«Γεννήθηκα ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης το 1983 στη Βενετία, στο τμήμα Mezzogiorno Mezzanotte» είπε σε σχετικά πρόσφατη δήλωσή του ο Πέδρο Αλμοδόβαρ. «Τριάντα οκτώ χρόνια αργότερα καλούμαι να ανοίξω το ίδιο φεστιβάλ. Δεν μπορώ με λόγια να εκφράσω τη χαρά που νιώθω για αυτή την τιμή που μου γίνεται». Η εξασφάλιση του «Madres paralelas» («Παράλληλες μητέρες»), 22ης μεγάλου μήκους ταινίας του ισπανού δημιουργού, για το σήκωμα της αυλαίας της εφετινής κινηματογραφικής Μόστρα αποτελεί τεράστια επιτυχία για το φεστιβάλ. Ο Αλμοδόβαρ ανήκει στους σκηνοθέτες με πολύ ισχυρό αποτύπωμα, άμεσα αναγνωρίσιμους και με ιδιαιτέρως φανατικό κοινό.

Σπανίως απογοητεύει και συχνά απασχολεί την αμερικανική κινηματογραφική κοινότητα φτάνοντας ως τα Οσκαρ, κάτι που έγινε με την αμέσως προηγούμενη ταινία του «Πόνος και δόξα», για την οποία ο πρωταγωνιστής της, Αντόνιο Μπαντέρας, προτάθηκε για το Οσκαρ Α’ ρόλου. Στην ίδια κατηγορία αλλά στις γυναίκες είχε βρεθεί παλαιότερα και η Πενέλοπε Κρους, επίσης για ταινία του Αλμοδόβαρ, το «Γύρνα πίσω». Η Κρους, που έχει παίξει σε πολλές ταινίες του ισπανού auteur, είναι το κεντρικό πρόσωπο και στις «Παράλληλες μητέρες», ένα καθαρόαιμο μελόδραμα, το οποίο «παρακολουθεί» την παράλληλη ζωή τριών διαφορετικών γυναικών στην Ισπανία. Την Κρους πλαισιώνουν η Αϊτάνα Σάντσες Γκιχόν και η Μιλένα Σμιτ, που υποδύονται τις άλλες δύο μητέρες. Από το καστ όμως δεν θα μπορούσε να λείπει και η αγαπημένη ηθοποιός του Αλμοδόβαρ, η Ρόσι ντε Πάλμα.

Λίγο πριν από τη γέννα

Στις «Παράλληλες μητέρες» όλα ξεκινούν μέσα σε έναν θάλαμο νοσοκομείου, όπου δύο γυναίκες, η Τζάνις (Κρους) και η Αννα (Σμιτ), πρόκειται να γεννήσουν. Και οι δύο είναι ανύπαντρες και οι δύο έχουν μείνει έγκυοι τυχαία, χωρίς να το έχουν θελήσει πραγματικά. Στη μία πλευρά η Τζάνις, που δεν είναι πλέον και τόσο νέα, αδημονεί να φέρει στον κόσμο καινούργια νέα ζωή και δεν το έχει μετανιώσει. Η Αννα από την πλευρά της όμως, αρκετά νεότερη, έχει τις αμφιβολίες της. Τη ζώνει ο φόβος της ανασφάλειας και κουβαλά ψυχικά τραύματα. Η Τζάνις θα προσπαθήσει να την εμψυχώσει, της δίνει κουράγιο ενώ κάνουν βόλτες παρέα στους διαδρόμους του νοσοκομείου. Και κάπως έτσι, ο Αλμοδόβαρ θα κτίσει την ιστορία και θα αφήσει το μαγικό του άγγιγμα σε μια ταινία που τόσο πολύ ταιριάζει στο στυλ και στον προβληματισμό του. Οι ελάχιστες λέξεις που οι δύο γυναίκες θα ανταλλάξουν μεταξύ τους αυτές τις ώρες της αναμονής για τη γέννα δημιουργούν έναν ισχυρό κρίκο στις παράλληλες ζωές τους, οι οποίες θα διαμορφωθούν ριζικά…

