Η ναυτιλιακή βιομηχανία των Ελλήνων είναι μακράν ο πιο εξωστρεφής τομέας της εθνικής οικονομίας, ένας κορυφαίος παγκόσμιος παράγοντας και σημαντική πηγή εισοδήματος, πλούτου και κύρους για την Ελλάδα.

Η ελληνική ναυτιλία ηγείται της διεθνούς ναυτιλιακής βιομηχανίας παρέχοντας ναυτιλιακές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας με έναν σύγχρονο στόλο και λειτουργεί με τις πιο σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης και τα υψηλότερα πρότυπα ασφάλειας και περιβάλλοντος.

Στις 2 Μαρτίου 2020, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του IHS Markit, οι Ελληνες ήλεγχαν 3.968 σκάφη διαφόρων κατηγοριών συνολικής χωρητικότητας 340.823.637 τόνων dw. Επίσης οι Ελληνες έχουν ήδη υπό παραγγελία 158 πλοία διαφόρων κατηγοριών συνολικής χωρητικότητας 18.411.004 τόνων dw.

Την ίδια χρονική περίοδο ο υπό ελληνική σημαία εμπορικός στόλος αριθμούσε 636 πλοία συνολικής χωρητικότητας 65.640.708 τόνων dw.

Η ενίσχυση του εθνικού νηολογίου είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί ιδιαίτερα έντονα και σε συνεργασία με τους φορείς της πλοιοκτησίας επεξεργαζόμαστε ένα πλάνο το οποίο θα υποβοηθήσει την ελληνική σημαία να αυξάνει σταθερά τη δύναμή της σε βάθος χρόνου. Η ελληνική σημαία οφείλει να αναδειχθεί και θα αναδειχθεί σε μια στρατηγική επιλογή.

Ολα αυτά εξελίσσονται εντός ενός σταθερού θεσμικού περιβάλλοντος για τις ναυτιλιακές δραστηριότητες, το οποίο διασφαλίζει την τήρηση των αρχών του ελεύθερου και θεμιτού ανταγωνισμού. Επιδίωξή μας, στο πλαίσιο αυτό, είναι η ανάδειξη του ταλέντου των ελλήνων ναυτικών στη θάλασσα, καθώς επίσης και της υψηλής επαγγελματικής τους εμπειρίας. Με τον τρόπο αυτόν η ναυτιλία των Ελλήνων θα διατηρήσει την ηγετική της θέση στην παγκόσμια και έντονα ανταγωνιστική ναυτιλιακή βιομηχανία.

Ιδιαίτερα στον κρίσιμο τομέα της ναυτικής εκπαίδευσης έχουμε θέσει ως κεντρική επιλογή και προτεραιότητα της πολιτικής και των στρατηγικών μας στόχων μία νέα αρχιτεκτονική του συστήματος, η οποία στοχεύει στην παραγωγή στελεχών ικανών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας αγοράς εργασίας που επηρεάζεται άμεσα και καθοριστικά από τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Εξάλλου, χρόνια τώρα συζητάμε για τη νησιωτικότητα και την ανάγκη στήριξης των νησιωτών, που αποτελούν το 15,1% του πληθυσμού της πατρίδας μας, αλλά και της νησιωτικής οικονομίας. Είναι μια συζήτηση που, συνήθως, «γεννά» αποσπασματικά μέτρα.

Η δική μας προσέγγιση είναι εντελώς διαφορετική. Ετοιμάσαμε σχέδιο Νόμου για Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική στον Νησιωτικό Χώρο. Μέσω αυτού, για πρώτη φορά στην Ελλάδα θεσμοθετείται η υποχρέωση του Κράτους για κατάρτιση ολοκληρωμένης Νησιωτικής Πολιτικής.

Οι αποσπασματικές παρεμβάσεις δίνουν τη θέση τους σε ολιστική στρατηγική προσέγγιση της Νησιωτικής Πολιτικής και της Θαλάσσιας Οικονομίας.

Με τον τρόπο αυτόν μεγιστοποιούνται τα οφέλη, αφού καλύπτεται το σύνολο του νησιωτικού χώρου, διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα, αφού η νέα προσέγγιση στηρίζεται στην πλήρη μελέτη των δεδομένων και των δυνατοτήτων των νησιών, εξασφαλίζεται χρηματοδότηση μέσα από συγκεκριμένα εργαλεία και καθιερώνεται ο έλεγχος, αφού δημιουργούνται ειδικοί μηχανισμοί καταγραφής και παρακολούθησης.

Τέλος, τα ελληνικά λιμάνια μπορούν να λειτουργήσουν ως «αναπτυξιακοί φορείς» για τη χώρα, τόσο σε επίπεδο τοπικών οικονομιών όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αξιοποιώντας το δυναμικό των λιμένων, η Ελλάδα μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου τη διαδικασία ανάπτυξης και να αυξήσει την απασχόληση. Και στον κρίσιμο αυτόν τομέα προχωράμε με γοργά βήματα και μας ικανοποιεί ιδιαίτερα το γεγονός πως το επενδυτικό ενδιαφέρον για τα λιμάνια μας βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο.

Η Ελλάδα διαθέτει πλέον μια νέα δυναμική. Η πανδημία του κορωνοϊού αναμφισβήτητα επηρεάζει αρνητικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας που ξεκίνησε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ωστόσο η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει πως ξέρει και μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις κρίσεις και το ίδιο θα πράξει και τώρα.

Οχι μόνο θα ξεπεράσουμε τα προβλήματα που προκαλεί στην κοινωνία και στην οικονομία η υγειονομική κρίση, αλλά θα επιστρέψουμε σύντομα – με τη ναυτιλία να πρωταγωνιστεί – στην αναπτυξιακή τροχιά στην οποία είχαμε εισέλθει μετά τον Ιούλιο του 2019.