Όταν ο Φράνκο Ορλάντι, ένας 83χρονος οδηγός φορτηγού, επισκέφθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου τα επείγοντα περιστατικά νοσοκομείου στο Μπέργκαμο, οι γιατροί διέγνωσαν γρίπη και τον έστειλαν σπίτι. Δύο ημέρες αργότερα, θα επέστρεφε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο και σοβαρή δύσπνοια.

Μέχρι τότε, η Ιταλία δεν είχε καταγράψει κανένα κρούσμα που να είχε μεταδοθεί εντός της κοινότητας και το γεγονός ότι ο Ορλάντι δεν είχε πραγματοποιήσει ταξίδι στην Κίνα σήμαινε, βάσει της οδηγίας του ΠΟΥ, ότι δεν θα εξεταζόταν για κορωνοϊό.

Η πορεία του Μπέργκαμο προς την καταστροφή

Από την αρχή της πανδημίας, το πλούσιο Μπέργκαμο του ενός εκατομμυρίου κατοίκων και των προηγμένων νοσοκομείων, υπολογίζεται ότι θρήνησε περισσότερους από 3.300 νεκρούς – με αρκετές πηγές να υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός ενδέχεται να είναι ακόμη και διπλάσιος. Το Νέμπρο, η πόλη που ίσως δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα, είδε τους νεκρούς της να αυξάνονται κατά 850% στη διάρκεια του Μαρτίου. Η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο τοπικός ιερέας να ζητήσει τη λήξη του ακατάπαυστου χτυπήματος των καμπάνων που δήλωναν έναν ακόμη νεκρό.

Μέχρι στιγμής, τα ακριβή λάθη και παραλείψεις που οδήγησαν σε αυτή την καταστροφή παρέμεναν άγνωστα. Έρευνα των New York Times, όμως, ρίχνει φως στην πορεία από την έλευση του ιού στην Ιταλία μέχρι την ανοιξιάτικη συντριβή του βορρά.

Το λάθος του ΠΟΥ

Ένα από τα πρώτα προβλήματα, ακριβώς όπως και στη χώρα μας, ήταν η οδηγία του ΠΟΥ για τεστ κορωνοϊού μόνο στους ταξιδιώτες από «ύποπτες» χώρες. Σε εκείνη τη φάση της πανδημίας, η οδηγία αφορούσε αποκλειστικά την Κίνα. Αυτό βοήθησε τον ιό να εξαπλωθεί μπροστά στα μάτια των γιατρών, που μετέφραζαν τα συμπτώματα ως γρίπη και άφηναν την επιδημία να εγκατασταθεί στα νοσοκομεία – και, φυσικά, να μεταδοθεί μέσω αυτών στο γενικό πληθυσμό.

Ο διευθυντής του νοσοκομείου Pesenti Fenaroli «σφράγισε» τις πόρτες του σχεδόν την ίδια στιγμή, όταν διαπίστωσε ότι είναι αντιμέτωπος με έξαρση κορωνοϊού. Όμως οι τοπικές αρχές έδωσαν εντολή για το εκ νέου άνοιγμά τους λίγες ώρες αργότερα. Υγειονομικοί υπάλληλοι, επισκέπτες και ασθενείς που λάμβαναν εξιτήριο εκτέθηκαν στον ιό και στη συνέχεια τον μετέδωσαν στην επαρχία.

Επί μέρες, όλοι περίμεναν την ανακοίνωση lockdown στο Μπέργκαμο, με τον άμεσο και αποφασιστικό τρόπο που είχε επιβληθεί στο Λόντι. Ορισμένοι δήμαρχοι της επαρχίας περίμεναν αγχωμένοι την αστυνομία να κλείσει τα σύνορά τους, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις και οι τοπικοί ηγέτες είχαν δηλώσει την αντίθεσή τους.

Ο πρωθυπουργός της χώρας, Τζουζέπε Κόντε, στράφηκε σε μια επιτροπή επιστημονικών συμβούλων που του πρότειναν επισήμως να ακολουθήσει το πρότυπο του Λόντι.

Όμως στα παρασκήνια, τα επιχειρηματικά λόμπι τον πίεζαν να αφήσει ανοιχτά τα εργοστάσια της περιοχής.
Εντέλει, και αφού πολλές κρίσιμες μέρες χάθηκαν στους σπειροειδείς διαδρόμους της γραφειοκρατίας αλλά και σε διαμάχες μεταξύ Ρώμης και τοπικών αρχών, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν υπήρχε πια χρόνος για να σωθεί το Μπέργκαμο.