Χωρίς σπουδές, με πολύ πάθος

Ο Αλμοδόβαρ, που στις 25 Σεπτεμβρίου γίνεται 72 χρόνων, έχει καταφέρει να εισχωρήσει στην ψυχοσύνθεση των θεατών (κυρίως των γυναικών) με τον ίδιο τρόπο που εισχωρεί σε εκείνη των ηρώων του. Παρότι το σινεμά του γεννήθηκε μέσα από ένα κίνημα της Αριστεράς (movida) σε μια εποχή που ο κύκλος του δικτάτορα Φράνκο έκλεινε στην Ισπανία, εκείνος δεν θέλησε ποτέ να γίνει παπαγαλάκι της πολιτικής αλλά να μιλήσει για τον άνθρωπο. Τα οικονομικά του νεαρού από την Καλσάδα ντε Καλατράβα της Λα Μάντσα δεν του επέτρεψαν να κάνει τις κινηματογραφικές σπουδές που ήθελε στη Μαδρίτη, όπου πήγε το 1968 στα 19 του. Εβγαζε τα προς το ζην εργαζόμενος σε παζάρι μεταχειρισμένων ονόματι Ελ Ράστρο. Παθιασμένος με το σινεμά, ξόδεψε όλες τις οικονομίες του για να αγοράσει μια κάμερα Σούπερ 8, με την οποία γύριζε μικρού μήκους ταινίες από το 1972 μέχρι το 1978. Δύο χρόνια αργότερα και ενώ είχε ήδη κάνει σχετικό όνομα ως το παιδί-θαύμα της Movida, ο Αλμοδόβαρ γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τ’ άλλα κορίτσια…». Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 16 mm αλλά μεταφέρθηκε σε 35 mm διότι εξασφάλισε διανομή. Η αρχή είχε γίνει. Επτά χρόνια αργότερα και ενώ η φήμη του είχε ήδη ταξιδέψει στα φεστιβάλ όλου του κόσμου με ταινίες όπως «Αμαρτωλές καλόγριες», «Ο λαβύρινθος του πάθους», «Ματαδόρ» και «Μια ζωή ταλαιπωρία», ο Αλμοδόβαρ ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του την εταιρεία παραγωγής El Deseo, με την οποία εκτοξεύθηκε σε όλες τις χώρες του πλανήτη: «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης», «Δέσε με», «Ψηλά τακούνια», «Κίκα», «Το μυστικό μου λουλούδι», «Καυτή σάρκα» (πρώτη συνεργασία με την Πενέλοπε Κρους), «Ολα για τη μητέρα μου» και τόσες άλλες ταινίες.

Δηλωμένος ομοφυλόφιλος, δεν καταδέχθηκε ποτέ να προβάλει με χυδαίο τρόπο το γκέι στοιχείο στο έργο του και ακριβώς επειδή είναι ένας τόσο ακομπλεξάριστος άνθρωπος κατάφερε να κάνει πάντα αυτό ακριβώς που θέλει και όπως το θέλει, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς.

«Οταν σκηνοθετώ, νιώθω ότι χειρίζομαι κούκλες» είχε πει στο «Βήμα» πριν από αρκετά χρόνια. «Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μια τεράστια σκηνή, έτοιμος να ανεβάσω την αυλαία. Μέσα μου χαμογελώ πονηρά, μειδίαμα που υπόσχεται πολλά, διαφορετικά πράγματα. Γιατί όταν σηκώνω την κουρτίνα, είμαι βέβαιος ότι θα ξεχειλίσουν χιλιάδες συναισθήματα.» Αυτά είναι τα συναισθήματα που για τον Π. Αλμοδόβαρ διαμορφώνουν τον κινηματογράφο και αυτό ακριβώς σημαίνει κινηματογράφος για εκείνον.

Σπέτσες α λα… ιταλικά

Η τελευταία ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ φαίνεται ότι θα είναι η αφετηρία μιας πολύ ενδιαφέρουσας φεστιβαλικής διοργάνωσης, από την οποία δεν θα λείψουν και οι πρεμιέρες πολλά υποσχόμενων δημιουργιών όπως το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ. Ο καναδός δημιουργός της «Αφιξης» και του «2049» επιστρέφει στον μύθο του cult βιβλίου του Φρανκ Χέρμπερτ με τον οποίο πρώτος καταπιάστηκε ο Ντέιβιντ Λιντς το 1984 (μια τεράστια αποτυχία, που έχει δημιουργήσει γύρω της έναν θρύλο).

Σε ό,τι αφορά το διαγωνιστικό πρόγραμμα θα περιέχει αρκετές ιταλικές ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και οι τελευταίες δημιουργίες των «διεθνών» ιταλών σκηνοθετών Πάολο Σορεντίνο («È stata la mano di Dio») και Μάριο Μαρτόνε («Qui rido io»). Και στις δύο πρωταγωνιστεί ο αγαπητός στην Ελλάδα Τόνι Σερβίλο.

Ελληνικό ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η παρουσίαση στη Μόστρα της ταινίας «Η χαμένη κόρη» (The lost daughter) της Μάγκι Τζίλενχαλ, που διαγωνίζεται στο επίσημο πρόγραμμα για τον Χρυσό Λέοντα. Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Ελενα Φεράντε, η ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν οι Ντακότα Τζόνσον και Ολίβια Κόλμαν γυρίστηκε εφέτος εξ ολοκλήρου στις Σπέτσες. Το νησί του Αργοσαρωνικού «μεταμφιέζεται» σε χωριό της Νότιας Ιταλίας καθώς η πλοκή της ιστορίας εκτυλίσσεται στη γειτονική χώρα.