Αν έπρεπε να συνοψίσω το συμπέρασμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα έλεγα κάτι πολύ απλό: πέταξε το μπαλάκι στον Ερντογάν. Του έδωσε την ευκαιρία να δείξει τι θέλει να κάνει. Προσδιορίζοντας όμως σαφώς τι περιμένει από εκείνον. Και τι μπορεί να συμβεί αν επιλέξει διαφορετικό δρόμο. Αν υπήρξε μια ελληνική και κυπριακή επιτυχία στις Βρυξέλλες δεν αφορά την επιτίμηση του Ερντογάν, ούτε τις περίφημες κυρώσεις.

Εξ αρχής φάνηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο ή έστω δευτερεύον αφού δεν υπήρχε συναντίληψη μεταξύ των μελών της Ενωσης. Την ίδια στιγμή μάλιστα που υπήρχαν και ζωηρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων. Η επιτυχία είναι ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε το ελληνικό και κυπριακό αφήγημα για την κρίση.

Τι υποστήριζε ο Ερντογάν προφορικώς και εγγράφως; Οτι Ελλάδα και Κύπρος αυθαιρετούν, αγνοούν το διεθνές δίκαιο (το οποίο πάντως ο ίδιος δεν έχει αναγνωρίσει!), επιδιώκουν να απομονώσουν την Τουρκία και να την αποκλείσουν από την Ανατολική Μεσόγειο. Μιλούσε μάλιστα για «μαξιμαλιστικές απαιτήσεις» της Ελλάδας υιοθετώντας τις ανοησίες και διαφόρων δικών μας. Θεωρούσε επιπροσθέτως ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση μεροληπτεί σε βάρος των νόμιμων δικαιωμάτων της Τουρκίας και υπέρ των δυο «κακομαθημένων» μελών της.

Τι απαντούσε η άλλη πλευρά; Οτι η κρίση είναι αποκλειστικό δημιούργημα (και υπαιτιότητα) του Ερντογάν. Προκαλεί, δείχνει επιθετικότητα και προχωρεί σε μονομερείς ενέργειες απειλώντας την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου.

Το κείμενο συμπερασμάτων του Συμβουλίου υιοθετεί με απόλυτη σαφήνεια τη δεύτερη εκδοχή.

Νωρίτερα και με τη συνδρομή του Μακρόν, η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε προσχωρήσει στην άποψη ότι δεν πρόκειται για μια υπόθεση ελληνοτουρκικών διαφορών αλλά για ένα ζήτημα περιφερειακής ασφάλειας και ευρωπαϊκής κυριαρχίας στη Μεσόγειο.

Το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτονόητο. Το σημείο εκκίνησης των περισσοτέρων κρατών ήταν πως Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος συντηρούν μια αντιδικία, η οποία δεν τους αφορά και στην οποία δεν έχουν λόγο να εμπλακούν. Ανομολόγητα φοβόντουσαν ότι θα καταστούν «όμηροι» της ελληνικής/κυπριακής πλευράς στη σύγκρουσή της με την Τουρκία.

Ετσι κατέληγαν σε ένα αποστασιοποιημένο «βρείτε τα!».

Ηταν περίπου η στάση της Ανγκελα Μέρκελ όπως αποτυπώθηκε ακόμη και στο πρώτο προσχέδιο απόφασης. Δεν είχες την αίσθηση ότι η προεδρεύουσα της Ευρωπαϊκής Ενωσης αντιμετώπιζε μια διαμάχη μεταξύ μελών της Ενωσης και μιας τρίτης χώρας. Ηταν μια προσέγγιση που εκ των πραγμάτων αποδυνάμωνε τα μέλη της Ενωσης. Αφού κατά περίεργο τρόπο η γερμανίδα καγκελάριος διεκδικούσε και να είναι διαιτητής και να κτυπάει τα κόρνερ!

Σε αυτό το επίπεδο βγήκε φυσικά ηττημένη από τη σύνοδο. Επιτυχία της όμως θα είναι αν καταφέρει να κρατήσει τον Ερντογάν στο τραπέζι του διαλόγου, ακόμη και μετά από μια καταφανώς αρνητική απόφαση των Ευρωπαίων.

Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο έδειξε στον Ερντογάν δύο δρόμους – παρότι η Μέρκελ προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταστήσει τον έναν κάπως ελκυστικότερο για την Τουρκία.

Υπό αυτή την έννοια, η έκκληση του Ιμπραήμ Καλίν προς τους Ευρωπαίους «μην τα περιμένετε όλα από την Τουρκία» (υπονοώντας «δώστε κάτι»…) δεν εισακούστηκε.

Εφεξής λοιπόν θα πρέπει η Τουρκία να κάνει πολλά. Και θα δούμε τι θα πάρει στο τέλος.

Και γι’ αυτό η δήλωση του Αλ. Τσίπρα ότι «για ακόμη μία φορά ο κ. Μητσοτάκης έφυγε από ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με άδεια χέρια» είναι ελαφρώς ακατανόητη.

Εκτός αν περίμενε να κλέψει ο Μητσοτάκης και τίποτα τασάκια!