Καθώς η Ελλάδα βγαίνει από την πρώτη φάση της πανδημίας, η κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί δύο σημαντικές προκλήσεις: την ομαλή επανεκκίνηση της οικονομίας με οριζόντια και στοχευμένα μέτρα στήριξης της απασχόλησης και του εισοδήματος των εργαζομένων. Και ταυτόχρονα την απρόσκοπτη συνέχιση πολλών σημαντικών μεταρρυθμίσεων που θεραπεύουν διαχρονικές παθογένειες του παραγωγικού μας μοντέλου.

Στις εντοπισμένες παθογένειες είναι η περιορισμένη φορολογική βάση σε συνδυασμό με την πλημμελή δήλωση εισοδημάτων, που συνεπάγονται εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Αυτή υπολογίζεται από το υπουργείο Οικονομικών στο 21% του ΑΕΠ – ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο – ενώ ο μη αποδιδόμενος στα κρατικά ταμεία ΦΠΑ φτάνει τα 7,2 δισ. ευρώ!

Τι όμως χρηματοδοτούν τα φορολογικά έσοδα; Ολες τις δαπάνες του κράτους, δηλαδή τις υπηρεσίες που μας παρέχονται, τις δανειακές του υποχρεώσεις, τη βελτίωση των υποδομών του. Ποια είναι η διαχρονική πρακτική αντιμετώπισης των ελλειμμάτων που προκύπτουν όταν τα φορολογικά έσοδα δεν επαρκούν; Η επιβολή υπερβολικά υψηλών φόρων στους λίγους που δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν.

Ομως μια χώρα που στηρίζει τα δημόσια έσοδά της στην υπερβολική φορολόγηση των λίγων δεν αποτελεί μια δίκαιη κοινωνία. Kαι μια οικονομία που λειτουργεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπερφορολόγησης δεν μπορεί να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις που δημιουργούν καλά αμειβόμενες δουλειές.

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η απόκρυψη εισοδήματος αποτελεί αντικοινωνική πράξη που καταδικάζει τη χώρα σε οικονομική και παραγωγική καχεξία και σε χαμηλής ποιότητας παρεχόμενες υπηρεσίες για δημόσια αγαθά, όπως η παιδεία και η υγεία. Είναι επίσης σημαντικό να καταλάβουμε την ατομική μας ευθύνη όταν επιτρέπουμε στον συναλλασσόμενο μαζί μας να φοροδιαφύγει.

Κυρίως όμως είναι σημαντικό το οργανωμένο κράτος  να κατανοήσει και να εντάξει στη φιλοσοφία του για την παραγωγική αναγέννηση της χώρας την ανάγκη της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, ώστε να εισπράττουμε λιγότερα από περισσότερους αντί πολλά από λίγους.

Σημαντικό βήμα στην επίλυση του προβλήματος συνιστά η γενίκευση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, μια μεταρρύθμιση αιχμής που έχει ήδη φέρει σημαντικά αποτελέσματα όπου αλλού έχει εφαρμοστεί. Οι διεθνείς καλές πρακτικές αναδεικνύουν την ψηφιακή τεχνολογία ως τον καλύτερο σύμμαχο των κρατών στη μάχη κατά της παραοικονομίας και της διαφθοράς και την ψηφιοποίηση της πληροφορίας ως το καλύτερο όπλο ελέγχου τους.

Ειδικά, η ηλεκτρονική τιμολόγηση, εφόσον εφαρμοστεί σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, δηλαδή από το χωράφι έως το ράφι και από το τελωνείο έως τον καταναλωτή, με την αναγκαία κωδικοποιημένη καταγραφή, καθιστά ανέφικτη την έκδοση πλαστών παραστατικών. Μπορεί να προσφέρει στις φορολογικές αρχές οικονομικά στοιχεία σε πραγματικό χρόνο και να μειώσει δραστικά τη φοροδιαφυγή, προς όφελος και του Δημοσίου και των επιχειρήσεων.

