Για πρωτοφανή σε μέγεθος δημοσιονομική επέκταση που πραγματοποιείται μιλά στο «Βήμα» ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης, αλλά διευκρινίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει εξ ολοκλήρου τις συνέπειες της ύφεσης. Για το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε σημειώνει ότι ο βαθμός που θα πετύχει τους στόχους του εξαρτάται από την επιβεβαίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών του προβλέψεων.

Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης

Αρκετά μετριοπαθής και κάνοντας διαφορετική ανάλυση από αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποστηρίζει ότι θεωρεί εξαιρετικά αμφίβολο να υπάρξει νέο μνημόνιο, δηλαδή ένα πρόγραμμα προσαρμογής μιας χώρας υπό χρεοκοπία. Παράλληλα, θεωρεί προβληματική τη χρήση του όρου «μνημόνιο» στις σημερινές συνθήκες.

Σχετικά με το λεγόμενο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ, για το οποίο κάνει λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ και ζητεί να αξιοποιηθούν ποσά από αυτό, αναφέρει ότι πρόκειται για ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου που κατά τον ίδιο είναι εργαλείο διασφάλισης της ρευστότητας και όχι καθαρός πλούτος, ενώ υπογραμμίζει ότι «η εκκρεμής υποχρέωση του Δημοσίου έναντι των συνταξιούχων συνιστά κατά κάποιον τρόπο ένα “κρυφό χρέος”» .

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε προ ημερών σε ποια κατεύθυνση κινείται; Ποιο είναι το βασικό στίγμα του και ποια θεωρείτε εσείς τα τρωτά και τα δυνατά του σημεία;

«Οι συνθήκες που συντάχθηκε ο εφετινός προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά ασυνήθιστες εξαιτίας της αβεβαιότητας που όλοι αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε.

Το εφετινό προσχέδιο είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα περίπλοκο, καθώς επιζητεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για προστασία όσων επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και τόνωση της ανάπτυξης, από τη μια μεριά, και την ανάγκη να διατηρηθεί η δυνατότητα επιστροφής στη δημοσιονομική ισορροπία σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα από την άλλη. Ο βαθμός που θα πετύχει αυτούς τους στόχους εξαρτάται από την επιβεβαίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών του προβλέψεων».

Είναι ρεαλιστικές οι προβλέψεις του ή δύναται να χαρακτηριστούν ανεδαφικές και να οδηγηθούμε σε επώδυνες αναθεωρήσεις του προϋπολογισμού εις βάρος της κοινωνίας;

«Θα μου επιτρέψετε να σας πω προκαταβολικά ότι στις σημερινές συνθήκες εκτεταμένης αβεβαιότητας όλες οι προβλέψεις είναι παρακινδυνευμένες. Η μακροοικονομική πρόβλεψη για ύφεση 8,2% το 2020 είναι κοντά στο κάτω άκρο των δικών μας προβλέψεων (μεταξύ 8,5% και 9,4%), ενώ η πρόβλεψη για ανάκαμψη 7,5% είναι αρκετά υψηλότερη από εκείνες των διεθνών οργανισμών. Οι δημοσιονομικές προβλέψεις της πλευράς των δαπανών είναι σχετικά ασφαλείς, ωστόσο η πλευρά των εσόδων είναι πιο σύνθετη, καθώς εξαρτάται από τη δυνατότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν στις συσσωρευμένες υποχρεώσεις τους με μειωμένα εισοδήματα. Σε περίπτωση που τα πράγματα δεν εξελιχθούν σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις, θα πρέπει να γίνουν διορθωτικές κινήσεις ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο η δημοσιονομική ασφάλεια και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές».

Το «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ έχει αξιοποιηθεί επαρκώς;

«Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι το λεγόμενο “μαξιλάρι”, δηλαδή τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, είναι εργαλείο διασφάλισης της ρευστότητας και όχι καθαρός πλούτος· άλλωστε ένα κράτος με 37 δισ. στο ταμείο και 337 δισ. χρέος γενικής κυβέρνησης δεν μπορεί να θεωρηθεί πλούσιο. Επίσης είναι λάθος να συγχέουμε μεγέθη αποθεμάτων (όπως τα ταμειακά διαθέσιμα) με μεγέθη ροών (όπως οι δημόσιες δαπάνες). Οι όποιες δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτηθούν με διάφορους τρόπους (π.χ. μέσω φορολογίας ή δανεισμού) χωρίς να μειωθεί το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων».