Με τον ιό να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτος στην επαρχία και συρροές κρουσμάτων να εμφανίζονται σε όλες τις γύρω περιοχές, δυο βδομάδες αφού το τεστ του Ορλάντι βγήκε θετικό, η Ιταλία «σφράγισε» όλη την περιοχή. Στη συνέχεια, ολόκληρη τη χώρα. Όμως το Μπέργκαμο δεν μπορούσε να σωθεί.

Παραπλανημένοι γιατροί

Αν και αυτή τη στιγμή όλη η Ευρώπη «χορεύει» στους ρυθμούς του κοροναϊού, την άνοιξη η Ιταλία βίωνε μόνη της την καταστροφή. Οι γιατροί της Λομβαρδίας, μιας περιοχής με στενούς εμπορικούς δεσμούς με την Κίνα, παρατηρούσαν παράξενα περιστατικά πνευμονίας σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της γρίπης και συνέτασσαν περισσότερα παραπεμπτικά για ακτινογραφίες από το φυσιολογικό. Εμπιστεύονταν, όμως, τα πρωτόκολλα του ΠΟΥ για τον έλεγχο της πανδημίας: Τα τεστ απευθύνονταν σε όσους είχαν δεσμούς με την Κίνα – δηλαδή, κατά βάση στους πρόσφατους ταξιδιώτες. Όλα τους είχαν βγει αρνητικά.

Στις 20 Φεβρουαρίου, μια γιατρός της επαρχίας Λόντι, η Ανναλίσα Μαλάρα αποφάσισε να αγνοήσει το πρωτόκολλο και να εξετάσει έναν 38χρονο που υπέφερε από βαριά πνευμονία και δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικές θεραπείες. Το τεστ ήταν θετικό, και έγινε το πρώτο γνωστό κρούσμα κοροναϊού από τοπική μετάδοση στην Ιταλία.

Δυο μέρες αργότερα, σε σύσκεψη της ιταλικής υπηρεσίας πολιτικής προστασίας, ο Κόντε θα άκουγε τον υπουργό υγείας του, Ρομπέρτο Σπεράντσα να προτείνει ένα δραματικό lockdown στις πόλεις της περιοχής Λόντι.

Οι υπουργοί συμφώνησαν ομόφωνα, τα σύνορα της πόλης έκλεισαν στις 23 Φεβρουαρίου και η απόφασή τους έγινε σύμβολο της ιεράρχησης της δημόσιας υγείας πάνω από την οικονομία. «Έπαιζα με ζωές ανθρώπων», λέει χαρακτηριστικά ο Σπεράντσα στους New York Times, προσθέτοντας ότι «ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των δυτικών κρατών, που έκαναν lockdown και περιέστελλαν τις ελευθερίες των πολιτών τους».

«Την πατήσαμε»

Όταν τα νέα από το Λόντι έφτασαν στο Μπέργκαμο, η Δρ. Μόνικα Αβογκάρντι, γιατρός του Ορλάντι, έχοντας ήδη αρρωστήσει και η ίδια, συνειδητοποίησε ακριβώς τι είχε συμβεί. Στις 21 Φεβρουαρίου πήρε τηλέφωνο στο νοσοκομείο, στην πόλη Αλζάνο Λομπάρντο, ζητώντας από τους συναδέλφους της να εξετάσουν τον ασθενή.

Στην αρχή την κορόιδεψαν, εξαιτίας της απουσίας σύνδεσής τους με την Κίνα, όμως η επιδείνωση ασθενών του ίδιου ορόφου, η εμφάνιση ενός ακόμη άνδρα με ύποπτα συμπτώματα και οι ασθένειες στο προσωπικό τους θορύβησαν. Μέχρι να γίνουν τα τεστ, ο ιός είχε εξαπλωθεί στην κοινότητα.

«Εκείνη τη στιγμή [όταν το τεστ ενός άλλου ασθενή βγήκε θετικό] κατάλαβα ότι την είχαμε πατήσει», θυμάται ο Δρ. Τζουζέπε Μαρτσούλι. «Εξετάζαμε μόνο όσους είχαν βρεθεί στην Κίνα, και αυτό ήταν το τραγικό μας λάθος».

