Τον τελευταίο καιρό επανήλθε στην επικαιρότητα το σπουδαίο ζήτημα της άσκησης της γονικής μέριμνας, δηλαδή της φροντίδας για το ανήλικο παιδί, όταν η σχέση των γονέων δεν εξελίσσεται ομαλά και αυτοί βρίσκονται σε διάσταση ή έχουν λάβει διαζύγιο. Η σύγκρουση των γονέων έχει μεταφερθεί και στις απόψεις που υποστηρίζονται. Οι μεν διεκδικούν έναν ενεργότερο ρόλο του πατέρα και οι δε επιμένουν στο να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν. Ας μου επιτραπεί να καταθέσω μερικές σκέψεις σε δύο ζητήματα.

Το ισχύον σύστημα που περιέχεται στο τμήμα (“βιβλίο”) του Οικογενειακού Δικαίου στον Αστικό μας Κώδικα, προβλέπει ότι το δικαστήριο θα αναθέτει την επιμέλεια με ύψιστο κριτήριο το συμφέρον του παιδιού και συνεκτιμώντας τη γνώμη του, ανάλογα με την ωριμότητα του. Το δικαστήριο έχει ευρείες αρμοδιότητες και μπορεί να αναθέσει την επιμέλεια στον έναν από τους δύο γονείς ή και στους δύο ή και σε τρίτο πρόσωπο. Όπως επίσης γίνεται δεκτό, η προσφυγή στο δικαστήριο δεν είναι απαραίτητη, αλλά αυτοί μπορούν να ασκούν μαζί, “από κοινού” την επιμέλεια. Η συγκατοίκηση βεβαίως του ανηλίκου γίνεται με τον ένα γονέα, οπότε υπάρχει δικαίωμα επικοινωνίας του ετέρου με τον ανήλικο. Το σύστημα του Αστικού Κώδικα δεν είναι ούτε ξεπερασμένο, ούτε απηρχαιωμένο. Τονίζει τον ρόλο του δικαστηρίου, αλλά αποδίδει σημασία και στη συμφωνία των γονέων.

Με Νομοσχέδιο που κατετέθη πρόσφατα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το παραπάνω σύστημα μεταβάλλεται, με την έννοια ότι ο κανόνας δεν είναι η δικαστική ρύθμιση της επιμέλειας (που όπως τονίστηκε γίνεται ήδη δεκτό ότι δεν είναι απαραίτητη), αλλά το ότι οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν μαζί την επιμέλεια, όπως και όταν ζούσαν μαζί. Η επιμέλεια δηλαδή γίνεται ή μάλλον παραμένει συνεπιμέλεια. Όποιος ισχυρίζεται ότι αυτό το σύστημα δεν λειτουργεί και δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της επιμέλειας, μπορεί να καταφύγει στη Δικαιοσύνη που έχει ευρείες αρμοδιότητες και μπορεί μεταξύ των άλλων να αναθέσει την επιμέλεια στον ένα γονέα, να την κατανείμει μεταξύ των γονέων, ακόμη και να ορίσει εναλλασσόμενη διαμονή για τον ανήλικο. Πρακτικά το τελευταίο σημαίνει ότι το παιδί θα μένει εναλλάξ με καθέναν από τους γονείς, μισό μήνα με τον ένα και μισό μήνα με τον άλλο ή ένα μήνα με τον ένα και ένα μήνα με τον άλλο. Όπως είναι φανερό, αυτό το σύστημα προϋποθέτει ότι το παιδί θα εξακολουθήσει να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο. Για το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται αδόκιμα ο όρος “συνεπιμέλεια” , ενώ αυτό, όπως εξηγήθηκε, δεν είναι ορθό. Ο ορθός όρος είναι χρονική ή εναλλασσόμενη άσκηση της επιμέλειας. Το παράδοξο είναι ότι συχνά η μορφή αυτή προβάλλεται ως ιδανική, ενώ μάλλον αντίθετη είναι η πραγματικότητα.

Η μέχρι τώρα εμπειρία από αυτή τη μορφή επιμέλειας προέρχεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων μας. Συνήθως είναι η απάντηση του δικαστηρίου σε σφοδρή αντιδικία των γονέων και αδυναμία συμφωνίας. Έτσι για παράδειγμα, το Πρωτοδικείο Αθηνών που επελήφθη μετά από την άσκηση αντίθετων αγωγών από τους εν διαστάσει γονείς του ανηλίκου, απεφάσισε την εναλλασσόμενη άσκηση, τους ζυγούς μήνες από τον πατέρα και τους μονούς από τη μητέρα, διότι αυτή εξασφαλίζει τη συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού και ενισχύει τους δεσμούς του ανηλίκου με αμφότερους τους γονείς του. Σε άλλη περίπτωση το δικαστήριο απεφάσισε το ίδιο, και απαγόρευσε συγχρόνως στη μητέρα τη μεταγραφή των ανηλίκων σε άλλο σχολείο και τη διανυκτέρευση εκτός της οικίας με τα τέκνα όταν είναι μαζί της.

