Δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο η πολιτική αντιπαράθεση στο πεδίο της πανδημίας. Ωστόσο, ο τρόπος και το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης εδώ έχει μία μοναδικότητα.

Στις περισσότερες από τις χώρες όπου παρατηρείται σύγκρουση πολιτικών δυνάμεων με φόντο τον covid, το θέμα είναι κατά κανόνα η απροθυμία ή καθυστέρηση ή ακόμη και άρνηση των κυβερνήσεων να λάβουν ή να επιβάλλουν μέτρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Μεγάλη Βρετανία και φυσικά οι ΗΠΑ, όπου ο Τζόνσον και ο Τραμπ δέχονται δικαίως επιθέσεις για αυτούς τους λόγους.

Στη χώρα μας δεν συμβαίνει αυτό. Είναι γνωστό τι συνέβη στην πρώτη φάση της πανδημίας και βλέπουμε τι συμβαίνει τώρα. Παρά τα κάποια λάθη και τις όποιες παραλείψεις, η προσπάθεια εξεύρεσης μία ισορροπίας μεταξύ ελέγχου της εξάπλωσης του ιού και στοιχειώδους κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, είναι ορατή, αισθητή και εν τέλει η ενδεδειγμένη τακτική για μία δημοκρατική χώρα. Το να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει αδιαφορία ή περιφρόνηση των κινδύνων από τους αρμοδίους, είναι τουλάχιστον άστοχο.

Υπό αυτήν την έννοια, προξενεί εντύπωση ο σχολιασμός (ανεπίσημος φυσικά) του ΣΥΡΙΖΑ για το μήνυμα του Πρωθυπουργού.

Το βασικό του νόημα, ότι δηλαδή στο δίλημμα «αυτοπροστασία ή καραντίνα» επιλέγουμε το πρώτο, θα μπορούσε να είναι και κάτι αυτονόητο σε μία κοινωνία, η οποία έχει αποδεχθεί να λειτουργεί με κάποιους κανόνες.

Κι όμως, το μήνυμα αυτό, που ακόμη και αν κάποιος θελήσει να το ερμηνεύσει, δύσκολα θα καταλήξει σε κάτι άλλο από το ότι αν ο καθένας προσέχει και τηρεί τα στοιχειώδη μέτρα, θα υπάρξει περιορισμός της εξάπλωσης, στο ΣΥΡΙΖΑ το «διάβασαν» αλλιώς.

Κατά τον σχολιασμό των «πηγών», ο Πρωθυπουργός «βγήκε σήμερα με θράσος να πει [στους πολίτες] πως “εάν χάσουμε θα φταίτε εσείς”».

Πέραν της απλοϊκότητας της σκέψης, το σχόλιο αυτό είναι διαφωτιστικό για την κυρίαρχη ψυχοσύνθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην ουσία πρόκειται για μία προβολή (κατά την ψυχιατρική έννοια του όρου) των όσων χαρακτηρίζουν την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, σε άλλους.

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι ακόλουθοί του δεν είναι αυτοί που τις εκλογικές τους ήττες τις απέδιδαν (και μάλιστα επανειλημμένως) στους πολίτες, που δεν κατάλαβαν το καλό που τους συνέβη επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή το κακό που θα πάθουν ψηφίζοντας ΝΔ; Μάλλον δεν έχει υπάρξει άλλη πολιτική δύναμη που να έχει εμμείνει τόσο πολύ σε τέτοια άποψη, η οποία περισσότερο στην πολιτική απομόνωση οδηγεί, παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Σε τελική ανάλυση δε, μοιραία αναρωτιέται κανείς ως προς το πώς αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ το κοινό στο οποίο (θεωρεί ότι) απευθύνεται. Προβάλλοντας οι «πηγές της Κουμουνδούρου» την δολιότητα του Μητσοτάκη, που θέλει να ρίξει τις ευθύνες στον πολίτη, ποιον θεωρούν ότι πείθουν και ποιον ότι κοροϊδεύουν;

Πιστεύουν δηλαδή στα αλήθεια, ότι ένας Πρωθυπουργός, μέσα σε αυτές τις συνθήκες και την πολυδιάστατη κρίση, έχει επιλέξει να έλθει αντιμέτωπος με μία ολόκληρη κοινωνία, κατηγορώντας την και ανοίγοντας μέτωπο μαζί της; Για ποιον ακριβώς λόγο να το κάνει αυτό;

Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, δύσκολα θα έχει κάποιο άλλο αποτέλεσμα, πέραν της επιβεβαίωσης ότι η απόστασή του από τις βασικές αρχές της πολιτικής λογικής είναι αγεφύρωτη.