Φίλος γιατρός, ο οποίος στις αρχές της οικονοµικής κρίσης είχε µεταναστεύσει µε την οικογένειά του σε πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού Βορρά, µου έλεγε πως εκείνο που κυρίως απολάµβανε στη νέα θέση του ήταν η εµπιστοσύνη που του έδειχναν οι ασθενείς: «Ερχονται στο ιατρείο, τους εξετάζεις, κάνεις τη διάγνωση, γράφεις τις απαραίτητες εξετάσεις ή τα φάρµακα που πρέπει να πάρουν, σε πληρώνουν και φεύγουν».

Αντιθέτως, οι εν Ελλάδι ασθενείς (και οι κατά φαντασίαν ασθενείς, γιατί έχουµε και πολλούς τέτοιους) «πιο πολύ έρχονταν για να µε αµφισβητήσουν παρά για να µάθουν τι έχουν. Τη διάγνωση οι περισσότεροι την είχαν κάνει µόνοι, από το σπίτι τους, και εκείνο που περίµεναν, για να µην πω απαιτούσαν, ήταν να την επιβεβαιώσω. Αν δεν το έκανα «στράβωναν»».

Ας µην κρυβόµαστε, έτσι είµαστε οι περισσότεροι. Ετοιµοι να αµφισβητήσουµε την επαγγελµατική επάρκεια ανθρώπων που έχουν χαλάσει τα µάτια τους διαβάζοντας επί χρόνια ιατρικά εγχειρίδια. Και να θεωρήσουµε πως ο γιατρός ο οποίος έκρινε πως π.χ. η ελαφρά καταρροή και ο κνησµός που τη συνοδεύει είναι συµπτώµατα µιας µικρής εποχικής αλλεργίας που θα περάσει µε τη βοήθεια ενός ελαφρού ρινικού σπρέι και πως δεν είναι σε καµία περίπτωση αρχές πνευµονίας, καρδιακής ανεπάρκειας και έρπητα ζωστήρα (γιατί αυτή είναι η δική µας διάγνωση) είναι άχρηστος. Πήρε το δίπλωµά του δι’ αλληλογραφίας. Δεν ξέρει τι λέει. Γι’ αυτό και θα ζητήσουµε «µια δεύτερη γνώµη, κακό δεν είναι», και µία τρίτη, και µια τέταρτη… Ετσι, µε την ίδια ευκολία που αλλάζουµε γιατρούς και ακούµε διαφορετικές γνώµες αναζητώντας εκείνη που θα µας ικανοποιήσει, θα αλλάζαµε και επιδηµιολόγους αν ήταν στο χέρι µας.

Παρακολουθώντας την κριτική που ασκείται στους επιστήµονες οι οποίοι έχουν αναλάβει τη διαχείριση του καυτού προβλήµατος µε τον κορωνοϊό, εκπλήσσοµαι (για άλλη µια φορά) µε την περιρρέουσα αφέλεια και ανοησία. Με την αυτοπεποίθηση µε την οποία εκθέτουµε εµείς οι πανάσχετοι τις… επιστηµονικές µας απόψεις, αµφισβητώντας ανοικτά τους ειδικούς.

Πράγµατι, µπορεί και ένας επιστήµονας να κάνει κάποιο λάθος στην προσέγγισή του, όµως για να έγινε επιστήµονας σίγουρα κάτι περισσότερο από εµένα γνωρίζει στο αντικείµενο εξειδίκευσής του. Και από τη στιγµή που τον έχει επιλέξει µια δηµοκρατικά εκλεγµένη κυβέρνηση, θα ακολουθήσω τις οδηγίες του, ελπίζοντας πως τόσο η κυβέρνηση όσο και εκείνος πράττουν το σωστό.

Οµως δεν µπορώ να υποβαθµίζω την παρουσία και το έργο του µόνο και µόνο επειδή είναι επιλογή µιας παράταξης που δεν ψήφισα και που µπορεί να απεχθάνοµαι. Ούτε µπορώ, εθισµένος στην ελληνική «ξερολίαση», γεννηµένος και αναθρεµµένος για να τα γνωρίζω όλα, να κρίνω την επιστηµονική επάρκειά του αντλώντας επιχειρήµατα από τις συζητήσεις που γίνονται στους πάγκους των λαϊκών αγορών, ανάµεσα σε ανθρώπους έχουν τόση σχέση µε την επιδηµιολογία όση σχέση έχει π.χ. ο Σωτήρης Τσιόδρας µε τη συγχρονισµένη κολύµβηση.