Εάν οι γονείς είχαν αποφασίσει την εναλλασσόμενη άσκηση δεν υπήρχε λόγος να καταφύγουν στο δικαστήριο. Επιβαλλόμενη εναλλαγή μάλλον δεν θα λειτουργήσει στην πράξη. Εξάλλου υπάρχει κίνδυνος η χρονική εναλλαγή που συνήθως ζητείται επικουρικώς με κύρια αίτηση την αποκλειστική επιμέλεια, να υποκρύπτει διάθεση αποφυγής καταβολής της διατροφής από τον αιτούντα γονέα. Ως προς την χρονική κατανομή, η αλλαγή κατοικίας για έναν ανήλικο, μπορεί να οδηγήσει σε αποδιοργάνωση του ανηλίκου, όχι επειδή οι γονείς δεν είναι σωστοί, αλλά επειδή καθένας θα ζητεί διαφορετικά πράγματα από το παιδί. Ακόμη και η αλλαγή των καθημερινών αυτόματων κινήσεων μας μπερδεύει. Για παράδειγμα, είμαστε σε διακοπές και προσπαθούμε να πατήσουμε το διακόπτη όπως στο σπίτι μας ή το αντίστροφο. Πόσο μάλλον θα αναστατώνεται με τις

εναλλαγές ένα παιδί. Αρκεί για το παιδί η σχολική τσάντα. Δεν χρειάζεται να μεταβάλλεται στο παιδί με βαλίτσα ή να μοιάζει το ίδιο με βαλίτσα.

Ένα δεύτερο σημείο είναι η επικοινωνία του γονέα ο οποίος δεν διαμένει με το παιδί μαζί του. Η επικοινωνία δεν είναι ωφέλιμο να μεταβάλλεται στην ουσία σε συμμετοχή στην επιμέλεια ή να περιλαμβάνει διανυκτέρευση στα πολύ μικρά παιδιά. Δυστυχώς ευρέως κυκλοφορεί πρόταση (όχι από το Νομοσχέδιο που μνημόνευσα) για επικοινωνία του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, ίση τουλάχιστον με το ένα τρίτο του “συνολικού χρόνου”, εκτός εάν ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο επιθυμεί μικρότερο χρόνο επικοινωνίας. Δηλαδή δεν προέχει το συμφέρον του τέκνου, αλλά η επιθυμία για επικοινωνία του γονέα και δεσμεύεται το δικαστήριο να ρυθμίσει την επικοινωνία σε χρόνο υπερβολικά μεγάλο, που αποσυντονίζει το παιδί. Αν υπολογίσουμε το ένα τρίτο συνεχόμενο ανά εβδομάδα είναι δυόμιση ημέρες, δηλαδή από το απόγευμα της Παρασκευής έως το βράδυ της Κυριακής και θα μεταβάλει τον γονέα σε γονέα του Σαββατοκύριακου, δηλαδή της ξεκούρασης. Αν υπολογίσουμε το ένα τρίτο κάθε ημέρα, αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν συμβιβάζεται με τις σχολικές υποχρεώσεις του τέκνου και τις επαγγελματικές του γονέα, το παιδί θα μελετάει μακριά από το σπίτι που μένει μόνιμα. Αν ο χρόνος υπολογισθεί με τις σχολικές διακοπές, τότε καταλαμβάνει όλο τον χρόνο των διακοπών και αργιών, δηλαδή τέσσερις μήνες και μεταβάλλει τον ένα γονέα σε γονέα των υποχρεώσεων και τον άλλο σε γονέα των διακοπών. Είναι ασφαλώς μεγάλο λάθος η παρεμπόδιση της επικοινωνίας. Άλλο τόσο όμως είναι λάθος μια ρύθμιση που λησμονεί τον ίδιο τον ανήλικο.

Συνεπώς δεν είναι ορθό, ούτε η επικοινωνία να μεταβάλλεται στην ουσία σε συνεπιμέλεια, ούτε στο πλαίσιο της συνεπιμέλειας να επιβάλλεται εναλλασσόμενη άσκηση της επιμέλειας. Διότι τότε έχουμε στην ουσία “διεπιμέλεια”, δηλαδή και πάλι ξεχωριστή, διηρημένη επιμέλεια ή ακόμη χειρότερα “δυεπιμέλεια”, δηλαδή επιμέλεια που ασκείται από δύο γονείς ανταγωνιστικά και εχθρικά. Το ανήλικο παιδί είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ένα ποσοστό του χρόνου μας ή ένα παιδί-βαλίτσα.

Η κυρία Ρόη Δ. Παντελίδου είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης, Πρόεδρος της Ένωσης Αστικολόγων.