Το επόμενο εμπόδιο θα ήταν η έλλειψη τεστ, σε συνδυασμό με την επιμονή των τοπικών αρχών να κρατήσουν ανοιχτό το νοσοκομείο, με τη λογική ότι ήταν απολύτως αναγκαίο για τη σωτηρία της περιοχής.

Μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου, τα πρώτα τεστ είχαν εξαντληθεί και οι προμήθειές τους έφταναν στο νοσοκομείο με πολύ μεγαλύτερη καθυστέρηση από τον ιό. Η έλλειψη σήμαινε ότι πολλοί ασθενείς και γιατροί που είχαν έρθει σε επαφή με τον ιό δεν τέθηκαν σε καραντίνα.

«Αν έπρεπε να πω ποια ήταν η «σπίθα», θα έλεγα ότι ήταν το νοσοκομείο», θα δήλωνε ο δήμαρχος της πόλης του Μπέργκαμο, Τζιόρτζιο Γκόρι καθώς οι λοιμώξεις σύντριβαν την πόλη.

Δέκα μέρες αβεβαιότητας

Στις 25 Φεβρουαρίου, η επαρχία του Μπέργκαμο κατέγραψε μόλις 18 κρούσματα, σε σχέση με τα 125 του Λόντι. Αν και υπήρχαν εξ αρχής ανησυχίες για το νοσοκομείο ως εστία μετάδοσης, ο αρχίατρος της Λομβαρδίας δήλωσε «Είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε αν πρόκειται για άλλη μια συρροή».

Στη Ρώμη, ο Κόντε στεκόταν ενάντιος στην αύξηση των τεστ, λέγοντας ότι αντ’ αυτού θα πρέπει να ακολουθηθούν τα διεθνή πρωτόκολλα για «να μην δραματοποιηθεί» η κατάσταση. Στις 26 Φεβρουαρίου, η επιστημονική επιτροπή θα απέρριπτε την αναγκαιότητα του lockdown στο Μπέργκαμο των 20 κρουσμάτων. Ο Κλαούντιο Κανσέλι, δήμαρχος του Νέμπρο, έχει δηλώσει ότι οι υγειονομικές αρχές του Μπέργκαμο απείλησαν με περικοπές κονδυλίων τους 18 δημάρχους της περιοχής, σε περίπτωση που έκλειναν τα κέντρα ηλικιωμένων ή ατόμων με αναπηρίες.

Όμως στις 28 Φεβρουαρίου τα κρούσματα θα έφταναν τα 103 – και το νοσοκομείο Pesenti Fenaroli θα ενοχοποιούνταν για τη διασπορά του ιού.

Η ένωση βιομηχάνων της περιοχής, την ίδια ημέρα ανάρτησε βίντεο με τίτλο «Το Μπέργκαμο δουλεύει». «Οι τρέχουσες υγειονομικές προειδοποιήσεις των αξιωματούχων της ιταλικής κυβέρνησης αναφέρουν ότι ο κίνδυνος λοίμωξης είναι χαμηλός», έλεγε ο αφηγητής, ενώ παίζονταν εικόνες εργοστασίων σε λειτουργία.

Οι επιχειρηματικοί ηγέτες, αλλά και ο δήμαρχος του Αλζάνο Λομπάρντο αντιστάθηκαν στο ενδεχόμενο lockdown, λέγοντας σε τοπική εφημερίδα ότι θα ήταν τραγωδία για την οικονομία και ερχόμενοι σε επαφή με τις επιχειρηματικές γνωριμίες τους στη Ρώμη.

Ο Κόντε αρνήθηκε να σχολιάσει το άρθρο των Times, στο παρελθόν όμως έχει αρνηθεί οποιαδήποτε επαφή με την ένωση βιομηχάνων γύρω από τις αποφάσεις για το Μπέργκαμο. Όμως οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της ισχυρής ένωσης έχουν αναφέρει ότι δήλωσαν ξεκάθαρα τα αιτήματά τους.
«Υπήρχε άμεση επικοινωνία της Confindustria [της ένωσης βιομηχάνων] και της κυβέρνησης εκείνη την εποχή», υποστηρίζει η Λίτσια Ματιόλι, τότε αντιπρόεδρος της ένωσης, μιλώντας στους Times.

Η ηγεσία μίλησε άμεσα με τον Κόντε και υποστήριξε ότι το Μπέργκαμο μπορεί να αποφύγει την οικονομική καταστροφή του «παγώματος» της παραγωγής στο Λόντι χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, τηρώντας αποστάσεις μεταξύ των εργαζομένων.

