Καθώς η καταμέτρηση των ψήφων στις αμερικανικές εκλογές ολοκληρώνεται, αξίζει να εξαχθούν κάποια πρώτα συμπεράσματα. Η συμμετοχή υπήρξε εντυπωσιακή και ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Ποτέ δεν ψήφισαν περισσότεροι Αμερικανοί και το ποσοστό συμμετοχής ήταν το υψηλότερο από το 1900. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο προεδρικών εκλεκτόρων και γερουσιαστών, η εκλογή είναι οριακή, απόδειξη της πόλωσης και του διχασμού της αμερικανικής κοινωνίας.

Ο  Τζο Μπάιντεν κέρδισε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην Ιστορία και μια άνετη διαφορά, πάνω από 3,5 εκατομμύρια, στη λαϊκή ψήφο. Βέβαια, το σημαντικότερο ήταν ότι τα κατάφερε, έστω και οριακά, σε τρεις Πολιτείες στη βιομηχανική ζώνη του Βορρά (rustbelt), με πολλούς λευκούς εργάτες, και, επιπλέον, σε δύο δημογραφικά αναπτυσσόμενες Πολιτείες του Νότου (sunbelt).

Από το 1988 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το 2004, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία δεν έχει κερδίσει ποτέ τη λαϊκή ψήφο! Οι εκάστοτε νίκες των Ρεπουμπλικανών, για τον Λευκό Οίκο ή το Κογκρέσο, έχουν να κάνουν και με την καλύτερη γεωγραφική διασπορά των ψήφων τους, σε σχέση με τους Δημοκρατικούς, που παραμένουν συγκεντρωμένοι στις πόλεις και στα παράλια.

Ωστόσο, όσοι προέβλεπαν μια μαζική αποδοκιμασία του Τραμπ και του τραμπισμού διαψεύστηκαν. Οι Ρεπουμπλικανοί τα πήγαν καλύτερα απ’ ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Φαίνεται πως διατηρούν τον έλεγχο της πλειοψηφίας στη Γερουσία, ενώ στη Βουλή των Αντιπροσώπων οι Δημοκρατικοί δεν αυξάνουν την πλειοψηφία τους. Ο Μπάιντεν προσέρχεται στον Λευκό Οίκο σχετικά «ψαλιδισμένος». Οχι τόσο γιατί η εκλογή του αποδείχθηκε δύσκολη, αλλά κυρίως γιατί θα πρέπει να συγκυβερνήσει με τη Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στην παντοδύναμη Γερουσία.

Η ομαλότητα της μετάβασης έχει ήδη τεθεί εν αμφιβόλω, τόσο από τις δηλώσεις περί νοθείας όσο και από τις νομικές προσφυγές του Τραμπ για να σταματήσει η καταμέτρηση. Αυτό ίσως σημάνει ότι για το διάστημα μέχρι την ορκωμοσία του νέου προέδρου, στις 20 Ιανουαρίου, οι ΗΠΑ θα βρίσκονται σε μία κατάσταση γεωστρατηγικής αμηχανίας, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη σταθερότητα κρίσιμων περιοχών, όπως η Ανατολική Μεσόγειος. Απαιτείται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν έχει δείξει να θέλει να εκμεταλλευτεί αυτό το διάστημα προς όφελός του.

Το καθεστώς Ερντογάν ήθελε την επανεκλογή Τραμπ και οι επιθέσεις του εναντίον των Δημοκρατικών, όπως ο Τζο Μπάιντεν και η Νάνσι Πελόσι, ήταν συχνές και σφοδρές. Αντιθέτως, η εκλογή Μπάιντεν ανακουφίζει τις φιλοευρωπαϊκές και φιλοδυτικές δυνάμεις στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, καθώς ο Μπάιντεν αποτελεί μέρος μιας πιο διεθνιστικής και ευρω-ατλαντικής παράδοσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά συνέπεια, και με δεδομένη την κακή εικόνα της Τουρκίας στο Κογκρέσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμένεται να επαναπροσδιορίσουν, σε έναν βαθμό, τη σχέση τους με τη Τουρκία, τώρα που θα λείψει και η ιδιάζουσα προσωπική σχέση του Ερντογάν με τον Τραμπ.

Τέλος, οι εθνολαϊκιστές της Ευρώπης «ορφάνεψαν». Δεν θα εξαφανιστούν αλλά αποδυναμώνονται. Ο Μπόρις Τζόνσον και οι οπαδοί του σκληρού Brexit στη Βρετανία θα βρεθούν σε κάποια αμηχανία, όπως και οι διάφοροι αυταρχικοί ηγέτες στα ανατολικά, όπως ο Βίκτορ Ορμπαν, ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι και ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν.

Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και βουλευτής ΝΔ, Βόρειου Τομέα Αθηνών