Σχεδόν δεκαέξι μήνες από τις εκλογές και παρά τις αντιξοότητες η δημοσκοπική κυριαρχία του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αλλες τρεις δημοσκοπήσεις αυτή την εβδομάδα το πιστοποίησαν (ΑLKO, Marc και Opinion Poll, 15-16/10).

Η ΝΔ κινείται στον χώρο του 40%, ο ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο του 20% και η διαφορά τους κυμαίνεται από 15,3 έως 19,9 μονάδες. Η διαφορά Μητσοτάκη με Τσίπρα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Από 19 έως 32 μονάδες! Η ικανοποίηση από την κυβέρνηση κινείται σταθερά μεταξύ 60% και 70% παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες που προκαλεί η πανδημία και η οικονομία.

Εχουμε δηλαδή παράταση και διεύρυνση μιας κυριαρχίας που χρονολογείται από το α΄ εξάμηνο του 2016.

Προφανώς κάτι βαθύτερο συμβαίνει, πέρα από τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε συγκυρίας. Θυμάμαι πάντα τη συμβουλή ενός σοφού καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο, ο οποίος έλεγε πως «όταν θέλεις να ερμηνεύσεις την πολιτική, πρέπει να ρωτάς την κοινωνία».

Είναι προφανές ότι αυτή η παρατεταμένη κυριαρχία δεν είναι προϊόν πολιτικών ή επικοινωνιακών χειρισμών αλλά δομικών μεταβολών στις κυρίαρχες συντεταγμένες της ελληνικής κοινωνίας.

Εξηγούμαι. Παραθέτω έναν πίνακα από έρευνες της Metron Analysis που συγκρίνει την «αυτοτοποθέτηση» των Ελλήνων το 2015 και το 2020. Να διευκρινίσω ότι στις έρευνες αυτές οι ερωτώμενοι αυτοπροσδιορίζονται. Τοποθετούν δηλαδή μόνοι τον εαυτό τους στην πολιτική κλίμακα. Νομίζω ότι προκύπτουν τέσσερις παρατηρήσεις.

Πρώτον, η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται πλέον περισσότερο κεντρώα. Το 2015 το άθροισμα των αυτοπροσδιορισμών «Κεντροδεξιά-Κέντρο-Κεντροαριστερά» έφτανε το 55%. Το 2020 το άθροισμα είναι 59%. Συν τέσσερις μονάδες.

Δεύτερον, το ίδιο διάστημα η ελληνική κοινωνία «μπάταρε» δεξιά. Το 2015 το άθροισμα «Δεξιά-Κεντροδεξιά» έφτανε το 26%. Το 2020, το ίδιο άθροισμα φτάνει στο 34%. Αρα συν οκτώ μονάδες.

Τρίτον, η σύγκριση μεταξύ των δύο «πολιτικών πόλων» είναι εξίσου αποκαλυπτική. Το 2015, το άθροισμα «Αριστερά-Κεντροαριστερά» ήταν 37%. Το 2020 είναι 30%. Συνεπώς μεταξύ των δύο πόλων η ψαλίδα έχει ανοίξει καθαρά. Από μια σχέση 37 προς 48 (για Δεξιά-Κεντροδεξιά-Κέντρο) το 2015 έφτασε στο 30 προς 54 το 2020.

Η διαφορά είναι για την ακρίβεια 24 μονάδες. Περίπου ο μέσος όρος των διαφορών που βρίσκουμε στις μετρήσεις της συγκυρίας.

Τέταρτον, η «Αριστερά» βρίσκεται σε αποδρομή. Το 2015 ήταν στο 17% και το 2020 στο 11%. Αντιθέτως η «Δεξιά» εμφανίζεται πιο σταθερή αφού πέρασε από 13% το 2015 σε 14% το 2020.

Το συμπέρασμα είναι απλό. Τη δεύτερη οκταετία της κρίσης η ελληνική κοινωνία μετατοπίστηκε καθαρά. Κι αυτή τη μετατόπιση αποτυπώνει η δημοσκοπική κυριαρχία της ΝΔ. Ο Μητσοτάκης είναι περισσότερο προϊόν της παρά δημιουργός της. Η επιτυχία του είναι ότι συνόδευσε τη μεταβολή.

Αντιθέτως είναι σαφές ότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν σε αυτό το νέο σκηνικό. Δεν μπορούν ή δεν θέλουν, αδιάφορο.

