Τον περασμένο χειμώνα, το βασικό σενάριο γιατρών, επιδημιολόγων, λοιμωξιολόγων και οικονομολόγων ήθελε την πανδημία κυρίαρχη και κατά συνέπεια τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες απόλυτα εξαρτημένες από τον υγειονομικό παράγοντα.

Και δικαίως, αφού η πανδημία, έπειτα από ένα σχετικά ήρεμο αλλά αρκούντως κινητικό καλοκαίρι, είχε επανακάμψει δριμύτερη, τα κρούσματα και τα θύματα είχαν πολλαπλασιαστεί και οι περιορισμοί επίσης είχαν επανέλθει.

Τον Δεκέμβριο συγκεκριμένα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ασφάλεια την επάρκεια των εμβολίων και την εξέλιξη των εμβολιασμών, ούτε βεβαίως μπορούσε να προδιαγράψει την αποτελεσματικότητά τους και έτσι να προσδιορίσει τον χρόνο ύψωσης του πολυπόθητου τείχους ανοσίας.

Ωστόσο, τόσο η οικονομία όσο και η κοινωνία είχαν αρχίσει με έναν τρόπο να αναπτύσσουν άμυνες και να προσαρμόζονται αναλόγως. Η τηλεργασία έτεινε να κυριαρχήσει, οι εναλλακτικοί τρόποι παραγωγής και παροχής των υπηρεσιών δεν άφησαν τις αγορές και τις εφοδιαστικές αλυσίδες αδρανείς, το εμπόριο έβρισκε πια τρόπους να ανταποκριθεί στην πρόκληση της υγειονομικής κρίσης και η κοινωνία επίσης έδειχνε να απορροφά σε μεγάλο βαθμό τα περιοριστικά μέτρα και να υιοθετεί σχεδόν μαζικά μέτρα προστασίας από τον φονικό ιό, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη διάθεση να προχωρήσει και την ελπίδα να επικρατήσει έναντι του πανδημικού φόβου και ζόφου.

Σε εκείνη τη φάση επίσης εκρίθη ότι τη λύση θα δώσουν τα εμβόλια και οι εμβολιασμοί και πάνω εκεί άρχισε να χτίζεται η προσδοκία σταδιακής επανάκαμψης όλων των δραστηριοτήτων, παρότι τα «μαύρα» σενάρια παρέμεναν κυρίαρχα λόγω της δεδομένης ανασφάλειας και της δυσκολίας των αναλυτών να αποτυπώσουν δυναμικά και εξελικτικά την πορεία των πραγμάτων.

Ετσι εξηγείται άλλωστε και η απαισιοδοξία των οικονομολόγων σε αντίθεση με τους ανθρωπολόγους, οι οποίοι έπειτα από έναν χρόνο πανδημικών συμβάντων είχαν αρχίσει να περιγράφουν από τότε τη δυναμική επανάκαμψη των κοινωνιών μόλις νιώσουν σχετικά ασφαλείς και να υπενθυμίζουν ότι μετά τις πανδημίες ακολουθεί έκρηξη δραστηριοτήτων εξαιτίας κυρίως της ελευθέρωσης των πολιτών από τον ευρύ κύκλο των καταπιεσμένων επιθυμιών.

Εξι μήνες μετά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι οικονομολόγοι απέτυχαν στις προβλέψεις επειδή τα σενάριά τους είχαν δομικά σφάλματα και κυρίως επειδή αντιμετώπιζαν με στατικό τρόπο την υγειονομική κρίση. Οι προγνώσεις που ήθελαν την οικονομία να υποχωρεί από 6% μέχρι 9% στο πρώτο τρίμηνο του 2021 απεδείχθησαν άστοχες και τα νεότερα του δευτέρου τριμήνου ξεπερνούν κάθε προσδοκία και επιτρέπουν στους αναλυτές να αποδέχονται ότι εφέτος η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και με ρυθμό υψηλότερο του 5%.

Με άλλα λόγια, αυτή την ώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η επιλογή των εμβολιασμών υπήρξε ορθή, ότι δι’ αυτών χτίζεται, έστω και με σχετική καθυστέρηση, το τείχος ανοσίας και ακόμη ότι οι πολίτες έχουν ξεχυθεί στους δρόμους, είναι ενεργοί, κινητικοί, δραστήριοι και προσπαθούν να αδράξουν την ευκαιρία επανένταξης στις μεταπανδημικές συνθήκες.

Στον βαθμό δε που διατηρηθούν οι τάσεις στο υγειονομικό πεδίο, ενεργοποιηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης και αρχίσουν να εξελίσσονται οι επενδυτικές πρωτοβουλίες μέσω των κρατικών προγραμμάτων και των προπαρασκευαζόμενων ιδιωτικών σχεδίων, η εικόνα θα αλλάξει άρδην. Οι δουλειές θα ανοίξουν, τα εισοδήματα θα διαχυθούν καλύτερα, η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών θα διευρυνθεί και θα διαμορφωθούν συνθήκες μείωσης της ανεργίας. Και οι πολιτικές συνθήκες προφανέστατα θα επηρεασθούν δυναμικά. Τίποτε δεν θα είναι ίδιο μετά το καλοκαίρι. Οσοι λοιπόν επενδύουν ακόμη σε σενάρια καταστροφής μάλλον λαθεύουν και επιβάλλεται να επαναξιολογήσουν τις συνθήκες και να αναπροσαρμόσουν στάσεις και συμπεριφορές.

ΤΟ ΒΗΜΑ