Η όλο και πιο επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο απαιτεί την πλήρη στήριξη της ΕΕ για το μέλος της, την Ελλάδα. Καθαρά και ξάστερα. Επί της ουσίας. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μέχρι τώρα μόνο η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος τάχθηκαν ξεκάθαρα στο πλευρό της Ελλάδας, η δε Γαλλία με στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Αυτό φανερώνει την ανικανότητα της ΕΕ – και της Γερμανίας. Η Γερμανία θέλει να συνεχίσει να μεσολαβεί, να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους του διαλόγου με την Αγκυρα και να θέτει το θέμα στην ατζέντα διαφόρων θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Και καλά κάνει. Αλλά φτάνει αυτό; Γιατί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίζει χωρίς δυνατότητα παρανόησης με ποια πλευρά τάσσεται και ότι, αν καταστεί αναγκαίο, θα επιβάλει κυρώσεις στην Αγκυρα; Μια σαφής τοποθέτηση του οικονομικά ισχυρότερου μέλους της ΕΕ στο πλευρό της Ελλάδας θα εντυπωσίαζε τον επιτιθέμενο περισσότερο από έναν διαμεσολαβητικό ρόλο που εξαντλείται σε εκκλήσεις προς τη λογική των δύο πλευρών.

Η τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο δεν έρχεται ξαφνικά. Δένει με την εικόνα μιας, εδώ και χρόνια, όλο και πιο επεκτατικής και επιθετικής εξωτερικής και μεταναστευτικής πολιτικής στη Συρία, στη Λιβύη, απέναντι στους Κούρδους και τώρα και στη Μεσόγειο. Ετσι όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε ως στόχο του να διορθώσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και να ξαναμαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερη «ρωσική γη», έτσι προφανώς θέλει να κάνει και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – κατά το πρότυπο της καταρρεύσασας πριν από 100 χρόνια Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -, να καταστήσει την Τουρκία επικυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, εδώ και χρόνια ο Ερντογάν αυξάνει την καταπίεση στο εσωτερικό της χώρας του και φυλακίζει τους πολιτικούς, δημοσιογράφους και δικαστές που αντιπαθεί. Η Τουρκία σήμερα είναι de facto μια δικτατορία, μολονότι (ακόμα) υπάρχουν δημοκρατικές εκλογές.

Το Βερολίνο δεν θέλει να πάρει ξεκάθαρα θέση υπέρ της Ελλάδας. Θέλει να παραμείνει ουδέτερο. Αλλωστε με την Τουρκία υπάρχει μια πολύ ευρύτερη ατζέντα διαλόγου και όχι «μόνο» η διένεξη στο Αιγαίο. Το θέμα της μετανάστευσης, για παράδειγμα, συνεχίζει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Αλλά δεν ήταν ο έλληνας Πρωθυπουργός αυτός που την άνοιξη απέτρεψε αποφασιστικά έναν συνωστισμό παράνομων μεταναστών, που υποστηρίχτηκε (αν δεν οργανώθηκε κιόλας) από τον Ερντογάν, κατά των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ; Η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας καθιστά «εκβιάσιμη» την ΕΕ και μπορεί να διατηρηθεί μόνο με κονδύλια δισεκατομμυρίων από τις Βρυξέλλες. Ενας αξιόπιστος εταίρος όμως, όσον αφορά στην προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ – κι αυτό το κατέδειξε ο Μητσοτάκης -, είναι αναμφίβολα η Ελλάδα.

Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον τούρκο πρόεδρο δεν λειτουργεί. Ιστορικά, πού έχει κατορθωθεί η αποτροπή ενός αποφασισμένου αυταρχικού ηγέτη από την επεκτατική του πορεία με κατευνασμό, υποχωρητικότητα και χρήματα για να πουλά προστασία; Ειδικά εμείς οι Γερμανοί έπρεπε να έχουμε πάρει το μάθημά μας ως προς αυτό. Αν, προφανώς, δεν πρόκειται να υπάρξουν σκέψεις ούτε καν για οικονομικές κυρώσεις κατά του Ερντογάν, τότε πού έχει η ΕΕ δυνατότητα επιρροής, ώστε να αποτρέψει τον τούρκο πρόεδρο από την επιθετική γραμμή του στο Αιγαίο και αλλού;

Μια βερολινέζικη «σοφία», που παγιώθηκε σε ιδεολογία, είναι ότι οι πολιτικές διενέξεις ουδέποτε θα μπορούσαν να επιλυθούν με στρατιωτικά μέσα. Αυτή η επαναλαμβανόμενη με θρησκευτική ευλάβεια από πολιτικούς όλων των αποχρώσεων φράση δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά ξεχνά και την Ιστορία. Ας κοιτάξει μόνο κανείς τις αξιοσημείωτες επιτυχίες που πέτυχε ο Πούτιν τα τελευταία 10 χρόνια με ένοπλη βία στον Καύκασο, στην Ουκρανία και στη Συρία. Και ο Ερντογάν φαίνεται να αντιγράφει από τη βίβλο στρατηγικής του Πούτιν. Η αρχαία ρωμαϊκή σοφία «si vis pacem, para bellum» ηχεί πολεμοχαρής και εκτός εποχής, στην ουσία όμως ισχύει και στον 21ο αιώνα: απέναντι σε αδιάφορους και υπερεξοπλισμένους επιτιθέμενους, ο αδύναμος και μη θαρραλέος δεν μπορεί να σταθεί μόνο με ανακοινωθέντα και διασκέψεις. Πρέπει να μπορεί να εκφοβίζει αξιόπιστα.

Ευτυχώς, δεν έχουν προσβληθεί όλοι στην ΕΕ από τη γερμανική ασθένεια, όπως δείχνει η τοποθέτηση του Εμανουέλ Μακρόν υπέρ της Ελλάδας. Χωρίς τη Γερμανία, χωρίς μια θαρραλέα και ικανή για αποτροπή γερμανική εξωτερική πολιτική, δεν θα υπάρξει μια κοινή και αποτελεσματική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας. Χρειάζεται μια εξωτερική πολιτική που να ποντάρει στην ισορροπία, αλλά να μη φοβάται και να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά μαζί με τη Γαλλία και άλλους στους επιτιθέμενους αυτού του κόσμου.

Είναι εύκολο να περιγραφεί σε ποια κατάσταση θα βρεθεί η Ευρώπη σε περίπτωση αποτυχίας του κοινού της εγχειρήματος για μια «Ευρώπη που προστατεύει» ύστερα από 10 ή 20 χρόνια – δηλαδή εσωτερικά διχασμένη και αδύναμη μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και πιθανόν άλλων επιθετικών δυνάμεων σαν την Τουρκία. Επιπρόσθετα, θα είχαμε μια πρώην προστάτιδα δύναμη, τις ΗΠΑ, που δεν θα είναι πλέον πρόθυμη να εγγυηθεί την ασφάλεια 450 εκατ. Ευρωπαίων εκεί όπου αυτοί δεν επέδειξαν πολιτική βούληση να προστατέψουν τον εαυτό τους. Σε αυτή την περίπτωση, το ΝΑΤΟ θα αποτελούσε επίσης σκιά του εαυτού του.

*Ο κ. Τόμας Εντερς είναι πρόεδρος του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Deutsche Gesellschaft für Auswärtige Politik – DGAP). Το άρθρο του, σε συντομευμένη μορφή, αποτελεί αναδημοσίευση εκείνου που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του DGAP στις 2 Σεπτεμβρίου 2020.