Η εμπειρία από χώρες που εφάρμοσαν τη μέθοδο των ηλεκτρονικών βιβλίων και στοιχείων (Μεξικό, Ιταλία, Πορτογαλία, Δανία, Ισπανία, Νορβηγία, Ουγγαρία) δείχνει εντυπωσιακή συρρίκνωση της φορο-απάτης και αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Η απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμοστεί η ηλεκτρονική τιμολόγηση με αυτούς τους όρους είναι ειλημμένη. Αρμόδιος υλοποίησης του έργου είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία αναπτύσσει την αναγκαία υποδομή. Στον σχεδιασμό προβλέπεται η ηλεκτρονική τιμολόγηση να λειτουργήσει μαζί με τα ηλεκτρονικά βιβλία.

Ως πρώτο βήμα, όλες οι επιχειρήσεις μπορούν να διαβιβάζουν με ηλεκτρονικό τρόπο στην πλατφόρμα myDATA της ΑΑΔΕ δεδομένα από τα λογιστικά στοιχεία και βιβλία τους, ανεξαρτήτως του μεγέθους αυτών και του τρόπου έκδοσης και τήρησης των λογιστικών τους αρχείων.

Η ανάπτυξη του έργου της διαβίβασης δεδομένων στην πλατφόρμα των Ηλεκτρονικών Βιβλίων της ΑΑΔΕ θα γίνει σταδιακά, ώστε να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος προσαρμογής στην ηλεκτρονική επικοινωνία των επιχειρήσεων με τα πληροφοριακά συστήματα της Αρχής. Στόχος της κυβέρνησης είναι το 2020 να αποτελέσει χρονιά-«πιλότο» ώστε το 2021 να βρει επιχειρήσεις και Δημόσιο σε πλήρες ψηφιακό περιβάλλον.

Γιατί όμως να το κάνουν οι επιχειρήσεις, ίσως αναρωτηθούν ορισμένοι. Κατ’ αρχάς, γιατί θα έχουν σημαντικά μειωμένο διαχειριστικό κόστος. Επιπλέον, διότι σε κρίσιμες καταστάσεις όπως η πρόσφατη της πανδημίας δεν θα χρειάζεται να αποδεικνύουν τις απώλειές τους για να λάβουν τη δέουσα στήριξη.  Και, βέβαια, ως δείγμα της εταιρικής τους ευθύνης.

Οσοι υιοθετήσουν την ηλεκτρονική τιμολόγηση θα λάβουν κίνητρα. Θα μειώνεται, για παράδειγμα, ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου από τα 5 στα 3 χρόνια, αλλά και ο χρόνος εξέτασης των αιτημάτων επιστροφής φόρου. Θα παρέχεται, επίσης, αυξημένη απόσβεση της δαπάνης για τον αναγκαίο εξοπλισμό. Τέλος, μέσω των ηλεκτρονικών βιβλίων, το 2021 θα είναι δυνατή η προσυμπλήρωση δηλώσεων φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ με τα δεδομένα εσόδων και εξόδων.

Η ψηφιοποίηση των συναλλαγών θα έχει ευρύτερα θετικό αντίκτυπο καθώς θα βελτιώσει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, μια άλλη κρίσιμη διαρθρωτική αδυναμία, και θα αυξήσει τη φορολογική συμμόρφωση ενισχύοντας τα δημόσια έσοδα. Ταυτόχρονα θα υπάρξουν πόροι για μειώσεις φόρων, πιο δίκαιη φορολογία σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες και αύξηση δαπανών σε κρίσιμους τομείς του κοινωνικού κράτους, όπως είναι η δημόσια υγεία και παιδεία. Κάπως έτσι ο ψηφιακός μετασχηματισμός μάς φέρνει πιο κοντά στο όραμα μιας πιο δίκαιης και παραγωγικής κοινωνίας.

Ο κ. Ακης Σκέρτσος είναι υφυπουργός στον Πρωθυπουργό.