Τα εργοστάσια έμειναν ανοιχτά μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Πολλά δεν έκλεισαν ποτέ.
«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν είχαμε τέτοιες σκέψεις», ισχυρίζεται στους Times ο υπουργός υγείας της χώρας. «Αποφασίσαμε από την αρχή ότι προτεραιότητά μας είναι η υγεία – όλα τα υπόλοιπα έπονται».

Tα κομβόι των φορτηγών του ιταλικού στρατού που αποκόμιζαν πτώματα θυμάτων της COVID-19 στην επαρχία Μπέργκαμο μετατράπηκαν σε φρικιαστικό σύμβολο της παγκόσμιας πανδημίας (φωτογραφία Eugenio Lafrate via Reuters)

Στις 3 Μαρτίου, η επιστημονική επιτροπή της κυβέρνησης πρότεινε τη δημιουργία «κόκκινης ζώνης» γύρω από το Νέμπρο και το Αλζάνο Λομπάρντο. Οι λομβαρδικές αρχές θεώρησαν σίγουρη την εφαρμογή της, όπως και ο δήμαρχος του Νέμπρο, Καντσέλι, ο οποίος είχε ήδη κολλήσει τον ιό.

«Η περιοχή θα έπρεπε να έχει κλείσει τον Φεβρουάριο, όταν έγινε ξεκάθαρο ότι υπήρχαν επιβεβαιωμένα κρούσματα στο νοσοκομείο που με βεβαιότητα είχαν έρθει σε επαφή με υγειονομικούς, συγγενείς και άλλους ασθενείς», λέει στους Times. «Στις 3 Μαρτίου σκεφτήκαμε: Θα κλείσουν απόψε».

Όμως ο Κόντε, που έπρεπε να εγκρίνει την απόφαση, έχει δηλώσει έκτοτε ότι δεν ενημερώθηκε για το σχέδιο παρά δύο ημέρες αργότερα.
Στο μεταξύ διάστημα, ο Σπεράντσα υποστηρίζει ότι ασκούσε πιέσεις στην επιστημονική επιτροπή να δημοσιεύσει το σκεπτικό της πίσω από το κλείσιμο των πόλεων. Το υπουργείο εσωτερικών ενημέρωνε τη στρατιωτική αστυνομία του Μπέργκαμο να προετοιμαστεί για lockdown, σύμφωνα με τον Πάολο Στορόνι, τότε επικεφαλής των καραμπινιέρων στην περιοχή.

Στις 5 Μαρτίου, η επιστημονική επιτροπή επανέλαβε το αίτημά της για κλείσιμο των πόλεων, ενώ ο Σπεράντσα υποστηρίζει ότι εκείνο το βράδυ έστειλε την έκθεση στον Κόντε. Μέλος του κοινοβουλίου του Μπέργκαμο ασκούσε ιδιωτικά πιέσεις στον Κόντε για να επισπεύσει την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι η περιοχή ήταν στο χείλος της καταστροφής.

Σύμφωνα με αλληλογραφία που βρίσκεται στη διάθεση των Times, το γραφείο του Κόντε απάντησε ότι θα ακολουθούσε υπουργικό συμβούλιο το Σάββατο – δύο μέρες αργότερα – πριν το οποίο δεν θα λαμβανόταν καμία απόφαση.

Στις 6 Μαρτίου, ενώ η αστυνομία έκανε ασκήσεις ετοιμότητας για το κλείσιμο της περιοχής, ο Κόντε είχε άλλη μια συνάντηση με την επιστημονική επιτροπή. Σύμφωνα με τον Σπεράντσα, οι ειδικοί τον ενημέρωσαν τότε ότι το κλείσιμο του Μπέργκαμο δεν ήταν πλέον αρκετό. Όλη η Λομβαρδία – συμπεριλαμβανομένου του Μιλάνο – έπρεπε να κλείσει. Δυο μέρες αργότερα, στις 8 Μαρτίου, θα συνέβαινε ακριβώς αυτό.

Από τη «σπίθα» στην κόλαση

Τη στιγμή που οι αρχές καθυστερούσαν, ο ιός εξαπλωνόταν παντού και μεταδιδόταν – φαινομενικά – στους πάντες. Οι λοιμώξεις μαίνονταν. Άρχισαν να καταγράφονται οι πρώτοι νεκροί. Ανάμεσά τους και ο Ορλάντι, ο οδηγός φορτηγού που είχε σταλεί στο σπίτι του με διάγνωση γρίπης. Τον ακολούθησαν και άλλα μέλη της οικογένειάς του, αλλά ακόμη και γείτονες και άλλοι ασθενείς που βρέθηκαν στο νοσοκομείο ταυτόχρονα με εκείνον.

