικό Μίκη που θα διηύθυνε την ορχήστρα σ’ αυτά τα άγια χώματα.

Ένα νησί γεμάτο ξερολιθιές, πουρνάρια, χωρίς δέντρα, ξηρασία… Κρανίου τόπος.

Κι όμως, με το που πάταγες το πόδι σου ήταν σαν να πετούσες. Μια αόρατη δύναμη σε ανέβαζε ψηλά, σα να μην περπατούσες.

Τεράστια συγκίνηση περπατώντας προς τα κτίρια που βασανίστηκαν χιλιάδες Ελληνες. Ανατριχίλα όταν αντιλαμβανόσουν ότι πατούσες εκεί που είχε χυθεί αίμα, εκεί που πατούσαν ήρωες…

Μια έκθεση φωτογραφίας σε έβαζε στο κλίμα. Συγκλονιστικά «κλικ» από εποχές που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε όλοι εμείς.

Τα Τάγματα, τα κτίρια, οι σκηνές που τις έπαιρνε ο αέρας σ’ αυτό το ανεμοδαρμένο νησί, φωτογραφίες από πρόσωπα γνωστά και άγνωστα, από εξόριστους σκοτεινών εποχών.

Ο Μίκης, ο Κούνδουρος, ο Κατράκης, ο Βέγγος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Απόστολος Σάντας.

Πήρε το σούρουπο κι εμείς τις θέσεις μας στο μικρό πέτρινο θεατράκι της Μακρονήσου. Εκεί που οι εξόριστοι δέχονταν την… εθνικοπατριωτική κατήχηση.

Ο Μπάσης, ο Φέρτης, ο Μπέζος, ο Νταλάρας, η Βενετσάνου κι άλλο στη σκηνή.

Και ο Μίκης…

Ισως να μην μπορεί κάποιος που δεν βρέθηκε εκεί να καταλάβει τη συγκίνηση της στιγμής. Ισως να μην μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να πατάς τα χώματα της Μακρονήσου και να ακούς αυτές τις μελωδίες.

80.000 ψυχές που πέρασαν από τη Μακρόνησο, μαζί με τις χιλιάδες που βρεθήκαμε εκεί, ακούγαμε. Τη Ρωμιοσύνη, τον Αξιον Εστί, τα Λιανοτράγουδα.

Η απόλυτη μέθεξη, κι ένας Μίκης Θεοδωράκης… Τιτάνας. Τέσσερα μέτρα άνδρας, παλικάρι.

Τότε συγχωρήσαμε και τα λάθη του Μίκη. Τότε έγινε ο ήρωας, αθάνατος, αξέχαστος.

Ετσι φάνταζε στα μάτια μας, ίσως η Ιστορία του νησιού να τον είχε μεγεθύνει, να τον είχε κάνει από τότε υπερβατικό.

Ηταν μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές που μπορεί να ζήσει κάποιος. Γιατί η Μακρόνησος μπόρεσε να γίνει έστω και για λίγες ώρες ο τόπος της συμφιλίωσης. Ο τόπος που όλοι οι Ελληνες τίμησαν τους νεκρούς και βασανισμένους, κι έσκισαν τις μαύρες σελίδες της Μεταπολεμικής Ιστορίας.

Και ήμουνα εκεί. Και δεν θα ξεχάσω όλο τον κόσμο όρθιο να κλαίει και να τραγουδά: «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», «Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας», «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου…»