Την πρότασή της για μία συστημική και εμπροσθοβαρή μείωση των κόκκινων δανείων θα παρουσιάσει τις επόμενες ημέρες η Τράπεζα της Ελλάδος, με στόχο την αποενοποίηση κόκκινων δανείων έως και 45 δισ. ευρώ σε σύντομο χρονικό διάστημα και την επίλυση του ζητήματος της υψηλής αναβαλλόμενης φορολογίας στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών.

Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας μίλησε για το σχέδιο που επεξεργάζεται η εγχώρια νομισματική αρχή σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών.

Σοβαρές προκλήσεις

Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα, τόνισε ότι οι συνθήκες ρευστότητας παραμένουν πολύ θετικές, με σημαντική αύξηση των καταθέσεων.

Πρόσθεσε όμως πως ο κλάδος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, τα οποία συνόψισε στα εξής:

(α) στον όγκο των ΜΕΔ: 60 δισεκ. ευρώ με στοιχεία α’ εξαμήνου 2020,
(β) στην ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών λόγω του αυξανόμενου ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά εποπτικά κεφάλαιά τους,
(γ) στον κίνδυνο ξαφνικής αύξησης των ΜΕΔ (cliff effect) μετά το τέλος των moratoria, ο οποίος μπορεί να αποφευχθεί εφόσον οι τράπεζες αναλάβουν εγκαίρως τις απαραίτητες προβλέψεις.

«Η εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής έχει πολύ θετικά αποτελέσματα αλλά δεν επαρκεί από μόνο του λόγω του όγκου των ΜΕΔ και δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης« υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Όπως είπε, «απαιτείται και συμπληρωματική λύση που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα δύο προβλήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι σύμβουλοί της (Rothschild, BCG, Deloitte) έχουν προετοιμάσει μία λύση η οποία στηρίζεται σε μία Εταιρεία Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) στην οποία θα μεταφερθούν σε εθελοντική βάση, αρχικά στην λογιστική τους αξία, τα ΜΕΔ που θα περισσέψουν μετά την εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής στις τράπεζες, και αυτά που θα δημιουργηθούν από την πανδημία (περίπου 8-10 δισεκ. ευρώ)».

Ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε πως το σύνολο των δύο αυτών κατηγοριών ΜΕΔ εκτιμάται σε 40-45 δισεκ. ευρώ περίπου.
Το σχέδιο προβλέπει σταδιακή απορρόφηση των ζημιών των τραπεζών σε ικανό βάθος χρόνου, ενώ η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα ενεργοποιείται όταν παρουσιάζονται ζημιές.

Επίσης η Εταιρία Διαχείρισης Ενεργητικού θα χρησιμοποιήσει την υποδομή των servicers που έχει ήδη δημιουργηθεί. Το σχέδιο αναμένεται να κατατεθεί στην κυβέρνηση και στους αρμόδιους ευρωπαϊκούς θεσμούς προς το τέλος Σεπτεμβρίου.

Ύφεση 7,5% στο βασικό σενάριο

Σε σχέση με τις μακροοικονομικά δεδομένα, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι «η αβεβαιότητα συνεχίζεται, και είναι κυρίαρχο στοιχείο σε όλες τις οικονομίες, και θα συνεχίζεται μέχρι να παραχθούν εμβόλια και φάρμακα για τον κορωνοϊό. Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι αυτό θα γίνει περίπου στα μέσα του 2021. Γι’ αυτό όλες οι οικονομικές προβλέψεις μέχρι τότε συνεχίζουν να είναι παρακινδυνευμένες: Μόνο σενάρια μπορεί να γίνονται, όχι προβλέψεις. Πάντως, μετά τη μεγάλη ύφεση του β’ τριμήνου του τρέχοντος έτους, οι περισσότερες οικονομίες ανακάμπτουν».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική οικονομία επιβαρύνεται, πέραν του κορωνοϊού, και από την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του προσφυγικού προβλήματος. Παρά ταύτα, η επίδοσή της στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, όπου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 7,9%, ήταν καλύτερη από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (συρρίκνωση 9%), ενώ για όλο το έτος, η τρέχουσα πρόβλεψη της ΕΚΤ για την Ελλάδα είναι συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,5%, δηλαδή λίγο μικρότερη από την πρόβλεψη για τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (8%).

Η ΤτΕ αναμένει συρρίκνωση στο βασικό σενάριο 7,5% για το σύνολο του έτους, έναντι συρρίκνωσης 5,8% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη της. Το δυσμενές σενάριο παραμένει στο 9,4%, πάντα εξαρτώμενο από ενδεχόμενη επιδείνωση της πανδημίας.

Για το 2021 αναμένεται σημαντική ανάκαμψη της τάξης του 5,6 % στο βασικό σενάριο. Βασικός παράγων που θα καθορίσει τις εξελίξεις είναι η παρατηρούμενη αύξηση της αποταμίευσης και πότε αυτή θα μετατραπεί σε καταναλωτική ή επενδυτική δαπάνη.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «δεν είναι όλες οι εξελίξεις αρνητικές, καθώς πολλές φορές τα προβλήματα γεννούν ευκαιρίες αν αντιμετωπιστούν με τον σωστό τρόπο. Κατ’ εξοχήν αυτό είναι δυνατό να γίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, αν εκμεταλλευτεί ορθά τις ευκαιρίες που τώρα παρουσιάζονται».

Όπως είπε, «υπάρχει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στην συμπεριφορά των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) απέναντι στις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνέπειες από την πανδημία, σε σχέση με την αντιμετώπιση προηγούμενων καταστάσεων.