Ορισμένοι από τους ασθενείς είχαν βρεθεί στις 19 Φεβρουαρίου στο Μιλάνο, για να επευφημήσουν την ομάδα του Μπέργκαμο, την Ατλάντα, στο Τσάμπιονς Λιγκ.

«Ήμασταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο», θυμάται ο 49χρονος Ματέο Ντονέντα. Στις 26 Φεβρουαρίου θα παρατηρούσε ότι τα μπισκότα του «είχαν γεύση άμμου», και η σύζυγός του θα τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Ίσα που μπορούσε να περπατήσει και σύντομα βρέθηκε να χρειάζεται οξυγόνο, αδυνατώντας να αναπνεύσει. Όπως εξηγεί, έβλεπε γύρω του ασθενείς με σπασμένα σαγόνια από λιποθυμίες που τους είχαν κάνει να σωριαστούν στο πάτωμα.

Κανένας υπεύθυνος;

Όλες οι εμπλεκόμενες αρχές αναγνωρίζουν ότι αυτό που συνέβη στο Μπέργκαμο ήταν τραγωδία. Όμως επίσης όλες τους αρνούνται ότι φέρουν οποιοδήποτε μέρος της ευθύνης.

Ο ΠΟΥ αναφέρει ότι είχε περιορίσει τους ορισμούς του για τα κρούσματα για πρακτικούς λόγους και κυρίως για να μη σπαταληθούν πόροι ήδη από την έναρξη μιας επιδημίας με αβέβαιη εξέλιξη. Η λογική, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του οργανισμού, Δρ. Μάργκαρετ Χάρις ήταν «να περιορίσουμε την εξέταση σε συγκεκριμένο πληθυσμό που βρισκόταν σε κίνδυνο».

Όμως η Δρ. Χάρις υποστηρίζει ότι όταν ο ΠΟΥ επικαιροποίησε τις συστάσεις του στα τέλη Ιανουαρίου, διευκρίνιζε ότι «ο θεράπων ιατρός είναι, εντέλει, εκείνος που θα αποφασίσει ποιοι θα εξεταστούν».

Οι γιατροί του Μπέργκαμο θεωρούν ότι αυτό δεν είναι παρά ένα βολικό παραθυράκι.
Τον Ιούνιο, η Ιταλία έχρισε ιππότη του Τάγματος της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας τον Δρ. Μάλαρα, τον γιατρό που αγνόησε το πρωτόκολλο εξετάζοντας το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα.

Οι τοπικές αρχές αλλά και οι πενθούντες του Νέμπρο και του Αλζάνο Λομπάρντο υποστηρίζουν ότι αν οι πόλεις είχαν κλείσει τον Φεβρουάριο, η εξάπλωση θα είχε ανακοπεί. Τοπικός εισαγγελέας ερευνά τα γεγονότα, τις παραλείψεις και τις αιτίες του.

Όμως η κυβέρνηση θα προτιμούσε η προσοχή να εστιαστεί στο κλείσιμο του Λόντι.

«Πρόκειται για δυο μικρές πόλεις που πλέον έχουν γίνει γνωστές παντού», εξηγεί ο Σπεράντσα, ο υπουργός υγείας, σε ερώτηση των Times για την τριήμερη άγνοια του Κόντε για τις προτάσεις των lockdown στο Μπέργκαμο. «Όμως πρόκειται για δυο μικρές πόλεις».

Και ο Κόντε αρνείται να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις. «Δεν υπήρξε καμία καθυστέρηση», ισχυρίζεται.

Στιγμιότυπο από την τελετή μνήμης για τους νεκρούς του κορωνοϊού τον περασμένο Ιούνιο

Μια καταρρακωμένη επαρχία

Η απώλεια έχει κυκλώσει το Μπέργκαμο.

Όμως τώρα, που η πανδημία εξαπλώνεται ξανά σε όλη την Ιταλία, η καταστροφή της άνοιξης φαίνεται πως του προσφέρει κάποιο βαθμό ανοσίας. Τα νοσοκομεία της περιοχής, που κάποτε λύγιζαν υπό το βάρος των ασθενών, τώρα αναλαμβάνουν κρούσματα από άλλες επιβαρημένες περιοχές.