Τσαλαβουτώντας στα απόνερα των δηλώσεων Σαμαρά, ο Τσίπρας βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τον Μητσοτάκη αν «θα πράξει το εθνικά επωφελές ή το κομματικά αναγκαίο» (News 247, 27/1).

Ωραία ερώτηση. Αλλά ευκολάκι.

Αφενός επειδή δεν έχει κάτι να πράξει ο Μητσοτάκης. Στις κουβέντες βρισκόμαστε.

Αφετέρου επειδή δεν υπάρχει αυτονόητο «εθνικά επωφελές», ούτε αυταπόδεικτο «κομματικά αναγκαίο».

Ο ίδιος ο Τσίπρας, ας πούμε, επαίρεται ότι στις «δύο κρίσιμες περιστάσεις (το ’15 και το ’19) επέλεξα συνειδητά το εθνικά επωφελές».

Μόνο που το «εθνικά επωφελές» είναι ένα δυστυχές κατάλοιπο της εθικοφροσύνης. Τότε το «εθνικά επωφελές» ήταν να πολεμάς τους κομμουνιστές. Τώρα τι είναι; Να τα βρίσκεις με τον Ζάεφ;

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σύνθετη. Η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού θεωρεί ότι ο Τσίπρας δεν έπραξε το «εθνικά επωφελές» με τα Σκόπια – προδότη τον ανέβαζαν, προδότη τον κατέβαζαν.

Μεταξύ αυτών μάλλον συμπεριλαμβάνεται και ο Σαμαράς. Τον οποίο κάποιοι άλλοι κατηγορούν ότι δεν έπραξε το «εθνικά επωφελές» το 1991-1992, αλλά ούτε και το «κομματικά αναγκαίο» αφού έριξε την παράταξή του από την εξουσία.

Δεν έχω αμφιβολία δηλαδή ότι το «εθνικά επωφελές» έχει έντεκα εκατομμύρια ορισμούς, περίπου όσοι είναι και οι έλληνες πολίτες.

Και γι’ αυτό βρίσκω τέτοια διλήμματα ελαφρώς ανόητα και βαθύτατα κουραστικά.

Το 2018 (και λίγες ημέρες πριν από τη συνάντηση που περιγράφει ο Τσίπρας στο επίμαχο άρθρο) ο Μητσοτάκης κατέληγε να μην υποστηρίξει την κυβέρνηση στο Σκοπιανό και να εκδηλώσει την αντίθεσή του.

Οταν επεσήμανα ότι θα δεχτεί πιέσεις και την κριτική των υπέρμαχων της λύσης, μου απάντησε: «Θα πρέπει να καταλάβουν ότι είμαι αρχηγός της ΝΔ, όχι του Ποταμιού».

Ευτυχώς γι’ αυτόν, προσθέτω. Απόδειξη ότι τρία χρόνια αργότερα είναι πρωθυπουργός ενώ το Ποτάμι το πήρε το ποτάμι.

Αντιθέτως, ο τότε πρωθυπουργός προωθούσε τη λύση του Σκοπιανού με την ελπίδα να διχάσει τη ΝΔ και να διασπάσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.

Ο Ν. Βούτσης προανήγγειλε ότι το Σκοπιανό θα οδηγήσει σε αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων. Κάτι δηλαδή «κομματικά αναγκαίο» για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κολοκύθια τούμπανα, φυσικά. Οι δυνάμεις δεν αναδιατάχθηκαν, ο Τσίπρας μάζεψε απλώς κάτι σκόρπιους, οι ΑΝΕΛ και το Ποτάμι διαλύθηκαν. Και δώδεκα μήνες αργότερα ο Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός.

Κάποιοι περί τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν «εθνικά επωφελές» και «κομματικά αναγκαίο» να λύσει ο Τσίπρας το Σκοπιανό μήπως και παραμείνει στην εξουσία. Κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι «εθνικά επωφελές» και «κομματικά αναγκαίο» ήταν να φύγει ο Τσιπρας και να έλθει ο Μητσοτάκης.

Η δημοκρατία όμως δεν παίζει τις κουμπάρες.

Αν η αξιολόγηση των επιλογών ήταν προφανής, δεν θα χρειαζόταν να ψηφίζουμε.

Κι αν τώρα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παινεύει τον εαυτό του, δεν το κάνει από αίσθημα εθνικής δικαίωσης αλλά επειδή ελπίζει πως μια σύγκρουση του Μητσοτάκη με τον Σαμαρά στο πεδίο του «εθνικού» θα κάνει ζημιά στον Μητσοτάκη.

Με άλλα λόγια, δεν τον ενδιαφέρει το «εθνικά επωφελές» αλλά το δικό του «κομματικά αναγκαίο».

Μην με παρεξηγήσετε. Το θεωρώ απολύτως θεμιτό.