Αλλά ούτε και το Κίνημα Αλλαγής έχει κατορθώσει να επωφεληθεί από μια μεταβολή των πολιτικών συντεταγμένων, η οποία εκ πρώτης όψεως το ευνοεί. Ο χώρος «Κεντροαριστερά-Κέντρο» αθροίζει ένα 39%(!) αλλά το ΚΙΝΑΛ εξακολουθεί να διαγωνίζεται σε ένα γήπεδο ξεπερασμένων «αριστερών περγαμηνών», το οποίο είναι όλο και πιο μειοψηφικό.

Η κοινωνία λοιπόν άλλαξε. Και όσοι διεκδικούν να τη διευθύνουν πρέπει πρώτα να κατανοήσουν την αλλαγή της.

Διότι προς το παρόν μόνο ο Μητσοτάκης φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει στο πρόσωπο ενός «άτυπου συνασπισμού διακυβέρνησης» που εκτείνεται από τη Δεξιά έως την Κεντροαριστερά. Το αποτέλεσμα είναι ορατό στις δημοσκοπήσεις.

Μελίνα

Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μελίνας Μερκούρη. Μια επέτειος που κυρίως μας κάνει να αναλογιζόμαστε ότι Μελίνες δεν υπάρχουν πια. Δεν εννοώ μόνο την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία, ούτε τις πολιτικές επιδόσεις της. Ο καθένας μπορεί να τα κρίνει όπως θέλει. Εννοώ εκείνο που η Μελίνα υπήρξε στη ζωή.
Ενα συνολικά χαρισματικό πλάσμα είτε έπαιζε στο θέατρο, είτε πρωταγωνιστούσε στον κινηματογράφο, είτε μάζευε σταυρούς στη Β΄ Πειραιά, είτε τσακωνόταν για τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού, είτε περνούσε την ώρα της με φίλους και παρέες.
Προφανώς λοιπόν Μελίνες δεν υπάρχουν πια. Και δεν υπάρχουν επειδή είναι το είδος που έχει εκλείψει.

Μαγκιές

Την εποχή των Ιμίων είχα γράψει ότι μαγκιά δεν είναι να πας σε ένα ξερονήσι και να υψώσεις την ελληνική σημαία. Μαγκιά είναι να μείνεις στο ξερονήσι και να υπερασπιστείς τη σημαία που ύψωσες. Οχι να την αφήσεις εκεί ανυπεράσπιστη για να την υπερασπιστούν άλλοι.
Ετσι και τώρα με τα χωρικά ύδατα. Καμία αντίρρηση να τα επεκτείνουμε στα δώδεκα μίλια. Αλλά όποιος το προτείνει πρέπει να προσφερθεί να υπερασπιστεί το νέο θαλάσσιο σύνορο. Οχι να γυρίσει στην καφετέρια της γειτονιάς του για να το υπερασπιστούν οι επόμενοι.
Γιατί το κουβεντιάζουμε αυτό; Για έναν απλό λόγο. Επειδή φοβούμαι ότι η κυβέρνηση (και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις) δεν ξέρουν πώς να ξεμπλέξουν με τον Ερντογάν που έχουν μπλέξει, με αποτέλεσμα να ακούγονται κάθε είδους γραφικότητες κι ανευθυνότητες.
Ο πραγματικός λόγος είναι ότι έχουν απέναντί τους έναν εντελώς διαφορετικό Ερντογάν και μια εντελώς διαφορετική Τουρκία, στους οποίους δεν πιάνουν οι συνηθισμένες συνταγές.
Η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι απλώς ένας δύσκολος γείτονας, όπως ήταν παλαιότερα. Είναι μια χώρα με φιλοδοξίες περιφερειακής δύναμης, με ρητορική ακραίας επιθετικότητας και με πολιτική ισχύος. Το αδιέξοδο δηλαδή είναι ότι εκείνο που διεκδικεί η Τουρκία του Ερντογάν, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παραχωρήσει ή έστω να διαπραγματευτεί. [Θέλω να ελπίζω πως ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να το κουβεντιάσει – αλλά δεν είμαι και τόσο βέβαιος…]
Η ένταση λοιπόν προκύπτει από το αδιέξοδο. Και θα προκύπτει όσο ισχύει το αδιέξοδο. Το οποίο άλλωστε δεν μπορεί να αρθεί από την πλευρά της Ελλάδας. Είναι θέμα της Τουρκίας να αλλάξει πολιτική και δεν βλέπω για ποιον λόγο να το κάνει.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε με την ένταση. Δεν θα είναι εύκολο. Θέλει υπομονή, νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση.
Κυρίως όμως δεν χρειάζεται διάφορους αυτοσχέδιους Ταλεϋράνδους, Βοναπάρτηδες ή απλώς τζάμπα μάγκες που θέλουν να σύρουν τη χώρα στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση.
Δηλαδή είτε στη σύγκρουση είτε στον κατευνασμό.