Υπάρχει η άποψη πως οδηγούμαστε de facto ή de jure σε ένα νέο μνημόνιο. Πιστεύετε πως είναι πιθανό;

«Αν λέγοντας “μνημόνιο” εννοείτε ένα πρόγραμμα προσαρμογής μιας χώρας υπό χρεοκοπία, το θεωρώ εξαιρετικά αμφίβολο. Η Ελλάδα έχει διορθώσει τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές της ανισορροπίες, έχει ρυθμίσει το χρέος της και έχει αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την πιστοληπτική της ικανότητα. Τα στοιχεία αυτά την καθιστούν σαφώς ανθεκτικότερη απέναντι στις σοβαρές οικονομικές διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε. Αντίθετα, πρέπει να διασφαλίσουμε τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές και ειδικότερα την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και σε δημοσιονομική ισορροπία. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ προβληματική τη χρήση του όρου “μνημόνιο” στις σημερινές συνθήκες».

Τι γίνεται με τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης, πόσες αλήθεια μπορεί να είναι; Ισοδυναμεί με «κρυφό χρέος», όπως έχει επισημάνει ο ESM;

«Τα τελευταία στοιχεία που έχουμε λάβει για τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης αφορούν το πρώτο τρίμηνο του 2020 και καταγράφουν 161.000 εκκρεμείς κύριες συντάξεις και 47.000 εκκρεμείς επικουρικές, με συνολική εκτιμώμενη δαπάνη σχεδόν 420 εκατ. ευρώ.

Αυτή η εκκρεμής υποχρέωση του Δημοσίου έναντι των συνταξιούχων συνιστά κατά κάποιον τρόπο ένα “κρυφό χρέος” αφού δεν καταγράφεται στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης και δεν επηρεάζει το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα».

Θεωρείτε ότι το ύψος των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι επαρκές; Υπάρχουν περιθώρια για πρόσθετες παρεμβάσεις;

«Οσον αφορά την επάρκεια του ύψους των μέτρων, δεν ξέρω αν μπορώ να σας απαντήσω, αφού δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το “σωστό” ύψος μέτρων για να κάνουμε σύγκριση. Το γεγονός είναι πως η δημοσιονομική επέκταση που πραγματοποιείται είναι πρωτοφανής σε μέγεθος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντισταθμίσει εξ ολοκλήρου τις συνέπειες της ύφεσης.
Επίσης, οι δημόσιοι πόροι είναι περιορισμένοι και θα πρέπει να δαπανηθούν με τρόπο που να δώσουν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα στο σύνολο της οικονομίας και σε μακροχρόνιο ορίζοντα.

Ενα ζήτημα που έχουμε επισημάνει από την πλευρά μας είναι ότι η αποτελεσματικότητα των μέτρων δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα αλλά και από την ποιότητα. Το σύνολο σχεδόν των επεκτατικών μέτρων που έχουν ληφθεί αποτελείται από αναστολές και απαλλαγές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και από μεταβιβάσεις-επιδόματα. Αυτά είναι οπωσδήποτε απαραίτητα για την προστασία νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όμως η επίπτωσή τους στο ΑΕΠ είναι μόνο έμμεση και ετεροχρονισμένη μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης».

Προς ποια κατεύθυνση, πιστεύετε, θα έπρεπε να δοθεί περισσότερο βάρος και γιατί;

«Εχουμε επισημάνει αρκετές φορές ότι μια αύξηση των δημόσιων δαπανών, μέσω δημόσιας κατανάλωσης και επένδυσης, θα είχε σαφώς ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ και θα συνεισέφερε σημαντικά τόσο στην ανάσχεση της ύφεσης, όσο και στη στήριξη της ανάκαμψης. Ο χώρος της δημόσιας υγείας και παιδείας είναι προνομιακός για την εφαρμογή τέτοιων επεκτατικών πολιτικών, που θα είχαν επιπρόσθετες ευνοϊκές συνέπειες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αναβαθμίζοντας την ποιότητα των δημόσιων αγαθών και του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας μας».