Η πραγματική αντίθεση «εθνικού/κομματικού» ισχύει μόνο σε ακραίες περιστάσεις, με δεδομένο ότι σε συνθήκες δημοκρατίας όλα τα κόμματα υπηρετούν το έθνος.

Αλλά φυσικά δεν το υπηρετούν με τον ίδιο τρόπο. Ευτυχώς. Διότι τότε δεν θα χρειαζόταν να έχουμε κόμματα.

Κυνηγητό!

Τα ευχάριστα είναι ότι στον 61ο γύρο των διερευνητικών που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη δεν πάθαμε καμιά ζημιά. Το πιθανότερο είναι ότι το ίδιο θα συμβεί και στον 62ο γύρο που θα ακολουθήσει στην Αθήνα.

Φυσικά, ούτε αποτέλεσμα υπάρχει. Αλλά όταν εξήντα γύροι διερευνητικών συζητήσεων το διάστημα 2003-2016 δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, δεν με εκπλήσσει αν δεν υπάρξει αποτέλεσμα και στη συνέχεια.

Ούτως ή άλλως, όσο βαρετή κι αν είναι μια ατέρμονη συζήτηση, είναι χίλιες φορές προτιμότερη από να κυνηγιόμαστε με πολεμικά πλοία και γεωτρύπανα στο Αιγαίο.

Αν μη τι άλλο, είναι λιγότερο επικίνδυνη από το κυνηγητό.

Κάτι τρέχει…

Ενα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της εποχής είναι η αδυναμία ή η αδιαφορία της αντιπολίτευσης να καταλάβει ότι κάτι τρέχει.

Οι δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις του Ιανουαρίου επαναλαμβάνουν μονότονα το ίδιο συμπέρασμα με τις προηγούμενες: απόλυτη κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ (Μetron και Pulse, 28/1). Ενας απλά νοήμων άνθρωπος θα προσπαθούσε να καταλάβει για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, ακόμη και μετά από δεκαεννέα μήνες διακυβέρνησης (σχεδόν τη μισή κυβερνητική θητεία…) μέσα σε τόσο επιβαρυμένες συνθήκες.

Διότι προφανώς κάτι συμβαίνει. Η ευρεία διακομματική πλειονότητα του ελληνικού λαού δεν πείθεται ότι ζούμε σε συνθήκες χούντας, αυταρχισμού, αστυνομοκρατίας και αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής.

Αντιθέτως φαίνεται να πιστεύει ότι ο Μητσοτάκης είναι (συνολικά) ένας καλός Πρωθυπουργός.

Τι συμβαίνει, λοιπόν;

Υπάρχουν μερικές εύκολες εξηγήσεις. Οταν σε μια χώρα το 80% των πολιτών φοβάται τον κορωνοϊό και εσύ οργανώνεις «αγωνιστικές επιδείξεις» με κίνδυνο επέκτασης του κορωνοϊού, γυρνάς την πλάτη στο 80% που φοβάται. Και επιλέγεις ενδεχομένως ένα 2% που θεωρεί ότι η παιδεία είναι βασικό πρόβλημα στη σημερινή Ελλάδα (Μetron).
Αλλά κι εκεί, ένα απολύτως διακομματικό 64% τάσσεται υπέρ της αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων.

Η θεωρία ότι ο κορωνοϊός είναι πρόσχημα καταπάτησης δημοκρατικών δικαιωμάτων μπορεί να ικανοποιεί ένα 10% ψεκασμένων, αλλά βρίσκει αντίθετους τους υπόλοιπους.

Υπάρχουν όμως και μερικές δυσκολότερες εξηγήσεις.

Πόσο βαθύ είναι το ρήγμα της αντιπολίτευσης με την πλειονότητα της κοινωνίας; Οχι μόνο σε επίπεδο αριθμών αλλά κυρίως σε επίπεδο αντιλήψεων.

Είναι καταφανές ότι η πλειοψηφία δεν συμμερίζεται ούτε τη «χουντολογία» του ΣΥΡΙΖΑ ούτε τη «λαθολογία» του ΚΙΝΑΛ.

Συνεπώς κάτι βαθύτερο έχει συμβεί στην κοινωνία, το οποίο δεν υπόκειται σε εύκολες, στερεότυπες και ενδεχομένως απαρχαιωμένες ερμηνείες.

Θα ήταν λοιπόν σοφό για την αντιπολίτευση να συνειδητοποιήσει ότι «κάτι τρέχει» και να το αναζητήσει.

Δεν είναι δύσκολο. Θέλει λίγο μυαλό, κάποιο θάρρος, αρκετή οξυδέρκεια και κυρίως να μην αφεθεί στην ευκολία τού «κάτι τρέχει στα γύφτικα».